του Álvaro Guzmán Bastida
Η Nancy Fraser (Βαλτιμόρη, 1947) υπήρξε στην πρώτη γραμμή των φεμινιστικών αγώνων και της κριτικής θεωρίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Η κριτική αυτού που αποκαλεί «νεοφιλελεύθερο φεμινισμό» και οι θεωρίες της σχετικά με την αναγνώριση και την αναδιανομή ως προϋπόθεση για την κατανόηση των κοινωνικών ανισοτήτων έχουν ασκήσει τεράστια επίδραση. Τη συναντήσαμε στο γραφείο της στο τμήμα Φιλοσοφίας της Νέας Σχολής Κοινωνικών Ερευνών στο Μανχάταν, για να συζητήσουμε για την επικράτηση των πολιτικών ταυτότητας στην εποχή μας, τη σημασία του Μπέρνι Σάντερς, του Ντόναλντ Τραμπ και της Χίλαρι Κλίντον, και για ποιο λόγο ένιωσε υποχρεωμένη να εισαγάγει μια τρίτη έννοια – αυτή της «εκπροσώπησης» – στο τελευταίο της βιβλίο (Περιουσίες του φεμινισμού), προκειμένου να εξηγήσει τι είναι αυτό που ταλανίζει τη σύγχρονη κοινωνία, αλλά και πού θα πρέπει να επικεντρωθούν οι αγώνες για να το διορθώσουμε.
Πριν από δεκαπέντε χρόνια γράψατε για έναν όρο που δανειστήκατε από τον Χέγκελ, την «αναγνώριση», λέγοντας ότι ήταν η λέξη-κλειδί εκείνης της περιόδου που ετίθεντο τα ζητήματα της διαφοράς και της ταυτότητας. Πώς τον κατανοούσε ο Χέγκελ και γιατί είναι σημαντικός;
Στον Χέγκελ έχουμε ουσιαστικά δύο δρώντες που συναντιούνται ο ένας με τον άλλο και ο καθένας είναι υποκείμενο, αλλά για να είναι πλήρες υποκείμενο, πρέπει ο καθένας να αναγνωρίζεται από τον άλλο. Καθένας επιβεβαιώνει τον άλλο ως υποκείμενο καθαυτό, που είναι ταυτόχρονα ίσο και διαφορετικό από μένα. Αν και οι δύο άνθρωποι μπορούν να το επιβεβαιώνουν, τότε έχουμε μια αμοιβαία ισότιμη, συμμετρική διαδικασία αναγνώρισης. Αλλά, ως γνωστόν, στη διαλεκτική κυρίου και δούλου αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο με εξαιρετικά ασύμμετρους, άνισους όρους, τους όρους της κυριαρχίας ή υποταγής. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε μη αμοιβαία αναγνώριση.
Γιατί είναι τόσο στη μόδα από τις αρχές της δεκαετίας του 2000;
Έχει σχέση με αυτό που τότε αποκαλούσα μετα-σοσιαλιστική κατάσταση. Αυτή ήταν μια στιγμή στην ιστορία των μεταπολεμικών κοινωνιών, κατά την οποία η προβληματική της διανεμητικής δικαιοσύνης είχε χάσει την ηγεμονική της ικανότητα να οργανώνει τις συντριπτικά μεγαλύτερες πλειοψηφικές μερίδες των κοινωνικών αγώνων και συγκρούσεων. Μέχρι αυτό το σημείο, στη μεταπολεμική περίοδο, αυτό το αναδιανεμητικό παράδειγμα ήταν ηγεμονικό, και σχεδόν όλη η κοινωνική συζήτηση και διαμάχη είχε οργανωθεί με αυτούς τους όρους. Αυτό σήμαινε ότι πολλά ζητήματα ήταν δύσκολο να εισακουστούν. Πολλοί ισχυρισμοί μπήκαν στο περιθώριο επειδή δεν ταίριαζαν με τη διανεμητική γραμματική. Βασικά, αυτό που τώρα μπορούμε να δούμε εκ των υστέρων είναι ότι η άνοδος της πολιτικής της αναγνώρισης συμπίπτει με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός εκτοπίζει στην πράξη το σοσιαλδημοκρατικό φαντασιακό και επιτίθεται στην εξισωτική διανεμητική δικαιοσύνη, ώστε ολόκληρο το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο, αν δεν καταρρέει πλήρως, τουλάχιστον ξεφτίζει, παραπαίει, χάνει την ικανότητά του να οργανώνει τον πολιτικό χώρο και συζήτηση, με αποτέλεσμα να δημιουργείται χώρος για διάφορες διεκδικήσεις και αγώνες αναγνώρισης.
Μας δίνετε μερικά παραδείγματα;
Μετά το 1989, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού και ολόκληρου του σοβιετικού μπλοκ, τι έχουμε; Πολύ σύντομα, την άνοδο του θρησκευτικού ανταγωνισμού, του εθνικού ανταγωνισμού – τώρα πια βρισκόμαστε στο πεδίο της αναγνώρισης, παλιότερα αυτές οι διεκδικήσεις αποκλείονταν. Υπήρξε λοιπόν μια κομμουνιστική εκδοχή της διανεμητικής συζήτησης, η οποία έχει πλέον καταστραφεί. Στη Δύση είναι η απώλεια της σοσιαλδημοκρατικής ηγεμονίας, κάτι που δεν σχετίζεται μόνο με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, αλλά και με αυτό που συνέβη στα νέα κοινωνικά κινήματα που είχαν ξεπηδήσει τη δεκαετία του 1960. Η Νέα Αριστερά είχε μια ριζοσπαστική, θα μπορούσε μάλιστα να πει κάποιος και αντικαπιταλιστική ηθική, γι’ αυτό επικεντρώθηκε και στην αναδιανομή και την αναγνώριση, θα έλεγα με πολύ ριζοσπαστικούς τρόπους. Αλλά καθώς περνούσαν οι δεκαετίες και το είδος του ριζοσπαστικού αντικαπιταλιστικού πνεύματος της Νέας Αριστεράς άρχισε να ξεθωριάζει, αυτό που έμεινε, τα διάδοχα κινήματα – ένα νέο είδος φεμινισμού, ένα νέο είδος αντιρατσισμού, η πολιτική της σεξουαλικότητας των ΛΟΑΤ κινημάτων – έτειναν να αγνοούν την οπτική της πολιτικής οικονομίας και να επικεντρώνονται σε ζητήματα τα οποία θα ανέλυα με όρους στάτους ή αναγνώρισης.
Συνδέετε αυτά τα ζητήματα με τις πολιτικές ταυτότητας. Σε ποιο βαθμό είναι υποτιμητικός ο όρος;
Μέρος αυτού που επιχείρησα να κάνω μέσω της ανάλυσής μου ήταν να διαχωρίσω μια πολύ εύκολη ταύτιση μεταξύ πολιτικών ταυτότητας και πολιτικών αναγνώρισης. Έχω προσπαθήσει να πω ότι οι πολιτικές αναγνώρισης αποτελούν μια απολύτως θεμιτή διάσταση της δικαιοσύνης και ότι οι διεκδικήσεις για την υπέρβαση αυτών των αδικιών είναι σημαντικές. Δεν μπορούν απλώς να αναχθούν σε διεκδικήσεις αναδιανομής όπως θα ήθελε ο χυδαίος μαρξισμός. Ήθελα να υπερασπιστώ τη σημασία, τη νομιμότητα, τη σχετική αυτονομία των διεκδικήσεων αναγνώρισης. Όμως, θέλω να δηλώσω ότι υπάρχουν περισσότεροι από ένας τρόποι για να τις κατανοήσουμε – δεν χρειάζεται να είναι μέσω των πολιτικών ταυτότητας. Στην πραγματικότητα, συχνά οι διεκδικήσεις αναγνώρισης παίρνουν τη μορφή των πολιτικών ταυτότητας. Αυτό είναι ατυχές, κατά την άποψή μου. Δημιουργεί ένα σωρό προβλήματα και συνήθως είναι καλύτερα να αναζητούμε μια μη-ταυτοτική κατανόηση του τι σημαίνει να αγωνιζόμαστε για αναγνώριση.
Τι θα έπρεπε να σημαίνει;
Αυτό για το οποίο θα έπρεπε να αγωνίζεται ένα κίνημα όπως ο φεμινισμός, δεν είναι η ιδέα ότι υπάρχει κάποια ξεχωριστή ταυτότητα ή ηθική της θηλυκότητας που χρειάζεται θετική αναγνώριση, έτσι ώστε να είναι ίση με την αρρενωπότητα. Όχι, θα έλεγα ότι οι πολιτικές αναγνώρισης σε ένα φεμινιστικό κίνημα θα έπρεπε να είναι ένας αγώνας ενάντια στις μορφές άνισου στάτους που συνδέονται με όρους φύλου. Και αυτό αφήνει αρκετά ανοικτό το εάν θα πρέπει να επανεκτιμηθεί «το θηλυκό» ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Γι’ αυτό προσπαθώ να διαχωρίσω τις πολιτικές αναγνώρισης από τις πολιτικές ταυτότητας.
Κοιτάζοντας πίσω, έχω την αίσθηση ότι – διορθώστε με αν πρόκειται για λανθασμένη ανάλυση – έχει υπάρξει μεγάλη πρόοδος σε θέματα αναγνώρισης στις ΗΠΑ, ισότητας στο γάμο και ούτω καθεξής, ακόμη και σε θέματα ορατότητας, για παράδειγμα έχοντας έναν μαύρο πρόεδρο. Υπήρξε πάρα πολύ αναγνώριση και πολύ λίγη έμφαση στην αναδιανομή; Ζούμε σε πολύ άνισες εποχές και αυτό δεν φαίνεται να βελτιώνεται.
Δεν είναι ζήτημα πάρα πολύ ή πολύ λίγο, αλλά το γεγονός ότι δεν έχει υπάρξει ισορροπία. Υπήρξε μια ανισορροπία και μια μονομέρεια. Για παράδειγμα, το gay κίνημα, το ΛΟΑΤ κίνημα, επικεντρώνεται στην ισότητα στο γάμο και την πρόσβαση στη στρατιωτική θητεία. Τώρα, αυτά δεν θα αποτελούσαν την πρώτη μου επιλογή για να αγωνιστώ. Ωστόσο, και τα δύο, κατά έναν ενδιαφέροντα τρόπο, έχουν ένα διανεμητικό στοιχείο. Ο στρατός είναι μία από τις λίγες οδούς για πληρωμένη πανεπιστημιακή εκπαίδευση στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, οπότε υπάρχουν οικονομικά οφέλη σε αυτό. Και το δικαίωμα στο γάμο εμπεριέχει τόσο οικονομικά και κοινωνικά, όσο και συμβολικά οφέλη, όπως αυτό της αναγνώρισης.
Ποιες εναλλακτικές οδούς θα προτιμούσατε;
Λοιπόν, εγώ θα προτιμούσα έναν αγώνα ώστε κάποιες βασικές κοινωνικές παροχές να γίνουν απλώς τα κοινωνικά δικαιώματα όλων των ατόμων, ανεξάρτητα από την οικογενειακή τους κατάσταση, θα προτιμούσα μια κοινωνία που δεν δίνει έμφαση στο ποιος είναι παντρεμένος και ποιος δεν είναι. Αντί να λέμε, «θέλουμε κι εμείς να παντρευτούμε!» γιατί να μην πούμε «θέλω να έχω παροχές υγείας, φορολογικές και όλες τις απαραίτητες παροχές απλώς επειδή είμαι άτομο, πολίτης, κάτοικος που ζει στη χώρα»;
Επειδή θέματα όπως ο γάμος έχουν αναδιανεμητική διάσταση, αλλά δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στο στάτους. Αυτός είναι ο λόγος;
Ναι, και η ιστορία με την ισότητα στο γάμο εισάγει τις δικές της επαχθείς συγκρίσεις στάτους, ανάμεσα σε εκείνους που είναι παντρεμένοι και σε εκείνους που δεν είναι και ούτω καθεξής. Δεν χρειάζεται να το ενισχύσουμε αυτό.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 γράφατε σχετικά με το πρόβλημα της «μετατόπισης», διαδικασία κατά την οποία «ζητήματα αναγνώρισης χρησιμοποιούνταν ώστε να περιθωριοποιηθούν και να αποκλειστούν οι αναδιανεμητικές διεκδικήσεις». Πάλι, έχουν περάσει σχεδόν δύο δεκαετίες από τότε– Ποιος είναι ο απολογισμός σας γι’ αυτή την περίοδο;
Το τοπίο των κοινωνικών συγκρούσεων και διεκδικήσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες, τουλάχιστον, είναι πολύ διαφορετικό από όταν έγραφα. Η πιο δραματική απεικόνιση είναι η τρέχουσα προκριματική αναμέτρηση για τις προεδρικές εκλογές, όπου από τη μία πλευρά έχουμε τον Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι ένας «δημοκρατικός σοσιαλιστής» και ουσιαστικά προτάσσει μια ισχυρή ταξική γραμμή, επικεντρωμένη κυρίως στην αναδιανομή. Υποστηρίζει, παράλληλα τους αξιόλογους προοδευτικούς αγώνες αναγνώρισης, αλλά το πραγματικό κέντρο βάρους είναι το ζήτημα της τάξης των δισεκατομμυριούχων, το ένα τοις εκατό και ούτω καθεξής.
Σας προκαλεί έκπληξη που μπόρεσε να προχωρήσει τόσο πολύ στον προκριματικό κύκλο, δίνοντας έμφαση στο ταξική διάσταση;
Ναι! Είναι απίστευτα αναπάντεχο. Είμαι πολύ χαρούμενη γι ‘αυτό, ποτέ δεν θα το είχα προβλέψει και μου δείχνει, πρώτα απ’ όλα, πόσο έχουμε προχωρήσει από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το γεγονός ότι μπορείς να χρησιμοποιήσεις τον όρο σοσιαλισμός χωρίς να κουβαλάει αυτό το φορτίο ή να εμπνέει το ίδιο είδος «κόκκινου πανικού» και τρέλας, είναι ενδιαφέρον. Από την άλλη, στην πλευρά του Ντόναλντ Τραμπ, εκεί υπάρχει σίγουρα ένα συγκεκριμένο είδος δεξιού αυταρχικού εθνικιστικού λαϊκισμού, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο αναφέρεται στην ταξική προβληματική, αλλά τη χρωματίζει με έναν ελιτίστικο, σχεδόν ρατσιστικό και σίγουρα εθνικιστικό τρόπο. Έτσι αυτές οι δύο φιγούρες, ενώ διαφέρουν πολύ έντονα όσον αφορά τις πολιτικές αναγνώρισης –καθώς επίσης και στις προγραμματικές τους θέσεις– από την άλλη, και οι δύο εκφράζουν αυτή τη νέα δυναμική που έχει αποκτήσει το ζήτημα της διανομής. Αυτό είναι κάτι καινούριο, όταν έγραφα στα μέσα της δεκαετίας του 1990 γι ‘αυτό, το θέμα της διανομής ήταν στο περιθώριο και τα πάντα ήταν η αναγνώριση, η αναγνώριση, η αναγνώριση. Δεν ισχύει αυτό πια. Η αναγνώριση δεν εξαφανίζεται και δεν πρέπει να εξαφανιστεί, αλλά νομίζω ότι αναγνώριση και διανομή βρίσκονται πλέον σε μια διαφορετική ισορροπία.
Μιας και αναφέρατε τις εκλογές –Τι γνώμη έχετε για την άλλη υποψήφια στη δημοκρατική πλευρά, την Χίλαρι Κλίντον; Πολλές δευτεροκυματικές φεμινίστριες, όπως η Γκλόρια Στέινεμ, διατείνονται ότι οι γυναίκες θα πρέπει να την υποστηρίξουν γιατί και η ίδια είναι γυναίκα και είναι η φεμινίστρια υποψήφια. Είναι πράγματι;
Μάλλον θα διαφωνήσω. Αλλά συμβαίνει κάτι πολύ ενδιαφέρον. Η Κλίντον είναι γνωστή ως φεμινίστρια εδώ και δεκαετίες, ξεκίνησε την καριέρα της υπερασπιζόμενη παιδιά και γυναίκες, είναι διάσημη για την ομιλία της στα Ηνωμένα Έθνη για το ότι τα γυναικεία δικαιώματα είναι ανθρώπινα δικαιώματα, είναι με συνεπή τρόπο υπέρ της άμβλωσης και ούτω καθεξής. Έτσι, αν όλα αυτά ταιριάζουν με τις διεκδικήσεις αναγνώρισης, αυτή είναι εκεί, και μάλιστα με έναν πιο σαφή και εμφανή τρόπο από ότι ο Σάντερς. Αλλά, από την άλλη πλευρά, τι είδους φεμινισμός είναι αυτός; Η Κλίντον ενσωματώνει ένα συγκεκριμένο είδος νεοφιλελεύθερου φεμινισμού που εστιάζει στο σπάσιμο της γυάλινης οροφής με έξυπνο και ευέλικτο τρόπο, σύμφωνα και με την ιδέα του “lean in” της Σέρυλ Σάντμπεργκ. Αυτή η λογική εστιάζει στην άρση των εμποδίων που αποτρέπουν τις μάλλον προνομιούχες, υψηλού μορφωτικού επιπέδου γυναίκες, με ήδη υψηλό ποσοστό πολιτιστικού και άλλων μορφών κεφαλαίου, να ανέλθουν στις ιεραρχίες της κυβέρνησης και των επιχειρήσεων.
Αυτός είναι ένας φεμινισμός, του οποίου οι κύριες δικαιούχοι είναι μάλλον προνομιούχες γυναίκες, των οποίων η ικανότητα να ανέλθουν βασίζεται κατά μία έννοια στην τεράστια δεξαμενή πολύ χαμηλά αμειβόμενης και επισφαλούς εργασίας φροντίδας, εργασία η οποία είναι συχνά φυλετικοποιημένη και κατά κύριο λόγο γυναικεία.
Και την ίδια στιγμή η Χίλαρι Κλίντον, όπως και ο σύζυγός της, εμπλέκεται με την Wall Street, με την οικονομική απορρύθμιση, και με όλη αυτή την νεοφιλελευθεριοποίηση της οικονομίας. Έτσι, το είδος του φεμινισμού που αντιπροσωπεύει ο Σάντερς έχει καλύτερη πιθανότητα να είναι ο φεμινισμός για όλες τις γυναίκες, για τις φτωχές γυναίκες, για τις μαύρες γυναίκες, για τις γυναίκες της εργατικής τάξης και ούτω καθεξής, και να είναι πιο κοντά στο δικό μου είδος φεμινισμού.
Παρουσιάζεται έναν τρίτο όρο στο βιβλίο σας, όπου δεν μιλάτε μόνο για την αναγνώριση και την αναδιανομή, αλλά προσφέρετε και την εκπροσώπηση. Γιατί αισθάνεστε την ανάγκη να το κάνετε αυτό;
Επειδή θεματοποιεί την ιδέα με σαφή τρόπο ότι εκτός από τα ζητήματα της οικονομικής διανομής από τη μία πλευρά και τα ζητήματα στάτους και αναγνώρισης, από την άλλη, υπάρχουν ένα σωρό άλλα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την ίδια την πολιτική ως μια θεμελιώδη διάσταση της κοινωνίας. Και πιστεύω ότι στην εποχή μας, το όλο ζήτημα του ποιος έχει πολιτική ισχύ, σε έναν κόσμο προσφύγων, αιτούντων άσυλο, ανθρώπων χωρίς χαρτιά, αποτελεί ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Δεν αφορά ειδικά στην αναγνώριση ή την αναδιανομή, παρόλο που διασταυρώνεται σίγουρα με αυτές τις θεματικές. Αφορά και τη δυνατότητα να έχει κανείς πολιτική φωνή.
Σε ποιο βαθμό αυτά τα ζητήμα υπερβαίνουν τα σύνορα;
Όταν σκέφτομαι την πολιτική φωνή και ποιος την έχει και ποιος δεν την έχει, νομίζω ότι κάποιος πρέπει να σκεφτεί όχι μόνο την περιορισμένη πολιτική κοινότητα ενός συγκεκριμένου έθνους-κράτους, όπως οι ΗΠΑ ή οποιοδήποτε άλλο, αλλά και σε ευρύτερο διεθνές, διακρατικό, παγκόσμιο πλαίσιο. Υπάρχει επίσης το ζήτημα ενός κόσμου στον οποίο τα κράτη έχουν πολύ άνιση εξουσία. Έτσι, ας υποθέσουμε ότι είστε πολίτης, ας πούμε, της Σομαλίας, και έχετε, αν όχι ένα αποτυχημένο κράτος, ένα πολύ αδύναμο κράτος, υπό τον σχεδόν πλήρη έλεγχο μεγάλων παγκόσμιων δυνάμεων ή παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όπως το ΔΝΤ και ούτω καθεξής – υπάρχουν μεγάλα ζητήματα σχετικά με την πολιτική φωνή που έχουν να κάνουν με αυτό το ευρύτερο επίπεδο· όχι μόνο εντός ενός κράτος, αλλά στο παγκόσμιο σύστημα ως τέτοιο. Και νομίζω ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσουμε αυτά τα ζητήματα είναι μέσα από την έννοια της εκπροσώπησης. Έτσι, η ιδέα τώρα θα ήταν να σκεφτούμε για τρεις διαστάσεις της δικαιοσύνης – τρεις διαφορετικές μορφές αδικίας, αν θέλετε, την άνιση διανομή, την μη-αναγνώριση και τη στρεβλή ή μη-εκπροσώπηση, ή αλλιώς, τη λανθασμένη πλαισίωση των ζητημάτων της πολιτικής.
Οπότε πως το θα εξηγούσατε αυτό με όρους κοινωνικών κινημάτων ή πολιτικής; Σκέφτομαι την Ευρώπη, για παράδειγμα – Υπάρχει μια συζήτηση σχετικά με το πώς αρθρώνονται οι πολιτικές υποκειμενικότητες, για το αν αυτό μπορεί να συμβεί χωρίς οι πολιτικές ταυτότητας να μπουν σε αναμονή ούτε και να πάρουν τον έλεγχο. Επειδή εισάγετε την έννοια της αναπαράστασης ή της διεθνικότητας, μπορεί κανείς να χτίσει μια συλλογική δύναμη σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο χωρίς να δώσει έμφαση στην ταυτότητα, αλλά δίνοντας έμφαση, για παράδειγμα, στην εκπροσώπηση; Πώς προτείνετε ότι θα μπορούσε να συμβεί;
Λοιπόν νομίζω, για παράδειγμα, ότι η όλη δομή και το πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εν μέρει ζήτημα εκπροσώπησης. Απλώς και μόνο δυνάμει του γεγονότος ότι τώρα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τα παγκόσμια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, στο πλαίσιο της λεγόμενης Τρόικας, έχουν τεράστια εξουσία, τόσο μεγάλη, που είναι σε θέση, μέσω της επιβολής της λιτότητας και ούτω καθεξής, να ακυρώνουν τις εκλογές. Μπορούν να πουν στους Έλληνες, «Δεν με νοιάζει ποιον ψηφίσατε! Δεν μπορείτε να εφαρμόσετε αυτές τις πολιτικές!». Άρα, τα βασικά ζητήματα σχετικά με το που βρίσκεται η πολιτική εξουσία και η πολιτική φωνή, εντοπίζονται στη δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη σχέση της με την παγκόσμια οικονομική τάξη. Αυτά τα θέματα είναι πάνω και πέρα από τα προβλήματα ή ας πούμε ότι εναλλάσσονται με τα προβλήματα της αναγνώρισης και της διανομής. Επειδή υπάρχουν θέματα που έχουν να κάνουν με την αναγνώριση στην Ευρώπη, όταν οι πλουσιότερες χώρες του Βορρά κοιτάνε περιφρονητικά τα PIGS – τις χώρες του Νότου, επειδή τάχα είναι τεμπέληδες και φοροδιαφεύγουν, κ.λπ. Πρόκειται για μια παλιά γνωστή ιστορία αναγνώρισης. Αλλά το σημείο που την καθιστά πραγματικά θανάσιμη είναι το σημείο όπου διασταυρώνεται με το δομικό πρόβλημα της ΕΕ, έτσι ώστε – και φυσικά αυτό έχει να κάνει με τη δημιουργία του ίδιου του Ευρώ – βλέπουμε ότι μπορούν να επιβάλλονται μέτρα λιτότητας ενάντια στη δημοκρατική έκφραση.
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο CTXT
Μετάφραση: Λίνα Φιλοπούλου
Διαβάστε ακόμα
Ο φεμινισμός που το να είσαι “έξυπνη και ευέλικτη” σημαίνει να πατάς πάνω στις άλλες
Πώς ο Φεμινισμός υποδουλώθηκε στον καπιταλισμό – και πώς να τον διεκδικήσουμε πίσω
Δαγκώνοντας δηλητηριασμένα μήλα: γυναικεία επιχειρηματικότητα, χειραφέτηση και νεοφιλελευθερισμός