του Φύλου Συκής
Στο αρκετά πρόσφατο παρελθόν η 8η Μάρτη στη συνείδηση πολλών γυναικών είχε συνδεθεί με την προσφορά λουλουδιών από άντρες και εκπτώσεις σε καλλυντικά. Σε κάποιες περιπτώσεις, σε αυτή η γιορτή θηλυκότητας έρχονταν να προστεθούν πινελιές από την πετυχημένη πορεία πολύ λίγων γυναικών στην πολιτική και τις επιχειρήσεις, για να μας διαβεβαιώσουν φυσικά ότι γίνεται να συνδυαστεί η καριέρα με την οικογένεια και το άψογο στιλ. Όλα αυτά συνέθεσαν το προφίλ ενός τόσο εύπεπτου και εύκολου φεμινισμού, που στο τέλος η 8η Μάρτη έπαψε να έχει σχέση με τις ριζοσπαστικές και διεκδικητικές της ρίζες.
Το τελευταίο διάστημα κάτι έχει αλλάξει. Αν και τα παραπάνω δεν έχουν εκλείψει, παρακολουθώντας τον κυρίαρχο λόγο στα μίντια εδώ και καιρό, το μήνυμα της εποχής είναι πως κάθε μια από εμάς μπορεί να γίνει μια ξεχωριστή, «δυνατή» γυναίκα. Μας λένε ότι τα πράγματα δεν είναι όπως παλιά, ο χώρος έχει δημιουργηθεί πια για εμάς ώστε να κατακτήσουμε κάθε κορυφή, στη δουλειά, στο σπίτι και στην κοινωνία ευρύτερα.
Σε αυτά τα πλαίσια, ο φεμινισμός, μια έννοια συκοφαντημένη και απαξιωμένη στο παρελθόν, επανέρχεται στη μόδα, σε βαθμό που ακόμα και διάσημοι/ες από τη σόουμπιζ ανά τον κόσμο καλούνται να τοποθετηθούν πάνω στο ζήτημα. Τσιτάτα που πλασάρονται ως φεμινιστικά ή «ενδυναμωτικά» για τις γυναίκες τυπώνονται σε μπλουζάκια, κούπες και κονκάρδες, ενώ εταιρείες ρούχων και καλλυντικών υιοθετούν στο μάρκετινγκ των προϊόντων τους τα νέα προτάγματα. Παρότι πολλές φεμινίστριες θα χαίρονταν να δουν τους αγώνες μιας ζωής να καταλήγουν στην ευρύτερη αποδοχή των ριζοσπαστικών και ανατρεπτικών προταγμάτων του φεμινισμού, ο σημερινός βομβαρδισμός απέχει παρασάγγας από το όραμά τους. Ο φιλελεύθερος μιντιακός φεμινισμός του 21ου αιώνα είναι μια απαστράπτουσα γιορτή της ατομικής επιτυχίας. Για να αποκτήσει μεγαλύτερη απήχηση στο (καταναλωτικό) κοινό, ακόμα και η ίδια η λέξη επανανοηματοδοτείται ως ένας προσιτός και φιλικός όρος που συμβολίζει μια αφηρημένη ισότητα και ενδυνάμωση που μας χωράει όλες, απλώς και μόνο γιατί μπορούμε να κάνουμε «επιλογές».
Το σύγχρονο πρόταγμα ότι μπορούμε κι εμείς να είμαστε «δυνατές» είναι πράγματι ισχυρό γιατί ακουμπά πάνω σε βασικές ελπίδες και φιλοδοξίες ζωής, ενώ καθησυχάζει τις ανασφάλειές μας. Αρκεί να θέλουμε και να το προσπαθήσουμε. Μας λένε ότι μπορούμε να πετύχουμε φτάνει μόνο να κάνουμε σωστή διαχείριση της ζωής μας, να γίνουμε αποφασιστικές, να πετάξουμε από τη ζωή μας όσα γίνονται εμπόδιο στην ευτυχία μας, να αγαπήσουμε το σώμα μας και να διεκδικήσουμε «αυτά που μας αξίζουν» στη δουλειά. Με σκοπό να μας πείσουν ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό για κάθε μια από εμάς, επιστρατεύονται όντως θετικά αλλά μεμονωμένα παραδείγματα γυναικών που πέτυχαν στους τομείς τους, από την πολιτική και τη σόουμπιζ, μέχρι και πιο ασυνήθιστα ή ανδροκρατούμενα επαγγέλματα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ταυτόχρονα κατακλυζόμαστε από δεκάδες άρθρα με συμβουλές βελτίωσης ενώ μια ολόκληρη βιομηχανία αυτοβοήθειας, με βιβλία και σεμινάρια, ανθεί στοχεύοντας στο γυναικείο κοινό. Αν δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε, τότε ή δεν προσπαθούμε αρκετά ή πρέπει να διαβάσουμε άλλο ένα βιβλίο αυτοβελτίωσης.
Στην πραγματικότητα αυτό αποτελεί μια νέα εκδοχή του ίδιου γνώριμου κανόνα για τις ζωές των γυναικών, σύμφωνα με τον οποίο μετράμε εφόσον πληρούμε τις προϋποθέσεις που κάποιοι άλλοι θέτουν για εμάς. Επιπλέον, όσο δεν καταφέρνουμε να ανταποκριθούμε στους ρόλους που μας έχουν ανατεθεί τόσο αυτό αποτελεί σημάδι της προσωπικής μας αποτυχίας. Η επιταγή να είμαστε «δυνατές» ή ξεχωριστές υπονοεί αφενός ότι ξεκινάμε ως αδύναμες και ανάξιες και πρέπει να κερδίσουμε τη θέση και την αξία μας και αφετέρου ότι κάποιες από εμάς ίσως και να μην τους αξίζει να τα καταφέρουν ποτέ. Αυτό αποτελεί κι ένα από τα πιο παλιά κόλπα της πατριαρχίας. Οι γυναίκες για αιώνες μεγαλώνουμε με την πεποίθηση ότι οι διακρίσεις που βιώνουμε είναι δικό μας φταίξιμο και ατομική μας ευθύνη. Κάπως έτσι καταλήγουμε να ενσωματώνουμε ως ατομική αδυναμία δομικές ανισότητες εις βάρος μας, εγγεγραμμένες σε κοινωνικές νόρμες και με νομικές και οικονομικές απολήξεις. Και για να μην παρεξηγούμαστε, θεωρούμε θετική την παρουσία γυναικών σε ολοένα και περισσότερους εργασιακούς κλάδους και στο δημόσιο χώρο γενικότερα. Όμως οι αστραφτερές ή συγκινητικές ιστορίες ατομικής ανέλιξης που διαβάζουμε ολοένα συχνότερα στα μίντια είναι εξιστορημένες με τέτοιο τόπο ώστε να αποσπάσουν τα βλέμματα και τη συζήτηση από το ευρύτερο πλαίσιο και τις διάφορες μορφές και εντάσεις συστημικής καταπίεσης που δεχόμαστε ως γυναίκες – με τις γεωγραφικές διαφοροποιήσεις και διαθεματικές επιπλοκές τους. Για να το πούμε και αλλιώς, όπως συνηθίζεται για ζητήματα που αφορούν τη ζωή των γυναικών και τα βιώματά τους, εξόχως πολιτικά ζητήματα μετατρέπονται σε προσωπικά ώστε να υποτιμηθούν ή να απαξιωθούν.
Η συλλογικές αντιστάσεις επαναπολιτικοποιούν τη γυναικεία εμπειρία
Η απόπειρα επαναλανσαρίσματος του φεμινισμού ως μια χαρωπή και ατομική υπόθεση ή και ως εμπόρευμα, στη συγκυρία που διανύουμε έχει αποκτήσει πια ένα ισχυρό αντίπαλο δέος. Σε μια περίοδο κατά την οποία η νεοφιλελεύθερη επίθεση εντείνεται, με επιβολή πολιτικών φτωχοποίησης και διαρκή συρρίκνωση των δημοκρατικών κεκτημένων, η φιλελεύθερη και ξεπλυμένη εκδοχή του φεμινισμού των σταρ και των χάσταγκ μοιάζει χρεωκοπημένη και ανίκανη να προσεγγίσει τη μεγάλη πλειοψηφία των γυναικών που βλέπουν τη ζωή και τα δικαιώματά τους να απειλούνται ολοένα περισσότερο. Απέναντι στην απογύμνωση από κάθε ριζοσπαστικό περιεχόμενο η φετινή 8η Μάρτη έρχεται να επαναπολιτικοποιήσει τα γυναικεία βιώματα, με απεργίες, πορείες και άλλες πολύμορφες δράσεις, σε 50 χώρες.
Οι πρόσφατες τεράστιες σε όγκο και δυναμική κινητοποιήσεις γυναικών σε πολλές γωνιές του κόσμου ήταν συγκλονιστικές. Παρακολουθήσαμε με δέος την έφοδο των γυναικών στο προσκήνιο στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, στην Πολωνία, την Τουρκία, την Ισπανία και σε τόσα άλλα μέρη. Παρότι τα μίντια, όταν πια δεν μπορούσαν να αγνοήσουν την ορμή των διαδηλωτριών, παρουσίαζαν κάθε φορά που οι γυναίκες κατέβαιναν στους δρόμους ως μεμονωμένη και αναπάντεχη, συνδεδεμένη με κάποιο εξαιρετικό «σοκαριστικό» περιστατικό, οι γυναίκες δεν ξεκίνησαν μόλις τους αγώνες τους. Καιρό τώρα οργανώνονται γυναίκες που δεν γεννήθηκαν ηρωίδες ή ακτιβίστριες, συμμετέχουν σε συλλογικότητες ή τις χτίζουν από την αρχή και δείχνουν έμπρακτη καθημερινή αλληλεγγύη. Αυτό που παρακολουθήσαμε πρόσφατα δεν είναι η αρχή, αλλά η άνθιση. Και αυτό που αναμένεται να ακολουθήσει στις 8 Μάρτη εμπνέει πολύ περισσότερες γυναίκες -και άντρες!- από κάθε τσιτάτο που θα δούμε για τη μέρα στα σόσιαλ μίντια.
Μόλις πριν λίγα χρόνια συζητούσαμε για τις πλατείες, τα Occupy και τις καταλήψεις δημόσιων χώρων στο όνομα του 99%, της υπεράσπισης των κοινών, της σύγχρονης εργατικής τάξης κοκ. Σήμερα, σε μια περίοδο ύφεσης, τα φεμινιστικά κινήματα πιάνουν αυτό το νήμα. Σίγουρα, για πολλές γυναίκες αυτή πρέπει να ήταν η πρώτη φορά που βγήκαν στους δρόμους. Όπως σίγουρα ένα μεγάλος μέρος γυναικών το προηγούμενο διάστημα συμμετείχε σε όλο αυτό τον αναβρασμό· πολλές θα ριζοσπαστικοποιήθηκαν σε αυτές τις διαδικασίες. Όπως πολλές είναι και εκείνες που πολύ πιο πριν θα τις έβλεπες στα αντιπαγκοσμιοποιητικά, θα είχαν απεργήσει ή κάποια στιγμή θα χρειάστηκε να παλέψουν για τη γη και τις κοινότητές τους. Εν ολίγοις, γυναίκες ήταν παρούσες σε όλους αυτούς τους αγώνες, ακόμα κι αν η φωνή και η συμμετοχή τους συχνά απαξιώθηκε. Στην Ελλάδα της κρίσης και της λιτότητας η εμπειρία είναι ενδεικτική. Από το Σύνταγμα και έπειτα έχει γίνει σαφές ότι οι γυναίκες έχουν βγει στο δημόσιο χώρο και θα μείνουν. Εκτός από αυτοτελείς υποδειγματικούς αγώνες, όπως για παράδειγμα αυτός των 595 Καθαριστριών του Υπουργείου Οικονομικών, γυναίκες στελεχώνουν με πείσμα, υπομονή και κουράγιο τις δεκάδες συλλογικότητες από τα κάτω και τα κινήματα αλληλεγγύης. Η συμμετοχή τους και μόνο είναι σημαντική όχι μόνο για τις ίδιες, αλλά και για όλες εκείνες τις γυναίκες της πληττόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας που είτε δεν έχουν ακόμα πειστεί ότι οι συλλογικοί αγώνες μπορεί να είναι νικηφόροι είτε -πολύ πιθανό- γιατί δεν μπορούν, λόγω καθημερινών εμποδίων που τους στερούν αυτή τη δυνατότητα και συνδέονται με τους έμφυλους ρόλους. Η φετινή 8η Μάρτη που διεθνώς βάζει επιτακτικά το ζήτημα της αποχής από κάθε μη αμειβόμενη γυναικεία απασχόληση, θέλει να συμπεριλάβει εξίσου και αυτές τις γυναίκες.
Τα κινήματα γυναικών που βλέπουμε να αναπτύσσονται ανά τον κόσμο διατυπώνουν ένα φεμινιστικό λόγο με συνολικότερο όραμα. Πρώτον, αγκαλιάζουν τις διάφορες πτυχές της καθημερινής γυναικείας εμπειρίας, αναγνωρίζοντας τόσο τις διαφορετικές μορφές που παίρνει η καταπίεση όσο και τις πολλές εμπειρίες αντίστασης, ατομικές και συλλογικές. Δεύτερον, συνδέουν τα φεμινιστικά αιτήματα με άλλα σύγχρονα προτάγματα, για την υπεράσπιση των λοατ δικαιωμάτων, αντιρατσιστικά, αντι-ιμπεριαλιστικά, ενάντια στην περιβαλλοντική υποβάθμιση, αντικαπιταλιστικά κοκ. Τρίτον, παρά τις οργανωτικές αδυναμίες που ενδεχομένως διαπιστώθηκαν και φυσικά αποτελούν θέματα προς συζήτηση, τα κινήματα που αναπτύσσονται βασίζονται στη συσπείρωση, την οργάνωση και την ανάπτυξη συλλογικών μορφών συζήτησης, πολιτικοποίησης και αντίστασης. Αυτά τα χαρακτηριστικά ενδεχομένως κάνουν τη συμμετοχή να φαντάζει πιο πολύπλοκη και με περισσότερες απαιτήσεις σε επένδυση κόπου, χρόνου και συναισθήματος σε σχέση με ένα ιντερνετικό ποστ ή με την ψήφο μας σε κάποια φιλελεύθερη γυναίκα πολιτικό. Είναι όμως ένας φεμινισμός που πηγάζει και ακουμπάει πάνω στη μεγάλη πλειοψηφία των γυναικών και τελικά φαίνεται να πιάνει. Είναι ένας φεμινισμός πολύχρωμος και σύνθετος, που μας καλεί να φανταστούμε τη χειραφετημένη κοινωνία που θέλουμε και να αρχίσουμε να τη χτίζουμε από σήμερα, για αυτό και μας δίνει ελπίδα.