της Ιωάννας Σωτήρχου
«Καιρός ναυτίας, – έλεγε – δηλώσεις, τυμπανοκρουσίες, μετέωρα επίθετα, νύχτες βαθιές, ξαγρυπνισμένες μπροστά σ’ έναν τεράστιον ουρανό, απόρθητον από έλλειψη ενδιαφέροντος». «Κρίση»,
Γιάννης Ρίτσος
Δεν είναι άγνωστη η σεξουαλική κακοποίηση των ανηλίκων στη χώρα μας. Με δράστες συχνά από τον στενό οικογενειακό και ευρύτερο περίγυρο, αλλά και τους «αόρατους» κινδύνους που απορρέουν από το Διαδίκτυο στην πιο σύγχρονη εκδοχή. Δεν είναι άγνωστη, αλλά καλά κρυμμένη, πίσω από τόνους εθελοτυφλίας, άγνοιας και προκατάληψης. Αυτό που είναι άγνωστο ωστόσο είναι η δικαιοσύνη για τα θύματα, όπως μαρτυρεί ακόμη μια δικαστική απόφαση – «Στα… πούπουλα οι βιαστές 14χρονης στο Ωραιόκαστρο», «Εφ.Συν.» 31/10/2014. Και αυτό που παραμένει το ζητούμενο είναι τα θύματα να μη βιάζονται ξανά: τη δεύτερη φορά κατά τη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης. Σε αυτό ακριβώς το σημείο αποτελεί σημαντική συμβολή το βιβλίο «Τα παιδία καταθέτει – Η δικανική εξέταση ανήλικων μαρτύρων, θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης» της Ολγας Θεμελή, επίκουρης καθηγήτριας εγκληματολογικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Τόπος».
Στη συζήτησή μας, φωτίζει τους λόγους που αναγκάζουν τα παιδιά, την πιο ευάλωτη κοινωνική ομάδα, να μη φανερώνουν ποτέ τον βιασμό τους: γι’ αυτό και αποτελεί το κατ’ εξοχήν αφανές έγκλημα. Και το χειρότερο; Αποκαλύπτει τις ευθύνες ενός κρατικού μηχανισμού, τραγικά ανεπαρκούς και εντελώς ακατάλληλου να διαχειριστεί ένα τόσο λεπτό ζήτημα ώστε η διαμεσολάβησή του να συνιστά «κρατική κακοποίηση» που συντελεί στην περαιτέρω θυματοποίησή τους…
Σε ποιο άλλο δικαιικό σύστημα προβλέπεται ένας εισαγγελέας ανηλίκων για τη μεγαλύτερη περιφέρεια της χώρας, επιφορτισμένος παράλληλα με πολλαπλές αρμοδιότητες αυξημένης ευθύνης; Πού αλλού, αν και υπάρχει διάγνωση κακοποίησης, δεν υφίσταται η δυνατότητα παραπομπής σε εξειδικευμένη υπηρεσία γιατί απλά δεν υπάρχει τέτοια δομή;
Πώς προέκυψε η ιδέα του βιβλίου;
«Τα παιδία πονάει όταν καταθέτει». Οι ανήλικοι συνθλίβονται όταν εμπλέκονται στη μηχανή του ποινικού μηχανισμού είτε ως θύτες είτε ως θύματα. Άλλωστε το Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης έχει επινοηθεί από μεγάλους για μεγάλους, αγνοώντας -συχνά επιδεικτικά- την παράμετρο της ανηλικότητας. Ο πόνος που εκφράζουν με τον τρόπο τους τα παιδιά των οποίων παραβιάστηκε η γενετήσια ελευθερία, και στη συνέχεια παραβιάζονται -στο όνομα της ανεύρεσης της ουσιαστικής αλήθειας- πλήθος άλλων δικαιωμάτων τους, έδωσε την κύρια ιδέα ύφανσης του βιβλίου.
Επιπλέον, στη χώρα μας, σε αντίθεση με την πλειονότητα των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών, δεν έχουν συνταχθεί ένας κώδικας δεοντολογίας, καθώς και ένα πρωτόκολλο εξέτασης κακοποιημένων παιδιών, ενώ δεν υπάρχει ένα διαγνωστικό κέντρο κακοποίησης ανηλίκων. Τη στιγμή μάλιστα που σε άλλες χώρες ενισχύονται οι διεπιστημονικές δομές για την κακοποίηση και την παραμέληση των ανηλίκων, στη δική μας πολιτεία καταργούνται ή στην καλύτερη περίπτωση συρρικνώνονται δραματικά οι ελάχιστες δομές παιδικής προστασίας. Γνωρίζετε ότι στη χώρα μας δεν υπάρχει ένας κεντρικός επίσημος φορέας καταγραφής των περιστατικών, ούτε καν αντιμετώπισής τους, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο; Ότι δεν θεωρείται αναγκαία η εκπαίδευση των επαγγελματιών που δουλεύουν με κακοποιημένα παιδιά;
Σε ποιο άλλο δικαιικό σύστημα προβλέπεται ένας εισαγγελέας ανηλίκων για τη μεγαλύτερη περιφέρεια της χώρας, επιφορτισμένος παράλληλα με πολλαπλές αρμοδιότητες αυξημένης ευθύνης; Πού αλλού, αν και υπάρχει διάγνωση κακοποίησης, δεν υφίσταται η δυνατότητα παραπομπής σε εξειδικευμένη υπηρεσία γιατί απλά δεν υπάρχει τέτοια δομή;
Σε ποια άλλη ευνομούμενη πολιτεία, τα παιδιά που απομακρύνονται από το οικείο πλαίσιο οδηγούνται για να παραμείνουν, ακόμα και για μήνες, σε θαλάμους νοσηλείας των παιδιατρικών κλινικών αν και υγιή; Τα παραπάνω δεν συνιστούν «κρατική» κακοποίηση;
Λέτε ότι η «όποια προσπάθεια αποκάλυψης της κακοποίησης χτυπά σε φλέβες βαθιές, γι’ αυτό και η εξόρυξη του μυστικού απαιτεί περίτεχνους και επιδέξιους σκαπανείς». Πώς είναι δυνατό τα παιδιά να επιλέγουν τη σιωπή;
Η σεξουαλική παραβίαση στα πρώιμα χρόνια συμπαρασύρει όλες τις διαστάσεις της ζωής του θύματος, το οποίο συνήθως επιλέγει τη σιωπή, ύστατη καταφυγή από τα δεινά του τραύματος, από το έσχατο συναίσθημα του πόνου. Σύμφωνα με ερευνητικά αποτελέσματα, το 30 με 80 τοις εκατό των παιδιών αρνείται να αποκαλύψει τη θυματοποίησή του μέχρι την ενηλικίωσή του. Αλλά ακόμα και κατά την ενήλικη ζωή η πλειονότητα των θυμάτων δεν θα μιλήσει ποτέ.
Η ολοκληρωτική επιβολή του δράστη, η υποταγή, η μαθημένη αβοηθησία, η παγίδευση, ο συμβιβασμός, αλλά και ο φόβος αντιποίνων, η δημιουργία συναισθημάτων ντροπής και συνενοχής αποτελούν τις σημαντικότερες αιτίες της απόκρυψης. Η γονεϊκή αντίδραση, ιδίως της μητέρας, διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο. Οι ανήλικοι καλούνται συχνά να διαχειριστούν ένα ακόμα τραύμα, αυτό της προδοσίας.
Όσο πιο στενή η σχέση με τον θύτη τόσο πιο απίθανη η αποκάλυψη. Όταν ο δράστης είναι και ο φροντιστής του ανηλίκου, τότε ο ιδιαίτερος δεσμός που τον συνδέει μαζί του και η ανάγκη για τη διασφάλιση της ακεραιότητας της οικογένειας απομακρύνουν την πιθανότητα φανέρωσης της αλήθειας. Το κόστος της αποκάλυψης φαντάζει μεγαλύτερο από αυτό της απόκρυψης. Το θύμα εισέρχεται τελικά σε μια «φάση αποφυγής» και επιλέγει ως έξοδο φυγής την απώθηση. Έχει ειπωθεί ότι η απώθηση «είναι η τέχνη τού να γνωρίζεις πώς να μη γνωρίζεις». Για όσους θυματοποιήθηκαν ως παιδιά, η άρνηση επιστρατεύεται ως η πιο εύκολη λύση καθώς η παραδοχή της αλήθειας φαντάζει οδυνηρότερη.
Χαρακτηρίζετε το σκηνικό στο οποίο καλούνται να καταθέσουν τα παιδιά «καφκικό». Τι εννοείτε;
Τα ανήλικα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης καλούνται περισσότερες από μία φορές να μιλήσουν για την πιο τραυματική εμπειρία της ζωής τους σε άτομα που δεν γνωρίζουν καθόλου. Προανάκριση, κύρια ανάκριση, ακροαματική διαδικασία, πραγματογνωμοσύνη, ιατροδικαστική εξέταση κ.ά. συνθέτουν ένα τρομακτικό, γι’ αυτό και καφκικό σκηνικό, με πρωταγωνιστή τον ανυποψίαστο για όσα λαμβάνουν χώρα ανήλικο. Πρόκειται για μια εξαιρετικά δυσχερή και συνάμα επώδυνη διαδικασία που οδηγεί στον επανατραυματισμό του θύματος. Οι επαγγελματίες ανάλογα με την προσέγγιση που θα ακολουθήσουν ενδέχεται να επηρεάσουν, να παραπλανήσουν, να υπονομεύσουν, να καθοδηγήσουν, να πληγώσουν. Ένα παιδί μπορεί να κληθεί να καταθέσει αναρίθμητες φορές στο αστυνομικό τμήμα, μπορεί να χρειαστεί να μιλήσει σε δεκάδες επαγγελματίες, μπορεί να περιμένει ακόμα και οκτώ χρόνια μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεσή του.
Αξίζει να θυμίσουμε ότι έχουν παρέλθει περίπου 8 χρόνια από τη δημοσίευση του νόμου 3625/2007 (ΦΕΚ Α’’ Τ. 290/24-12-2007) που μεταξύ άλλων προβλέπει τον διορισμό κατά την προανακριτική διαδικασία ως πραγματογνώμονα, παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου, τη χρησιμοποίηση εκ μέρους του κατάλληλων διαγνωστικών μεθόδων και τη βιντεοσκόπηση της κατάθεσης του ανηλίκου προκειμένου να αποφευχθούν οι πολλαπλές καταθέσεις. Δυστυχώς οι προβλέψεις του νόμου έμειναν γράμμα κενό…
Πολλοί αμφισβητούν την αξιοπιστία των ισχυρισμών των παιδιών για τη σεξουαλική τους παραβίαση. Κατά μία άποψη τα παιδιά είναι «μάρτυρες δεύτερης κατηγορίας»; Τι απαντάτε;
Είναι αλήθεια ότι τα παιδιά αντιμετωπίζονται συχνά σε σχέση με τους ενήλικες μάρτυρες με μεγαλύτερη δυσπιστία καθώς, σύμφωνα με τις παραδοσιακές αντιλήψεις, οι οποίες δυσχεραίνουν σημαντικά την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, δεν έχουν την ίδια παρατηρητική και μνημονική ικανότητα, είναι πιο ευάλωτα στις καθοδηγητικές ερωτήσεις και παρουσιάζουν δυσκολίες στο να διακρίνουν τόσο την πραγματικότητα από τη φαντασία όσο και την αλήθεια από το ψέμα.
Ωστόσο η μελέτη της διεθνούς βιβλιογραφίας αποδεικνύει περίτρανα ότι είναι η έκθεση των παιδιών σε διαδικασίες επώδυνες που ευθύνεται για την ευαλωτότητά τους και όχι η ηλικιακή τους ανωριμότητα.
Παρά τις δυσκολίες που συναντούν τα παιδιά μικρότερης κυρίως ηλικίας, υπάρχουν δυνατότητες υπέρβασής τους, προκειμένου να υποστηριχθεί η ανήλικη μαρτυρική κατάθεση. Εάν η επιστημονική κοινότητα έχει καταλήξει σε ένα ασφαλές συμπέρασμα σχετικά με τη λειτουργία των γνωστικών μηχανισμών και τη σύνδεσή τους με τη δικανική εξέταση, αυτό είναι τούτο: τα παιδιά δεν είναι μάρτυρες δεύτερης κατηγορίας.
Κάθε σας κεφάλαιο αρχίζει με λίγους στίχους ποίησης. Πώς συνυπάρχει η ποίηση με τον επιστημονικό λόγο, σε μια τέτοια μάλιστα θεματική;
Την αλήθεια και τη συμπυκνωμένη σοφία της ποίησης δεν τη φτάνει η επιστήμη. Πόση αλήθεια κρύβει η κουβέντα του Σαραντάρη: «Κατάγομαι από τα παιδικά μου χρόνια / όπως από μια χώρα». Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι μόνη πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία!
Ποιος επιστήμονας μπορεί να περιγράψει καλύτερα από τον ποιητή την αγωνία του επαγγελματία να διαπεράσει τη σιωπή και να σκάψει στα ενδότερα του ψυχικού πόνου του παιδιού:
«Πώς το κέλυφος τούτο να διαπεράσεις με το ξίφος του δήθεν τελειωμένου ανθρώπου; Πώς να κατεβείς βαθιά, απ’ τα διάφανα μάτια των παιδιών, στον πρώτο θάνατο»; (Γ. Θ. Βαφόπουλος).
Στον τόπο μας, μόνον η δημοσιότητα κάποιων σχετικών περιστατικών και ο ατυχής τους χειρισμός ανακινούν στιγμιαία το ενδιαφέρον με διακηρυκτικού τύπου τοποθετήσεις και υποτυπώδη ευχολόγια.
Η προστασία της τραυματισμένης ανηλικότητας, σε κρίσιμες μάλιστα εποχές αποδόμησης των δικαιωμάτων, δεν είναι εφικτή με θεωρητικές προσεγγίσεις και στείρες επιστημονικές προτροπές. Η δικαιοκρατική κουλτούρα δεν εντέλλεται μηχανιστικά με διατάξεις νόμων, πανηγυρικές διακηρύξεις και πρόσκαιρους εορτασμούς παγκοσμίων ημερών.
«Τα παιδία καταθέτει», «πονάει» και «διψάει για γνήσιο ουρανό», για ουσιαστική προστασία των δικαιωμάτων τους.
Η πολιτεία ωστόσο κωφεύει και συχνά επαναθυματοποιεί.
Εμπλουτισμός της γνώσης
Σε ποια βασικά ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει το βιβλίο σας;
Πόσο εύκολα αποκαλύπτει ένα παιδί τη σεξουαλική του παραβίαση; Τι είναι η δικανική εξέταση και τι περιλαμβάνει; Ποιοι οι βασικοί κανόνες και η δεοντολογία που τη διέπουν; Ποιες τεχνικές και ποια εξωλεκτικά βοηθήματα μπορεί να χρησιμοποιηθούν; Τι είδους ερωτήσεις μπορεί να γίνουν και πώς πρέπει να διατυπωθούν; Τι μπορεί να θυμηθεί ένα παιδί και πόσο ακριβής μπορεί να είναι η μνήμη του; Πώς μπορεί να διερευνηθεί αν λέει την αλήθεια; Πώς θα καταστεί δυνατή η ελαχιστοποίηση του τραύματος που προκαλείται στο παιδί κατά την εμπλοκή του σε ποινική διαδικασία;
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα στα οποία προσπαθεί να απαντήσει το βιβλίο, επιδιώκοντας να συνεισφέρει στον εμπλουτισμό της γνώσης για την προστασία της ανηλικότητας. Απευθύνεται κυρίως σε επαγγελματίες του Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης και της ψυχικής υγείας· μπορεί ωστόσο να ενδιαφέρει και άλλες ομάδες…
Θύμα, ένα στα δέκα παιδιά
«Περίπου ένα στα τριάντα παιδιά είναι θύμα απόπειρας βιασμού, ενώ ένα στα δώδεκα είχε στη ζωή του μια εμπειρία σεξουαλικής βίας με σωματική επαφή. Ο καθένας μας γνωρίζει στον κοινωνικό του περίγυρο 15-20 παιδιά. Δεν μας περνάει όμως από τον νου ότι ένα από αυτά είχε μια τέτοια εμπειρία. Τείνουμε να πιστεύουμε ότι αφορά κάποιους άλλους, αλλά αφορά όλη την κοινωνία. Μας αφορά όλους. Επειδή η σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που εκδηλώνεται με την ίδια συχνότητα ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη, εισόδημα, επίπεδο μόρφωσης ή άλλα φυλετικά κριτήρια», μας λέει ο διευθυντής Ψυχικής Υγείας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, Γιώργος Νικολαΐδης, δίνοντάς μας τα στοιχεία από την πανελλαδική έρευνα του ινστιτούτου σε περισσότερα από 15.300 παιδιά ηλικίας 11, 13 και 16 ετών.
Σύμφωνα με αυτήν, ένα στα δέκα παιδιά τον τελευταίο χρόνο της ζωής τους ανέφεραν μια εμπειρία σεξουαλικής βίας. Οταν ρωτήθηκαν για ολόκληρη την παιδική τους ηλικία, τότε σχεδόν ένα στα έξι ανέφερε ότι είχε υποστεί σεξουαλική κακοποίηση, ιδίως τα αγόρια εφηβικής ηλικίας. Ειδικότερα εντοπίστηκε ότι για περίπου το 4,45% των παιδιών τον τελευταίο χρόνο και το 7,6% στη διαδρομή της παιδικής τους ηλικίας η ανεπιθύμητη εμπειρία σεξουαλικής βίας είχε και σωματική επαφή, ενώ για σχεδόν το 2% και το 3%, αντίστοιχα, επρόκειτο για απόπειρα βιασμού. Και παρ’ ότι τα ερωτηματολόγια ήταν ανώνυμα, ο κ. Νικολαΐδης εκτιμά ότι τα πραγματικά νούμερα είναι πολύ πιο υψηλά επειδή τα παιδιά είναι πολύ επιφυλακτικά στις απαντήσεις τους.
Γιατί; «Η μεγαλύτερη δυσκολία στην αποκάλυψη αυτού του είδους κακοποίησης έγκειται στο γεγονός ότι ο δράστης είναι μέσα ή γύρω από την οικογένεια, γνωστοί άνθρωποι που η οικογένεια τους φέρνει σε επαφή με το παιδί και απαιτεί ειδική προσπάθεια για να φέρουμε στο φως αυτή την αθέατη πλευρά», μας λέει.
Επισημαίνει, τέλος, ότι στη χώρα μας αυτά τα παιδιά είναι εντελώς αβοήθητα, αφού εκτός όλων των άλλων δεν υπάρχει κανένα εξειδικευμένο κέντρο παρακολούθησής τους: «Ακόμη και η Τουρκία έχει 10 ειδικά κέντρα…», παρατηρεί…
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών