του Γιάννη Κοντού
Ισορροπώντας δεξιοτεχνικά ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και το σινεμά βεριτέ, η Μητριαρχία, η νέα ταινία του Νίκου Κορνήλιου, αποτελεί ένα πείραμα πρωτόγνωρο για τα ελληνικά κινηματογραφικά δεδομένα. Γυρισμένη σε ελάχιστο χρονικό διάστημα χωρίς καθόλου χρήματα, η ταινία αφηγείται την ιστορία 60 γυναικών διαφορετικών ηλικιών, εθνικοτήτων και κοινωνικής προέλευσης, οι οποίες καταλαμβάνουν μια παλιά αποθήκη κάπου στην Αθήνα, προκειμένου να τη μετατρέψουν σε καταφύγιο για γυναίκες άστεγες, κακοποιημένες και κατατρεγμένες. Εκεί πραγματοποιούν τις συνελεύσεις τους, μοιράζονται τα βιώματά τους, συμφωνούν, διαφωνούν, διασκεδάζουν. Κι όταν απειλούνται με έξωση, προτάσσουν την αλληλεγγύη, προασπιζόμενες συλλογικά το χώρο τους. Μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της στο πλαίσιο των φετινών «Νυχτών Πρεμιέρας», η Μητριαρχία προβάλλεται και στο 55ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το Σάββατο 8 Νοεμβρίου, 17:00, αίθουσα «Τώνια Μαρκετάκη». Συνομιλώντας με τον σκηνοθέτη.
Πώς ξεκίνησε αυτή η «συλλογική περιπέτεια», όπως αποκαλέσατε τη Μητριαρχία κατά την πρεμιέρα της;
Ξεκίνησε με ένα e-mail, που έστειλα σε όλες αυτές τις φοβερές γυναίκες, με τις οποίες είχα μια προσωπική σχέση είτε από τα εργαστήριά μου, ή από προηγούμενες ταινίες μου. Τους λέω, λοιπόν, «έχω αυτή την τρελή ιδέα, αλλά δεν έχω χρήματα» και μου απάντησαν, η μία μετά την άλλη, με ενθουσιασμό «πάμε να το κάνουμε». Πήρα τα μέιλ εν είδει συμβολαίων και μπήκα σ’ αυτή την περιπέτεια. Από τη στιγμή που είχα την ιδέα μέχρι την υλοποίηση της ταινίας πέρασαν 4-5 μήνες με πρόβες. Υπάρχουν από πίσω σενάριο, ιστορία, χαρακτήρες, αλλά το σενάριο προέκυψε δια της προφορικής οδού.
Ένα σενάριο που συνυπογράφετε με την Ευγενία Παπαγεωργίου.
Ο πυρήνας της ιδέας είναι δεκαετιών. Από τότε που άρχισα να συνειδητοποιώ ότι ο κόσμος είναι πολύ άδικος, αυτό με έκανε να αντιδρώ. Όταν, έπειτα, συνειδητοποίησα ως άτομο του άλλου φύλου πόσο ο επί χιλιετίες κυρίαρχος ανδρικός πολιτισμός, έχει καταπιέσει το άλλο φύλο, του έχουμε στερήσει τη δημόσια παρουσία σπρώχνοντάς το στον ιδιωτικό χώρο, πόσο δείραμε και βιάσαμε τις γυναίκες με ένα βάναυσο τρόπο, θέλησα να εξιλεωθώ και, παράλληλα, να εκφράσω την ελπίδα μου πως δεν μπορούν να αλλάξουν ριζικά τα πράγματα, αν ο πολιτισμός μας δε γίνει πιο γυναικείος. Αυτή η ταινία είναι, λοιπόν, κατά κάποιο τρόπο, μία πράξη εξιλέωσης, γι’ αυτό και την κάνω εγώ, ένας άντρας. Δύσκολα θα μπορούσε να κάνει μια γυναίκα μια τέτοια ταινία, γιατί ακριβώς, από τη στιγμή που η πατριαρχία είναι ακόμη κυρίαρχη, θα της την «έπεφταν», χαρακτηρίζοντάς την «υστερική φεμινίστρια». Εμένα δεν μπορούν να με αποκαλέσουν «υστερικό φεμινιστή», τη γλιτώνω λίγο. Μια γυναίκα θα ήταν πιο ευάλωτη απέναντι σ’ αυτό το σεξιστικό επιχείρημα.
Το δυστύχημα είναι ότι η ανδρική επικυριαρχία «απλώθηκε» και στις γυναίκες. Η συνειδητοποίηση του πού ανήκουμε κοινωνικά, τι σημαίνει να είσαι Έλληνας, εργαζόμενος δεν είναι εύκολη και δεδομένη, άρα ούτε κι η συνείδηση του φύλου. Πολλές γυναίκες, υπό την επιρροή της πατριαρχικής ιδεολογίας, είναι αυτές που λένε «κι εμείς ίδιες ή χειρότερες είμαστε». Είναι ενοχικές, αναπαράγοντας τον ανδρικό λόγο. Κι όσες καταφέρουν να έχουν μια επιτυχημένη παρουσία, πρέπει να γίνουν πιο «άντρες» από τους άντρες, να είναι «Θάτσερ» και «Μέρκελ», γυναίκες, οι οποίες έχουν απεμπολήσει τη δικιά τους φωνή, που είναι ακόμη θαμμένη, για να επιβληθούν σ’ ένα κόσμο αντρικό. Όλη αυτή η λύσσα των πολέμων και των γενοκτονιών, από άντρες έχει γίνει, και μάλιστα από ισχυρούς άντρες που ξεχωρίζουν από τους άλλους. Ακόμα και στα σοσιαλιστικά κινήματα ή τον αναρχισμό, στη διαδρομή τους ή όταν υπερίσχυσαν, υπήρξε βία και θάνατος, αλλά, κι όταν δεν υπήρξαν, υφίστατο η καταπίεση της μεγάλης μορφής, του ηγέτη, όπως ο Γκάντι. Ακόμη κι οι μεγάλοι καλλιτέχνες έχουν πατήσει επί πτωμάτων, για να αναρριχηθούν στην πνευματική εξουσία και να επιβληθούν. Θα μου πείτε, «κι εσείς τι κάνετε, ταινίες δε γυρίζετε;» Ζούμε μέσα στις αντιφάσεις μας.
Στο σενάριο, εκτός από την αρχική δικιά σας αγωνία, ιδέα, πρόθεση, συμμετείχαν, με τον όποιο τρόπο, κι οι ηθοποιοί;
Η συνεργασία με τις ηθοποιούς, επειδή βασιζόταν στο απόθεμα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ξεκίνησε με πρόβες με την καθεμία ξεχωριστά, κάναμε 3-4 κύκλους ατομικών προβών. Με την καθεμία ξεχωριστά, προσπαθούσαμε να βρούμε ένα διακριτό κι ισχυρό στίγμα γυναικείας παρουσίας σ’ αυτή τη συνέλευση των γυναικών κι εκεί πρότεινα τη δική μου πλευρά, ποιοι χαρακτήρες θα μου ήταν πολύτιμοι κοινωνικά, ψυχολογικά, βιωματικά, ενώ οι ίδιες εισέφεραν στοιχεία που μπορεί να προέρχονταν από το βιωματικό τους υλικό, αλλά μπορεί να ήταν και σκέψεις. Δουλεύοντας, συνθέταμε ένα χαρακτήρα, άρα η συμμετοχή κι η συμβολή τους είναι ουσιαστικές. Το «στήσιμο» των χαρακτήρων ήταν μια πολύ συναρπαστική δουλειά, μετά το να έχουν σχέση μεταξύ τους. Είχαμε, βέβαια, και πολλά τεχνικά προβλήματα, γιατί η ταινία γυρίστηκε με 3 κάμερες και 3 μπουμ.
Φαντάζομαι ότι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία, πέρα από το τεχνικό κομμάτι, να κινηματογραφηθούν 60 άνθρωποι σε ένα χώρο συγκεκριμένο και παράλληλα, μέσω και του τελικού μοντάζ, να υπάρχει μια αφηγηματική ροή τέτοια που να μην αφήνει τον θεατή να χαλαρώσει, να βαρεθεί ή να κουραστεί.
Αυτό ήταν ένα ζητούμενο, κι εκεί εντοπίζεται η συνεισφορά των τεχνικών, ανδρών και γυναικών. Συστηματικά, λοιπόν, είχαμε πρόβες και συναντήσεις για να το πετύχουμε. Ήταν δύσκολο, γιατί τα γυρίσματα έγιναν τέλη Ιουνίου, συνολικά 10-12 γυρίσματα, κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, σε μέρες καύσωνα.
Πού γυρίστηκε η ταινία, αλήθεια;
Στον Ελαιώνα, σε μια παλιά αποθήκη. Σκηνογραφικά, με τον Χρήστο Κωνσταντέλλο στήσαμε την ατμόσφαιρα της ταινίας από το μηδέν. Χωρίς να είμαι μεγαλόστομος, πιστεύω ότι είναι ένα ανθρώπινο επίτευγμα συλλογικής προσπάθειας. Γιατί όλοι μπήκαν στην περιπέτεια χωρίς αμοιβή και το έκαναν γιατί πίστεψαν στην ουσία του εγχειρήματος κι αυτό είναι ένα μικρό θαύμα, αυτή η αλληλεγγύη και το πνεύμα συνεργασίας. Εκ των υστέρων, μας έδωσε και το Ε.Κ.Κ. ένα «χαρτζιλίκι».
Η παρουσία κάποιων ανθρώπων, όπως η Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ, νομίζω ότι έδωσε μια ξεχωριστή διάσταση στην ταινία, και ως φυσική παρουσία και ως λόγος, χωρίς αυτό να μειώνει τη συλλογική διάσταση του εγχειρήματος. Ήταν μια ιδέα που προϋπήρχε;
Είχα δει και θαυμάσει την Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ σε μια δημόσια ανάγνωση ποιημάτων της και λέω «τι φατσάρα απίστευτη είναι αυτή, πρέπει να παίξει σε ταινία». Η εκφραστικότητα, η χροιά της φωνής της, η ζωτικότητα, η διεισδυτικότητα του βλέμματός της ήταν τέτοιες που ήρθε φυσικά και βρήκε τη θέση της, γιατί είναι η μεγαλύτερη εν ζωή ποιήτρια των σύγχρονων καιρών, ένας εξαιρετικός άνθρωπος, πολύ ουσιαστικός, γειωμένος, χωρίς καμία έπαρση. Εκεί συνειδητοποιεί κανείς τι σημαίνει μεγάλη δημιουργός, γυναίκα, ένας αληθινά σεμνός άνθρωπος, όχι με το δημοσιοσχεσίτικο χαμηλό προφίλ. Την λάτρεψαν κι όλες οι υπόλοιπες ηθοποιοί. Για να μην παραλείψω και την παρουσία της Τζίνας Πολίτη, μιας γυναίκας πολύ σημαντικής στα ελληνικά γράμματα, που συνδυάζει μια πνευματική διαδρομή πολύ υψηλού επιπέδου, ενώ παράλληλα είναι μια μαχήτρια, μια ακτιβίστρια που μέχρι τώρα παρακολουθεί τα πάντα κι είναι παρούσα σε ό,τι θεωρεί ότι είναι σημαντικό για το κοινωνικό σύνολο.
Τα κείμενα που ακούγονται επιλέχτηκαν από σας;
Υπάρχει ένα ποίημα της Anne Sexton, ένα απόσπασμα της Ελφρίντε Γέλινεκ, ένα χορικό της Suheir Hammad, μιας Αμερικανο-Παλαιστίνιας ποιήτριας, που το διαβάζουν οι ηθοποιοί, τα ποιήματα της Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ- όλα ήταν επιλογές που πρόσθεταν κάτι. Η Hammad ήθελα να υπάρχει, γιατί δεν είχαμε στο «ψηφιδωτό» μας φωνή γυναίκας από τη Μέση Ανατολή.
Έχει κάποια σημασία που η επιλογή αυτού του χώρου, του καταφυγίου, ήταν κατάληψη;
Ναι, μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι, είναι μια λέξη που έχει ενοχοποιηθεί. Σεναριακά αναφέρεται ως ένας άδειος χώρος, τον οποίο οι γυναίκες αυτές ανέλαβαν να διαχειριστούν για ένα κοινωνικό όφελος, για να βρουν στέγη γυναίκες άστεγες, δαρμένες, μετανάστριες, αλλά και για να περνάνε καλά, είναι το σπίτι τους. Και στη συνέχεια, επειδή η αποθήκη τους βρίσκεται σε μια υπό «ανάπλαση» περιοχή, όπου ουσιαστικά αναμένεται να χτιστούν σουπερμάρκετ, εμπορικά κέντρα κ.λπ., θέλουν να τις διώξουν, μετά την ανακάλυψη ενός φανταστικού «ιδιοκτήτη» του χώρου κι αυτές δεν το αποδέχονται. Κι εκεί προστρέχουν και γυναίκες που είναι για χρόνια ταγμένες στο γυναικείο κίνημα, η Δέσποινα η Τζούμα, η Μαρία η Λιάπη, η Lauretta Macauley, πρόεδρος της «Ένωσης Αφρικανών Γυναικών», η σημαντική Μεξικάνα σκηνοθέτρια Εστέρ Αντρέ Γκονζάλες, που έχουμε την τιμή να ζει στον τόπο μας.
Ποια είναι τα επόμενα βήματα της Μητριαρχίας;
Η ταινία μόλις ολοκληρώθηκε πήγε στις «Νύχτες Πρεμιέρας», γιατί ήταν το πιο κοντινό φεστιβάλ, κι ελπίζουμε ότι θα ανοίξει τα «φτερά» της σε φεστιβάλ στο εξωτερικό, για να συναντήσει τις γυναίκες και τους άντρες του κόσμου. Θα προβληθεί, επίσης, και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Μέχρι τώρα τις πρεμιέρες των ταινιών μου τις πήγαινα στο ΦΚΘ, γιατί πιστεύω ότι πρέπει να ξαναβρεί τον τόνο, την ψυχή, το δυναμισμό και να αναδεικνύει τον ελληνικό κινηματογράφο.
Θεωρείτε πως δεν το κάνει επαρκώς;
Θεωρώ ότι δεν το έκανε επαρκώς. Δεν είμαι εναντίον της διεθνούς μορφής του, αντιθέτως, απλώς η ισορροπία ανάμεσα στη διεθνή πλευρά και την ανάδειξη του ελληνικού κινηματογράφου πρέπει κάθε φορά να αποδεικνύεται και να γίνεται έτσι, ώστε να ωφελεί τον ελληνικό κινηματογράφο. Όχι μόνο τους κινηματογραφιστές, αλλά και τους ηθοποιούς και τους τεχνικούς, όλο αυτό τον κόσμο που πασχίζει να κάνει ταινίες υπό πολύ αντίξοες συνθήκες. Να είναι το ΦΚΘ το πρώτο βήμα.
Η ταινία του Νίκου Κορνήλιου Μητριαρχία προβάλλεται στα πλαίσια του 55ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το Σάββατο 8 Νοεμβρίου στην αίθουσα «Τώνια Μαρκετάκη», 17:00.
Περισσότερες πληροφορίες για την ταινία μπορείτε να αναζητήσετε στο επίσημο site.
Πηγή: εναντιοδρομίες