του Γιάννη Κοντού
«Γεννημένο» στους δρόμους της Αθήνας και του Βερολίνου και χρησιμοποιώντας την ανάδυση της νεοναζιστικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής ως κύριο άξονά του, το κοινωνικό-πολιτικό ντοκιμαντέρ Burning from the inside της Μάρσιας Τζιβάρα, μέλους της γερμανικής κινηματογραφικής κολεκτίβας Ak-Kraak, αποκαλύπτει τις φασιστικές δομές που λειτουργούν στην Ελλάδα, από τη σκοπιά των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία. Συζητάμε με την σκηνοθέτρια, ενόψει της πρεμιέρας του ντοκιμαντέρ στα πλαίσια του 17ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την Κυριακή 15 Μαρτίου (αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, 17:30).
Το Burning from the inside αντανακλά, όπως γράφεις και στο επίσημο site της ταινίας, την αγωνία και τα αισθήματά σου για την Ελλάδα και την αηδία σου για όσους προσπαθούν να την καταστρέψουν. Πώς ξεκίνησαν όλα και ποιος είναι ο στόχος του ντοκιμαντέρ;
Ξεκινήσαμε τα γυρίσματα τον Γενάρη του 2013, όταν η Χ.Α αποπειράθηκε να ανοίξει γραφεία εδώ στη Γερμανία και συγκεκριμένα στη Νυρεμβέργη. Αυτό για μας ξεπερνούσε κάθε όριο και δε σου κρύβω ότι η οργή μας υπερέβη την ανασφάλειά μας για όλα τα επικείμενα εμπόδια που ενδεχομένως να βρίσκονταν στο δρόμο μας. Χωρίς συγκεκριμένο πλάνο, χωρίς βοήθεια από κάποιον φορέα και χωρίς λεφτά, αρχικά με τον Demian von Prittwitz, τον οπερατέρ της ταινίας, και εν συνεχεία με μια μικρή ομάδα κινηματογραφιστών-αντιφασιστών από Αθήνα και Βερολίνο, προβήκαμε σε guerilla γυρίσματα που κράτησαν σχεδόν 1.5 χρόνο.
Ο αρχικός στόχος ήταν να αποκαλύψουμε την αληθινή φύση της συμμορίας, αφού τη δεδομένη στιγμή κανείς από τα mainstream media δεν τολμούσε να το κάνει, και παράλληλα να τονίσουμε το παράδοξο που βιώναμε εμείς ως μετανάστες: το να ζούμε στη χώρα που «γέννησε» το ναζισμό και να παρακολουθούμε από μακριά, την αναβίωση του με πρωταγωνίστρια τη χώρα που «γέννησε» τη δημοκρατία. Βασικός στόχος λοιπόν, ήταν να θέσουμε ερωτήματα όσον αφορά τη λειτουργικότητα και εφαρμογή της δημοκρατίας σε μια χώρα τσακισμένη από τη διαφθορά και την καπιταλιστική λύσσα, τον ρόλο των νεοναζί ως κρατικού και παρακρατικού εργαλείου και φυσικά τη θέση της Γερμανίας μέσα σε όλο αυτό.
Ο δεύτερος μεγάλος στόχος ήταν η ευαισθητοποίηση του κοινού απέναντι στους μεγάλους αδικημένους της Ευρώπης-φρούριο: τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Τέλος -χωρίς αυτό να αποτελεί συλλογικό στόχο της ομάδας μας, αλλά ίσως μια προσωπική ανάγκη- ήθελα να δώσουμε μια έμπρακτη απάντηση στις σκληρές κριτικές που κατά καιρούς δεχόμαστε όλοι εμείς που φύγαμε από την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια: ότι εγκαταλείπουμε στα δύσκολα, ότι δεν είμαστε μαχητές, ότι βολευτήκαμε και αδιαφορήσαμε. Η ταινία κατά κάποιο τρόπο απαντάει σε όλους αυτούς, αποδεικνύοντας πως οι αγώνες έχουν πολλαπλές μορφές και πως μέσα σε αυτούς υπάρχει μια θέση για όλους. Αρκεί ο καθένας να βρει τον τρόπο και το πλαίσιο, μέσα στο οποίο μπορεί να δράσει και να προσφέρει.
Το ντοκιμαντέρ σου αποσκοπεί, επίσης, στο να αναδείξει τη σπουδαιότητα της συνύπαρξης «ντόπιων» και μεταναστών. Πόσο εύκολο ήταν να εξασφαλίσεις τη συνδρομή των μεταναστευτικών κοινοτήτων στην πραγματοποίηση της δουλειάς σου;
Η συνδρομή των μεταναστευτικών κοινοτήτων, πολιτικών ομάδων, αλλά και όλων των αντιφασιστικών φορέων που προσεγγίσαμε (γερμανικών και ελληνικών) ήταν άμεση και δυναμική. Όπως είπα και πριν, υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι ανθρώπων που έχουν έντονη πολιτική και κοινωνική δράση και αυτοί οι άνθρωποι μας άνοιξαν τον δρόμο και μας στήριξαν με τα όποια μέσα διέθεταν. Κάτι που ίσως ο πολύς κόσμος δε γνωρίζει, είναι ότι εδώ στο Βερολίνο υπάρχουν διάφορες ομάδες και επιτροπές αλληλεγγύης προς την Ελλάδα, οι οποίες απαρτίζονται από Γερμανούς του αναρχικού ή αριστερού/αντικαπιταλιστικού χώρου και η δράση τους απλώνεται σε ένα ευρύ φάσμα κοινωνικό-πολιτικού αγώνα: Από την συλλογή χρημάτων και φαρμάκων, μέχρι την αποστολή αντιπροσώπων, προκειμένου να στηρίξουν μια σημαντική προσπάθεια. Έχουν βρεθεί κατά καιρούς, αρκετοί Γερμανοί αλληλέγγυοι σε μεγάλες γενικές απεργείς, ή σε μεγάλες αντιφασιστικές δράσεις στην Ελλάδα. Αυτές οι επισκέψεις, εκτός από το να στηρίξουν με την παρουσία τους, αποσκοπούν κυρίως και στο σχηματισμό μιας εικόνας για την Ελλάδα και τα προβλήματα του κόσμου, πέρα από την εικόνα που παρουσιάζουν τα mainstream media. Αυτοί είναι οι άνθρωποι αν θέλεις, που δημιουργούν τον αντίλογο, σε μια χώρα, όπως η Γερμανία, που τον Έλληνα τον έχει συνδέσει με τον φτωχό-τεμπέλη συγγενή που του τρώει τα λεφτά. Σε γενικές γραμμές, όταν λέγαμε ποιοι είμαστε και τι θέλουμε να κάνουμε, οι πόρτες άνοιγαν εύκολα και τους ευχαριστούμε όλους για αυτό.
Βέβαια, για να μην τα παρουσιάζουμε όλα ρόδινα και ουτοπικά, πρέπει να πω ότι υπάρχει και ένα άλλο κομμάτι μεταναστών – που ευτυχώς δε χρειάστηκε να συναναστραφούμε – το οποίο αναπαράγει είτε την καθεστωτική λογική του «βολέματος» που ο Έλληνας ξέρει τόσο καλά, είτε την «απολιτίκ» στάση του «δε μιλάω για να «τα έχω καλά με όλους», είτε ακόμα και το νεοναζισμό. Κάποιοι από αυτούς προσπάθησαν να «λασπώσουν» κατά καιρούς την προσπάθειά μας μέσω των social media και άλλου είδους προπαγάνδας, αλλά το μόνο πραγματικότητα. Η μετανάστευση δε μας κάνει απαραίτητα ούτε πιο ευαίσθητους, ούτε πιο αγωνιστές.
Δεδομένης της διαπλοκής κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών, θέλεις να αναφερθείς στους κινδύνους που το συνεργείο σου κι εσύ αντιμετωπίσατε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων τόσο από την πλευρά της αστυνομίας, όσο και των νεοναζί;
Τα γυρίσματα στην Γερμανία ήταν πολύ πιο εύκολα από ότι τα γυρίσματα στην Ελλάδα. Η βερολινέζικη αστυνομία, χωρίς βέβαια να θέλω να την εξευμενίσω, θεωρείται από τις λιγότερο βίαιες της Γερμανίας και έτσι είχαμε πιο «εύκολη» πρόσβαση στις ομάδες των νεοναζί, χωρίς να κινδυνεύουμε άμεσα. Υπήρχαν στιγμές βέβαια που γινόμασταν στόχος στα μάτια τους, κυρίως λόγω του «μεσσογειακού» παρουσιαστικού μας. Όμως, η αλήθεια είναι πως δε νιώσαμε ποτέ πραγματική απειλή.
Στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ένα μεγάλο πρόβλημα ήταν οτι κάποιοι ήμασταν γνωστοί στους φασιστικούς κύκλους, λόγω της αντιφασιστικής μας δράσης, και δεν ήταν καθόλου εύκολο να τους κινηματογραφήσουμε. Παρόλο που δεν εμφανιζόμασταν ως συνεργείο αλλά ως υποτιθέμενοι «οπαδοί» τους (ακόμα και μεταμφιεσμένοι), κυνηγηθήκαμε όλες τις φορές που προσπαθήσαμε να τους πλησιάσουμε. Πάντα βάβαια, με τις ευλογίες της αστυνομίας. Μετά από μια άσχημη εμπειρία που είχα σε μια συγκέντρωση στα γραφεία τους και συγκεκριμένα όταν γιόρταζαν 1 χρόνο μετά την εκλογή τους στη βουλή, όπου με κυνήγησαν οι μπράβοι που περιφρουρούσαν την συγκέντρωση και προσπάθησαν να μου πάρουν την κάμερα, άρχισα να σκέφτομαι σοβάρά το ενδεχόμενο να σταματήσω αυτές τις απόπειρες, γιατί πια άρχισαν να γίνονται επικίνδυνες. ‘Ετσι, καταφύγαμε στην χρήση πλάνων αρχείου που μας παραχώρησαν αφιλοκερδώς οι αγωνιστές της αυτόνομης ΕΡΤ και της ΕΡΤ3, λύνοντας το πρόβλημα. Όσο για την αστυνομία, δεν έχω λόγια. Σε όλες τις επιθέσεις ήταν παρούσα και έκανε οτι δε βλέπει, ενώ την ημέρα της σύλληψης των χρυσαυγιτών έξω από την ΓΑΔΑ, εφαρμόζοντας ένα πρωτοφανές «σχέδιο ασφαλείας» κατάφερε να με εγκλωβίσει για πάνω από τρεις ώρες (όπως και κάποιους τυχαίους περαστικούς) στο μετρό των Αμπελοκήπων, μαζί με περίπου 200 πωρωμένους νεοναζί που βρίσκονταν εκεί για συμπαράσταση στους χρυσαυγίτες- δολοφόνους! Αυτό είναι το μεγαλείο της ΕΛ.ΑΣ.
Οι βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου αναδεικνύουν, αναπάντεχα ίσως, ως τρίτο κόμμα τη νεοναζιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής. Όπως για άλλη μια φορά αποδεικνύεται, η νεοναζιστική ακροδεξιά σε επίπεδο κοσμοαντίληψης, καθώς και πρακτικών, είναι στέρεα ριζωμένη σε σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Θα ήθελα ένα σχόλιό σου.
Δε μου προκαλεί καμία εντύπωση το εκλογικό αποτέλεσμα και αυτό το λέω με μεγάλη μου λύπη. Όπως υποστηρίζουμε και στην ταινία, ο φασισμός δε γεννήθηκε στην κρίση και ούτε θα πεθάνει με την έξοδο από αυτήν. Και η καραμέλα του «παραπληροφορημένου ψηφοφόρου», εμένα προσωπικά δε μου κάνει. Κατά τη γνώμη μου, η πικρή αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι είναι στρατευμένοι νεοναζί, φασίστες και μαφιόζοι, που υπήρχαν όλα αυτά τα χρόνια ανάμεσα μας και δρούσαν υπόγεια στον κρατικό και παρακρατικό μηχανισμό. Και για αυτή την εξέλιξη, έχουνε ευθύνες όλοι. Ακόμα και η καθεστωτική Αριστερά, γιατί τόσα χρόνια δεν επέδειξε αντιφασιστική δράση, παρά μόνο όταν το πρόβλημα είχε γίνει πια απροσπέλαστο. Για μένα, η Ελλάδα χρειάζεται μια μεγάλη περίοδο «αποναζιστικοποίησης» προκειμένου να φύγει το μικρόβιο από τα σπλάχνα της και αυτό δεν γίνεται από τη μία μέρα στην άλλη. Πρέπει να επενδύσουμε στην παιδεία -όσο κλισέ και να ακούγεται αυτό- στη δημιουργική ενσωμάτωση των μεταναστών και προσφύγων μέσα στην ελληνική κοινωνία, αλλά και στο συλλογικό αγώνα που δίνεται στους δρόμους και στις γειτονιές. Δε θα είναι εύκολα τα πράγματα, αλλά θα τα καταφέρουμε.
Πότε και πού πρόκειται να προβληθεί το Burning from the inside;
Το «Βurning from the inside» είναι μια εντελώς ανεξάρτητη παραγωγή και για αυτό η διανομή του είναι ακόμα κάπως «θολή». Αυτή τη στιγμή, κάνει τον κύκλο του σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο και το Μάρτη θα κάνει την ελληνική του πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Από κει και πέρα, η επιθυμία μας είναι να κάνουμε πολλαπλές παρουσιάσεις σε ελεύθερους κοινωνικούς χώρους σε Ελλάδα και εξωτερικό, προσπαθώντας να αγγίξουμε όσο το δυνατό μεγαλύτερο κοινό.
Το Burning from the inside της Μάρσιας Τζιβάρα προβάλλεται στα πλαίσια του 17ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την Κυριακή 15 Μαρτίου (αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, 17:30) και την Τρίτη 17 Μαρτίου (αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, 22:30).
Το επίσημο site του ντοκιμαντέρ είναι http://www.burningfromtheinsidedoc.com/
Πηγή: εναντιοδρομίες