harassment

της Βαγγελιώς Σουμέλη

Τον Αύγουστο του 2014 δύο υποθέσεις «σταθμοί» στο χώρο της ποινικοποίησης της σεξουαλικής παρενόχλησης είδαν σχεδόν παράλληλα τα φώτα της δημοσιότητας, η πρώτη στην Αυστραλία και η δεύτερη στην Κύπρο.

Σε ό, τι αφορά την υπόθεση της Αυστραλίας, η ιδιαιτερότητα και η σημασία της σχετικής απόφασης, εκτός από το ύψος της αποζημίωσης που καθορίστηκε σε 500.000 αυστραλιανά δολάρια (περίπου 350.000 ευρώ), αφορά πρωτίστως τον ορισμό του «χώρου εργασίας». Αυτός, σύμφωνα με το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο δεν χρειάζεται να είναι ένας αυστηρά καθορισμένος, «σταθερός» χώρος αλλά ένας μεταβαλλόμενος, «κινητός» χώρος.

Φαίνεται ότι η ερμηνεία αυτή, αν και δεν εκφράζεται ρητά, συνδέεται και με την αντίληψη σχετικά με την ανάγκη αναγνώρισης και προστασίας των ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Ευέλικτων υπό την έννοια ότι παρεκκλίνουν από το «κανονικό» μοντέλο της μισθωτής εξαρτημένης εργασίας, όπως είναι οι συμβάσεις ορισμένου έργου ή χρόνου, η απασχόληση σε καθεστώς υπεργολαβίας, η επενοικίαση ή ο δανεισμός εργαζομένων από τα γραφεία προσωρινής απασχόλησης κλπ, και των κινδύνων που απορρέουν για τις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους. Σε πολλές περιπτώσεις πρόκειται για μορφές ευελιξίας που, εκτός από την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, εμπεριέχουν το στοιχείο του εξαναγκασμού, δεδομένου ότι δεν αποτελούν εκούσια επιλογή, αλλά μία αναγκαστική αποδοχή εκ μέρους των εργαζομένων -στη μεγάλη τους πλειοψηφία γυναικών και συνήθως κάτω από ιδιαίτερα πιεστικές συνθήκες, όπως η υψηλή ανεργία. Στο πλαίσιο αυτό, οι γυναίκες γίνονται ακόμα πιο ευάλωτες στην εργασιακή εκμετάλλευση, καθώς και σε όλες τις μορφές εκμετάλλευσης, υποτίμησης και περιθωριοποίησης.

Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει η Αμερικανίδα φεμινίστρια και ακαδημαϊκός CatharineMacKinnon στην εργασία της «Σεξουαλική παρενόχληση των εργαζομένων γυναικών» (1979), η οικονομική δύναμη του εργοδότη είναι για τη σεξουαλική παρενόχληση ότι η σωματική δύναμη για τον βιασμό. Τρεις δεκαετίες αργότερα, παρά την αναγνώριση του προβλήματος και την εγκαθίδρυση ενός σχετικά πλήρους και επαρκούς θεσμικού πλαισίου, σε κάποιες χώρες ήδη από τη δεκαετία του 1980, το οποίο σταδιακά συμπληρώνεται και τροποποιείται βάσει και των σχετικών κοινοτικών διατάξεων, οι γυναίκες αποσιωπούν το πρόβλημα ή «συναινούν» στον σεξουαλικό εξαναγκασμό από το φόβο να μην χάσουν τη δουλειά τους.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μίας σειράς εμπειρικών μελετών που πραγματοποιήθηκαν κατά κύριο λόγο στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η μη αξιοποίηση των ευκαιριών που έχουν τα θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης για να προσφύγουν στη δικαιοσύνη δεν πηγάζει μόνο από το φόβο των συνεπειών της δημοσιοποίησης, αλλά και από την αδυναμία να αποδείξουν ότι υπήρξαν θύματα, μία αδυναμία που δεν σχετίζεται πάντα με την κοινωνική και οικονομική θέση των γυναικών.

Στην υπόθεση για παράδειγμα της Αυστραλίας, η έλλειψη ενός αυστηρά καθορισμένου χώρου εργασίας, όπως ένα γραφείο, και η υποχρέωση της ορκωτής λογίστριας JemmaEwin  να συναντά τον προϊστάμενό της για σκοπούς εργασίας σε διάφορους χώρους, ακόμα και σε μπαρ ξενοδοχείων, κατ’ επιλογή του προϊσταμένου της, χρησιμοποιήθηκε εκ μέρους του εναγόμενου για να αποδείξει ότι δεν υπήρξε σεξουαλική παρενόχληση εξ αφορμής της εργασίας, επιχείρημα ωστόσο που δεν αποδέχτηκε το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο. Σύμφωνα με την Επίτροπο της Αυστραλίας για την σεξουαλική παρενόχληση ElizabethBroderick, ο ορισμός του «χώρου εργασίας» πέρα από τα φυσικά του όρια, είναι εξαιρετικής σημασίας για τη διερεύνηση μελλοντικών καταγγελιών, ενώ γίνεται πλέον σαφές ότι δεν είναι το εργασιακό καθεστώς που μετράει αλλά η ύπαρξη οποιασδήποτε μορφής και σχέσης εργασίας. Στο ίδιο πλαίσιο, επισημαίνεται ότι η υποχρέωση του εργοδότη να λαμβάνει προληπτικά μέτρα για την αντιμετώπιση της σεξουαλικής παρενόχλησης στους χώρους εργασίας καλύπτει και κάθε έμμεσο εργοδότη, όπως για παράδειγμα εργολάβους και υπεργολάβους.

Η υποχρέωση του εργοδότη και των εκπροσώπων του σχετικά με τη λήψη κάθε πρόσφορου και έγκαιρου μέτρου με στόχο την αποτροπή σεξουαλικών παρενοχλήσεων που εκδηλώνονται στο χώρο εργασίας μας μεταφέρει στην υπόθεση της Κύπρου. Για πρώτη φορά, κυπριακό δικαστήριο όχι απλά αναγνώρισε τη σχετική υποχρέωση του εργοδότη ως προς τη λήψη προληπτικών μέτρων, άλλα έκρινε ότι ο εργοδότης υπήρξε εξ ολοκλήρου συνυπεύθυνος με τον εναγόμενο που εκδήλωσε την απαγορευμένη συμπεριφορά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της ενάγουσας, νοσηλευτικής λειτουργού στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, παρότι ενημέρωσε τη διεύθυνση του νοσοκομείου και υπέβαλε σχετική καταγγελία, σύμφωνα με την οποία υπήρξε θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης κατ’ εξακολούθηση, η προϊσταμένη του νοσοκομείου αρκέστηκε να προτείνει τη μετακίνησή της σε άλλο τμήμα, προκειμένου να κλείσει η υπόθεση. Στη σχετική απόφαση, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών της Λευκωσίας, έκρινε ότι ο εργοδότης έχει υποχρέωση με βάση τις νομοθετικές επιταγές όχι μόνο να λαμβάνει προληπτικά μέτρα για την αντιμετώπιση της σεξουαλικής παρενόχλησης αλλά και πρόσφορα μέτρα για την παύση και μη επανάληψή της. Επιπρόσθετα, το δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια της πρωταρχικής ευθύνης που φέρει το άτομο που διέπραξε το αδίκημα σε καμία περίπτωση δεν απαλείφει ούτε αναιρεί την ευθύνη του εργοδότη, που θεωρείται συνυπεύθυνος.  Όσον αφορά την επιδίκαση αποζημιώσεων, η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που προξενήθηκε στην εργαζόμενη λόγω της σεξουαλικής παρενόχλησης επιτεύχθηκε κυρίως μέσα από την πειθαρχική τιμωρία της αναγκαστικής συνταξιοδότησης του εναγόμενου, μιας και η χρηματική αποζημίωση καθορίστηκε σε μόλις 5.000 ευρώ, μία μάλλον χαμηλή αποζημίωση για να δοθεί η αναγνώριση που αρμόζει σε περιπτώσεις ηθικής ζημιάς, χωρίς να συνυπολογιστεί το υπερβολικό του χρόνου εκδίκασης της υπόθεσης, που διήρκησε δέκα χρόνια.

Από τη σύντομη παρουσίαση των δυο υποθέσεων, προκύπτει ότι εκτός από την τεράστια γεωγραφική απόσταση μεταξύ των δύο χωρών, είναι πολύ μεγάλη και η απόσταση που χωρίζει τις δύο αποφάσεις ως προς το περιεχόμενο και τα χαρακτηριστικά τους. Ωστόσο και οι δύο αποφάσεις, μπορούν να θεωρηθούν ιδιαίτερα καινοτόμες σε εθνικό επίπεδο, με πρωτοποριακό περιεχόμενο και καταλυτικές επιπτώσεις, όχι μόνο για τα νομικά δεδομένα της κάθε χώρας, αλλά και ως προς τις κοινωνικές τους διαστάσεις, ως πηγή δηλαδή μεταρρύθμισης και αλλαγής. Την ίδια ωστόσο στιγμή εγείρουν ερωτήματα αναφορικά με τις προϋποθέσεις για μία κριτική προσέγγιση τόσο των σχετικών αποφάσεων όσο και των υφιστάμενων νομοθεσιών. Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι καινούργια και δεν αφορούν αποκλειστικά τις διαφορές ως προς τη διεκδικητική βάση της κάθε κοινωνίας, που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό και το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο, αλλά τους διαφορετικούς τρόπους κατανόησης της έννοιας της έμφυλης βίας, που αντανακλάται και στο νομικό λόγο, ο οποίος, στις περισσότερες περιπτώσεις, φαίνεται να είναι ξεκομμένος από τον φεμινιστικό. Στο πλαίσιο αυτό, ενώ η έννοια της διάκρισης λόγω φύλου αποτέλεσε τη βάση των νομοθετημάτων για τη σεξουαλική παρενόχληση και οδήγησε σε μία πλούσια νομολογία, η σεξουαλική παρενόχληση ως μορφή έμφυλης βίας έχει προσδιοριστεί ελάχιστα από τη νομοθεσία και τη νομολογία.