της Φλώρας Νικολιδάκη
Ζούμε στην εποχή, που το γυναικείο φύλο σημειώνει τη μεγαλύτερη συμμετοχή στην οικονομία του καπιταλισμού, στο σύνολο της ιστορικής του πορείας. Υπάρχουν άραγε κάποια σημάδια που δείχνουν την επίδραση αυτού του γεγονότος, στις παγιωμένες ανδροκρατικές αντιλήψεις για την εργασία και την οικονομία?
Θέσαμε 4 ερωτήματα, σε 3 πολιτικά στελέχη που ασχολούνται συστηματικά με τη θεωρία της οικονομίας. Μετά τις απαντήσεις του Γιάννη Μηλιού στο πρώτο μέρος, διαβάστε παρακάτω τις απαντήσεις του Χρήστου Λάσκου
1. Το σύστημα της μαζικής παραγωγής αγαθών, δια της καθετοποιημένης διαδικασίας (Tailor), για μεγάλο χρονικό διάστημα απαιτούσε μεγάλες εγκαταστάσεις, σε συγκεκριμένο χώρο και χιλιάδες εργατικά χέρια σε ενιαία λειτουργία με τα μηχανήματα. Αυτός ο τύπος παραγωγής είναι ακόμη και σήμερα κυρίαρχος, παρά την εισαγωγή της νέας τεχνολογίας. Πιστεύετε ότι στην εποχή μας, με δεδομένη την κρίση υπερσυσσώρευσης, θα μπορούσαν οι ανάγκες σε υλικά κυρίως αγαθά, να καλυφθούν με τοπικές, μικρές και προσαρμοσμένες στο χώρο, λειτουργίες παραγωγής; Στην περίπτωση αυτή ποιος θα ήταν ο ρόλος της τεχνολογίας;
Νομίζω πως ο τύπος παραγωγής, που κυριάρχησε σε μεγάλο τμήμα του 20ού αι., αυτός που έμεινε στην ιστορία ως φορντιστικό-τεϋλοριστικό πρότυπο, σήμερα εμφανίζεται να επικρατεί κυρίως σε μέρος των αναδυόμενων οικονομιών, με την Κίνα ως χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, που συνδυάζει στοιχεία αυτού του μοντέλου με συνθήκες άγριας πρωταρχικής συσσώρευσης. Αντίθετα, στην επικράτεια του ανεπτυγμένου καπιταλισμού -και στην Ελλάδα- έχουμε εδώ και κάποιο καιρό την κυριαρχία μοντέλων οργάνωσης της παραγωγής, που από πολλές απόψεις βρίσκονται στους αντίποδες του φορντισμού.
Πράγμα που έχει επιπτώσεις, οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ το στενό χώρο της παραγωγής. Χαρακτηριστικά θα μπορούσε να αναφερθεί η επίπτωση σε ό,τι αφορά τον τύπο του εργαζόμενου, που κυριαρχεί υπό τις νέες συνθήκες, και που χαρακτηρίζεται από επισφάλεια, χαμηλές αμοιβές και, ταυτόχρονα, σε αριθμούς πρωτοφανείς στην ιστορία του καπιταλισμού, υψηλή μόρφωση και πολύ ανεπτυγμένες δεξιότητες. Πρόκειται για μια πολυπληθή και δυνάμει εξαιρετικά παραγωγική –όχι μόνο και όχι κυρίως με τη στενά οικονομική έννοια- εργατική τάξη, η οποία, από τις ίδιες τις τωρινά κυρίαρχες ιδιότητες του ύστερου καπιταλισμού συμπιέζεται ασφυκτικά. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η πρόβλεψη του Μαρξ σχετικά με τις παραγωγικές σχέσεις, που υποβοηθούν την εκκίνηση της κοινωνικής επανάστασης, λόγω των ακραίων περιορισμών που θέτουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ισχύει κατεξοχήν για την ζωντανή παραγωγική δύναμη, που αποτελεί η σύγχρονη παγκόσμια εργατική τάξη.
Ένα άλλο στοιχείο της παρούσας κατάστασης, άμεσα συνδεδεμένο με το προηγούμενο, είναι και η προϊούσα ραγδαία κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους, που είχε συνδεθεί με την φορντιστική περίοδο. Γι’ αυτό –για «αντικειμενικούς», δηλαδή λόγους- η Αριστερά δεν μπορεί παρά να προσανατολιστεί σε κάτι πολύ περισσότερο από την υπεράσπισή του. Θέλω να πω πως η τωρινή φάση του καπιταλισμού, ιδίως μετά από το ξέσπασμα της καταστροφικής κρίσης υπερσυσσώρευσης, καλεί σε πολύ ριζικότερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς και κάνει το αίτημα του κομμουνισμού όχι, απλώς, επίκαιρο, αλλά επιτακτικό.
Βάσει αυτών, λοιπόν, η παραγωγή δεν μπορεί παρά να λειτουργεί σε κλίμακα τέτοια που, εκτός των άλλων θα πρέπει να μην εμποδίζει τη δυνατότητα αυτοπραγμάτωσης αυτών που απασχολεί. Αντίθετα θα πρέπει να την ενδυναμώνει. Και είναι προφανές πως το εργοστάσιο της φορντιστικής εποχής είναι ό,τι περισσότερο αντίθετο σε μια τέτοια προοπτική. Η μικρή και προσαρμοσμένη όχι μόνο στο χώρο, αλλά και στους ανθρώπους, κλίμακα, δίνοντας μεγαλύτερο έδαφος στις αυξημένες γνώσεις και δεξιότητες, που διαθέτουν, εν τέλει, μπορεί να είναι και περισσότερα παραγωγική.
Αυτά, σε συνδυασμό με την οικολογική διάσταση της μικρής κλίμακας και τη δυνατότητα που παρέχει αυτή για δημοκρατική αυτοδιεύθυνση και κοινωνικό έλεγχο, την κάνουν, νομίζω, όχι μόνο κατάλληλη για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών ήδη από σήμερα, αλλά και προνομιακή μορφή στην πορεία προς μια πραγματικά χειραφετημένη κοινωνία.
Από αυτήν την άποψη, είναι δεδομένο πως οι πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις δίνουν μεγάλες δυνατότητες για το δημοκρατικό σχεδιασμό της παραγωγής από αυτοδιαχειριζόμενες μονάδες μικρής σχετικά κλίμακας. Κυρίως, όμως, θα πρέπει να κρατήσουμε πως η ίδια η τεχνολογία «παράγεται» από τις δομές που έρχεται να υπηρετήσει. Επομένως, η τεχνολογία είναι περισσότερο κοινωνική δημιουργία παρά αυτόνομο «τεχνικό» προϊόν.
2.Ποια είναι η θέση μιας χώρας όπως η Ελλάδα, στο σύστημα της οικονομίας κλίμακας; Η ερώτηση έχει σχέση με το γεγονός ότι ακόμη και πριν την κρίση, ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός της χώρας μας, δεν έφτανε τα 4.000.000 ανθρώπους.
Η Ελλάδα λόγω των γεωγραφικών της χαρακτηριστικών είναι σχεδόν υποχρεωμένη να επενδύσει σε δομές μικρής κλίμακας σε ό,τι αφορά κυρίως τον πρωτογενή της τομέα. Πράγμα που γίνεται ακόμη επιτακτικότερο αν σκεφτούμε πως οι τύποι αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, στα οποία έχει μέλλον η χώρα μας, δεν είναι, προφανώς, το μαλακό σιτάρι ή το βαμβάκι, αλλά εξειδικευμένες και ποιοτικές καλλιέργειες, που δεν προσφέρονται για παραγωγική διαδικασία μεγάλης κλίμακας.
Ακόμη και στο βιομηχανικό τομέα φαίνεται πως οι προοπτικές που ανοίγονται δεν αφορούν δομές μεγάλης κλίμακας, αν σκεφτούμε επιπρόσθετα τα προβλήματα που έχουν σχέση με τις οικολογικές διαστάσεις της ανάπτυξης και τα ιδιαίτερα έντονα φαινόμενα οικονομικού υδροκεφαλισμού, που χαρακτηρίζουν την Ελλάδα.
Ο αριθμός που δίνετε για τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό δεν ευσταθεί. Λίγο πριν το 2008 είχε ξεπεράσει τα 5500000, με σημαντική, μάλιστα, συμμετοχή της γυναικείας εργατικής δύναμης.
3.Με βάση το παραπάνω ερώτημα, θα μπορούσατε να μας περιγράψετε τον τρόπο που η σύγχρονη θεωρητική σκέψη αντιμετωπίζει την ανάγκη και το δικαίωμα μιας μικρής χώρας να υπάρχει με τις δικές της εθνολογικές, πολιτιστικές, γεωγραφικές και κοινωνικές ιδιομορφίες; Έχει το δικαίωμα μιας συμμετοχής στο παγκόσμιο γίγνεσθαι με βάση τα χαρακτηριστικά που σας ανέφερα, ή εξ’ ανάγκης (;) θα πρέπει ίσως και βίαια να συνδράμει με την ύπαρξή της σε κάποιο διαφορετικά σχεδιασμένο αποτέλεσμα;
Ήδη από την απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα έχω τοποθετηθεί, νομίζω. Η Ελλάδα –και κάθε αντίστοιχη περίπτωση- έχει όχι μόνο «δικαίωμα» σε επιλογές, αλλά αυτές αποτελούν και το μοναδικό δρόμο για να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες, πολύ περισσότερο για να κινηθεί σε δρόμους καθολικής κοινωνικής χειραφέτησης.
Αυτό, ωστόσο, σε καμιά περίπτωση, δεν σημαίνει πως υπάρχουν επιλογές «αυτάρκειας» και «εθνικών δρόμων», του είδους, που ένας ορισμένος τριτοκοσμισμός όχι πολύ παλιά προέτασσε ως μονόδρομο σχεδόν. Το επισημαίνω γιατί η σύνολη συζήτηση στο εσωτερικό της αριστεράς στα χρόνια της κρίσης περιλαμβάνει και εθνικές επιλογές αυτοκτονικού, κατά τη γνώμη μου, απομονωτισμού.
Ο πολιτικός χώρος στον οποίο ανήκω με σαφήνεια και διεθνιστική «εμμονή» αντιλαμβάνεται πως το στοίχημα του ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού, οι «ψίθυροι» για τον οποίο ακούγονται όλο και εντονότεροι τα τελευταία χρόνια, απαιτεί μεγάλες επικράτειες εφαρμογής –η μόνη περίπτωση όπου το «μεγάλο» είναι επιθυμητό και αναγκαίο. Αν ο σοσιαλισμός σε μια χώρα ήταν φενάκη στη δεκαετία του ’20 είναι σε πολλαπλάσιο βαθμό σήμερα.
Και μιλάω για σοσιαλισμό γιατί τα θέματα που θέτετε είναι σχετικά με τη σοσιαλιστική στρατηγική, αλλά και, ακόμη, γιατί το ζήτημα, όπως ήδη έχω πει, του ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού στο πλαίσιο της τετραπλής –οικονομικής, διατροφικής, ενεργειακής και, κυρίως, οικολογικής- κρίσης γίνεται επιτακτικό επί ποινή πλανητικής αποκάλυψης.
Δεδομένου πως ο σοσιαλισμός δεν είναι, εν τέλει και πριν απ’ όλα, παρά η δημοκρατία παντού, η προβληματική σας, έστω και αν δεν τον ονομάζει, τον υπαινίσσεται συνεχώς.
4.Τέλος θα μπορούσατε να μας περιγράψετε τη θέση της αριστεράς που εκπροσωπείτε για το προηγούμενο ερώτημα;
Σε συνέχεια των όσων ήδη ανέφερα, ο συντονισμός των κοινωνικών κινημάτων σε ευρωπαϊκή και μεσογειακή –καταρχήν- κλίμακα, οι ενωτικές πρωτοβουλίες της αριστεράς και του χώρου της ριζοσπαστικής οικολογίας, η συνεργασία, ακόμη, των περιοχών που έχουν πολύ κοινά προβλήματα στην παρούσα φάση –όπως, π.χ., ο ευρωπαϊκός νότος, προτάγματα εφικτά και διεκδικήσιμα μπορούν να είναι η εκκίνηση για έναν προσανατολισμό σε κατεύθυνση εντελώς αντίρροπη αυτής που επιβάλλουν δια πυρός και σιδήρου οι κυρίαρχες τάξεις στον κόσμο και στην Ευρώπη.
Πολύ περισσότερο που οι επιλογές των κυρίαρχων είναι πολύ αμφίβολο κατά πόσο συμβάλλουν μεσοχρόνια στην ομαλή και διατηρήσιμη αναπαραγωγή του ίδιου του καπιταλισμού. Η αίσθηση του αδιεξόδου, που, με καταστρεπτικό τρόπο, έχει γίνει στοιχείο της συνείδησης του μέσου ανθρώπου στη σημερινό κόσμο, είναι αποτέλεσμα του πραγματικού συστημικού αδιεξόδου. Κι αυτό δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη καλό νέο. Γιατί τα κοινωνικά συστήματα, κατά την πτώση τους, ιστορικά παράγουν ακραία καταστρεπτικά αποτελέσματα για τους ανθρώπους που ζουν τους «ενδιαφέροντες καιρούς». Για να το πώς, αλλιώς, αν δεν γίνει κάτι άλλο θα υλοποιηθεί το κακό σενάριο.
Και, προκειμένου να γίνει κάτι άλλο, η αξιακή συνεισφορά του φεμινισμού και της οικολογίας είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση. Και όχι μόνο η πρακτική εμπειρία ή το άμεσο «βίωμα» -καθοριστικότατη είναι και η ήδη υπάρχουσα επιστημονική παραγωγή στους τομείς αυτούς, με προεξάρχουσα αυτή των φεμινιστικών οικονομικών. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να μιλήσουμε και σχετικά με αυτά. Προφανώς, σε μια άλλη συνέντευξη και με τη συνδρομή του Τσακαλώτου, που «το έχει» πολύ.