του Γιάννη Κοντού
Η έρημη πόλη, η Αθήνα, η σιωπή, δύο μοναχικοί άνθρωποι, η Άννα (Άννα Μάσχα) κι ο Κώστας (Κώστας Φιλίππογλου), μια τυχαία συνάντηση, η αγάπη που αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Αυτός είναι ο αφηγηματικός «καμβάς» της, δωρικής απλότητας και συνάμα εξαιρετικά συγκινητικής, ασπρόμαυρης ταινίας της Μαργαρίτας Μαντά Για Πάντα, μιας ταινίας- φόρου τιμής στους Ντράγιερ, Μπρεσόν, Αντονιόνι, Βέντερς και Αγγελόπουλο. Συναντιόμαστε με την σκηνοθέτρια ένα ασυνήθιστα ηλιόλουστο μεσημέρι του Γενάρη, λίγες μέρες πριν την ευρωπαϊκή πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Ρότερνταμ.
Πώς οδηγήθηκες στο μονοπάτι της κινηματογραφικής δημιουργίας;
Κατ’ αρχάς ο πατέρας μου, ο οποίος εργαζόταν ως δημοσιογράφος, ήταν φοβερά σινεφίλ. Μπορεί να έβλεπε και 3 ταινίες την ημέρα. Έφευγε από τα γραφεία της εφημερίδας, στο διάλειμμά του πήγαινε σινεμά, το βράδυ το ίδιο. Εγώ κι ο αδερφός μου, όταν τα Σαββατοκύριακα ήμαστε μαζί του, γιατί οι γονείς είχαν χωρίσει, πηγαίναμε σινεμά. Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές έχω δει τις ταινίες του Σαρλό. Θυμάμαι ότι με είχε πάει να δω τον Πολίτη Κέιν, όταν ήμουν 12-13 χρονών. Ο άλλος λόγος είναι πως, απέναντι από το σπίτι στο Κουκάκι, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, στην οδό Ερεχθείου, βρισκόταν ένα θερινό σινεμά, το Ερέχθειο, και κάθε που άνοιγε η γιαγιά μου μας ανέβαζε στην ταράτσα, μας έφτιαχνε μια γαβάθα ντοματοσαλάτα, για να μείνει ήσυχη, κι εμείς βλέπαμε ταινίες. Εκείνη την εποχή της μόδας στα θερινά ήταν ο Βισκόντι. Δεν τον καταλαβαίναμε, αλλά κάτι πρέπει να συνέβη.
Παράλληλα με το σχολείο, πήγαινα και στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Γυρνώντας, λοιπόν, ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι του Απρίλη, ηλιόλουστο όπως το σημερινό, από το σχολείο, δεν είχα καμία διάθεση να πάω στο άλλο μου σχολείο, είχα διάθεση για κοπάνα. Βλέπω ότι στο Άστυ έπαιζε μια ταινία με τίτλο Κόκκινη έρημος του Αντονιόνι. «Ωραία», λέω, «γουέστερν θα είναι», που μου άρεσαν. Φυσικά δεν επρόκειτο για γουέστερν. Ήμουν 15 χρονών τότε, δεν τα είχα κλείσει ακόμα, κι έφαγα ένα «χαστούκι» τεράστιο. Δεν καταλάβαινα τίποτα από την ταινία, αλλά μου ήταν αδύνατο να φύγω. Όταν βγήκα στην Κοραή, ήμουν σε κατάσταση trance. Νομίζω πως κάπως έτσι ερρίφθη ο κύβος της ζωής μου. Παρότι σπούδασα πολιτικές επιστήμες και γαλλική φιλολογία, συνειδητοποίησα ότι αυτό ήθελα να κάνω. Έτσι, στα 20 γράφτηκα στη Σχολή Σταυράκου και τα πράγματα πήραν το δρόμο τους.
Το Για Πάντα εμπεριέχει πολλή σιωπή. Θα έλεγα πως το σενάριο λειτουργεί περισσότερο επικουρικά. Αυτή ήταν η αρχική σου πρόθεση, να κάνεις, δηλαδή, μια ταινία, όπου ο κεντρικός ήρωας, πέρα από τους δύο πρωταγωνιστές, είναι η σιωπή- κι η πόλη, βέβαια, η Αθήνα;
Απολύτως. Το Για Πάντα γεννήθηκε μέσα μου από την ίδια ανάγκη που είχε γεννηθεί κι η Χρυσόσκονη, να γυρίσω μια ταινία που να έχει ως αφετηρία της την Αθήνα. Προσωπικά νομίζω ότι η Αθήνα είναι μια πολύ μόνη της πόλη, μια πόλη όπου ασελγούν όλοι πάνω της- κάτοικοι, αρχές, οι πάντες. Δεν την αγαπάνε, κι έτσι τη θεωρώ μια πόλη ερημωμένη εσωτερικά. Έχει φασαρία, αλλά αυτό δε σημαίνει ζωή ουσίας. Παρόλα αυτά, είναι μια πόλη τρομακτικά αξιοπρεπής μέσα στη μοναξιά της. Κι επειδή εμένα η Αθήνα είναι το χωριό μου, με πονάει αυτό το πράγμα- πολύ. Είχα, επίσης, την ανάγκη, ως θεατής, επειδή έχω κουραστεί πολύ τα τελευταία χρόνια από όλον αυτό τον ορυμαγδό εικόνων, να επιστρέψω σε πολύ δομικά συστατικά του κινηματογράφου: μια κάμερα ακίνητη, δυο ηθοποιοί. Ήθελα, λοιπόν, να συνθέσω μια ελεγεία πάνω στη σιωπή και να κάνω μια ταινία όπου δεν εικονοποιείται η ιστορία, αλλά οι ίδιες οι εικόνες αφηγούνται μια ιστορία.
Ήθελα, τέλος, να αποτίσω ένα φόρο τιμής σε 5 κινηματογραφιστές, τους «θεμέλιους λίθους», για μένα, του κινηματογράφου, τους πνευματικούς μου δασκάλους: τον Ντράγιερ, τον Μπρεσόν, τον Αντονιόνι, τον Βέντερς και τον Αγγελόπουλο, γι’ αυτό κι η ταινία έχει πολλές αναφορές σε αυτούς τους 5 σκηνοθέτες. Δεν είναι τυχαίο. Το γεγονός ότι υπήρχε μια ηχητική μπάντα σιωπής, που όμως ήθελα να φτιάχνεται από ήχους, όπως οι ήχοι των γλάρων, αυτός είναι ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούσε τον ήχο ο Μπρεσόν. Η αρχιτεκτονική των πλάνων της ταινίας, εξάλλου, έχει πολύ μεγάλη επιρροή από την αρχιτεκτονική των πλάνων των ταινιών του Αντονιόνι.
Το ασπρόμαυρο επιλέχτηκε συνειδητά;
Δεν είναι ασπρόμαυρη η ταινία, εγώ τη δηλώνω έγχρωμη! Είναι ένα πολύ ιδιότυπο, αποχρωματισμένο φιλμ προς το ασπρόμαυρο, όπως είναι κι η Αθήνα. Είναι μόνη της, άλλα άλλο πράγμα η μοναξιά κι άλλο η ερημιά κι η μιζέρια. Αν ήταν έγχρωμη η ταινία αυτή, θα ήταν μια μιζέρια και μισή, πίστεψέ με. Αν ήταν ασπρόμαυρη, θα έπεφτε πολύ «βαριά».Τρεισήμισι άνθρωποι συνεργείο ερημώσαμε την Αθήνα. Ήταν μια low budget παραγωγή, δε μας βοήθησε κανείς, τα υπόλοιπα δεν τα πειράξαμε, ήταν σαν ντοκιμαντέρ.
Η εσωτερική ερήμωση της πόλης αντανακλάται και στους ήρωες, την Άννα (Άννα Μάσχα) και τον Κώστα (Κώστας Φιλίππογλου).
Ακριβώς. Είναι μοναχικοί, αλλά δεν είναι «μοναξιασμένοι». Eίναι φοβερά αξιοπρεπείς μέσα στη μοναξιά τους. Αναζητούν, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο, τρελά την αγάπη- όχι, όμως, υποκατάστατο μοναξιάς, αλλά για αυτή καθεαυτή. Τους θεωρώ εξαιρετικούς και ως ηθοποιούς και ως συνεργάτες και ως φίλους. Την Άννα την ήξερα από παλιά, τον Κώστα τον πρωτογνώρισα στη Χρυσόσκονη. Αυτή η ταινία, πέραν των υπολοίπων ιδιομορφιών της, δεν έχει ούτε κάστινγκ, ούτε ρεπεράζ. Έγραψα πάνω στους συγκεκριμένους ανθρώπους.
Όταν μου ήρθε η ιδέα το 2010, τα δύο πρόσωπα που πρώτα σκέφτηκα ήταν η Άννα κι ο Κώστας. Τους πήρα τηλέφωνο και τους μίλησα για την ιδέα μου: «μάλλον με τρεις κι εξήντα θα κάνουμε την ταινία, αν τα καταφέρουμε. Είσαστε οκ να γράφει πάνω σας; Γιατί εγώ εσάς βλέπω» «Γράφε», μου είπαν, κι έτσι έγραφα πάνω τους, γι’ αυτό και διατηρούν τα πραγματικά τους ονόματα, κι οι χώροι της ταινίας είναι εκείνοι που τη γέννησαν. Όσον αφορά το physique του Κώστα, ήθελα να είναι ένας άνθρωπος γλυκός, ευγενικός, αξιοπρεπής. Eίναι ο «άχρωμος» άνθρωπος που δε θα γυρίσεις να κοιτάξεις. Ήταν στην κόψη του κινδύνου να θεωρηθεί ματάκιας ή ανώμαλος, που ακολουθεί την Άννα κατά πόδας. Δεν την παρενοχλεί, όμως, απλώς την περιμένει. Αντίστοιχα κι η Άννα, η οποία, για να την ερωτευτεί, έπρεπε να έχει κάτι, όχι κραυγαλέο. Ένα είδος κομψότητας. Οι άνθρωποι που είναι εσωτερικά γοητευτικοί, είναι κι εξωτερικά, άλλωστε.
Αφήνει μια «χαραμάδα» ελπίδας ο τρόπος, με τον οποίο ολοκληρώνεται, με τη συνάντηση των δύο πρωταγωνιστών στο σταθμό του Ηλεκτρικού.
Βλέπεις ελπίδα εσύ στο τέλος της ταινίας;
Αυτή είναι μία ερμηνεία. Μια άλλη θα μπορούσε να είναι ότι πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μια ονειρική συνάντησή και πως ο Κώστας έχει πεθάνει, ας πούμε. Κλείνοντας με το κοινό, τι προσδοκίες έχεις σε σχέση με αυτό; Εκτιμώ ότι η ταινία σου είναι αφηγηματικά βατή, όχι με την έννοια της ευκολίας, πάντως.
Και οι ολίγοι, αλλά εξαιρετικά πολύτιμοι, συνεργάτες μου, και ορισμένοι διανομείς, με τους οποίους ήρθαμε σε επαφή, πιστεύουν πως είναι μια ταινία πολύ δύσκολη για τους θεατές. Σίγουρα δεν είναι εύκολη, αν εύκολο θεωρούμε ό,τι είναι εύπεπτο. Από πολλούς έχω ακούσει τη χαρακτηριστική φράση: «έχεις βάλει πολύ ψηλά τον πήχη για το κοινό», «τους έχεις βάλει δύσκολα». Χαίρομαι, λοιπόν, με αυτό που μου λες, γιατί τρία διαφορετικά κοινά (σημ.: στις Νύχτες Πρεμιέρας, στη Θεσσαλονίκη και στο Κάιρο, όπου απέσπασε βραβείο σκηνοθεσίας) στη συντριπτική τους πλειονότητα συγκινήθηκαν, τουλάχιστον έβγαιναν βουρκωμένοι. Οπότε, μήπως αυτό που θεωρούμε δύσκολο τελικά δεν είναι και τόσο δύσκολο; Μήπως ο «πήχης που μπαίνει ψηλά» είναι κάτι που το έχουμε ανάγκη σε εποχές που μας έχει κατακλύσει η «εύκολη» ευκολία κι ο πήχης που πέφτει, στα πάντα, πάρα πολύ χαμηλά; Μήπως έχουμε ανάγκη κάτι άλλο, πιο δύσκολο, με την έννοια «δε σου πετάω ένα κοκαλάκι, να έρθεις να το γλείψεις και να κάνεις πολλά εισιτήρια, επειδή σε αυτό το κοκαλάκι έχεις μάθει»; Αναρωτιέμαι…
Η φωτογραφία της Μαργαρίτας Μαντά είναι του Νίκου Πηλού.
Η ταινία Για Πάντα της Μαργαρίτας Μαντά προβάλλεται από την Πέμπτη 29 Ιανουαρίου αποκλειστικά στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Ιερά Οδός 48 & Μεγ. Αλέξάνδρου 134, Κεραμεικός).
Πηγή: εναντιοδρομίες