της Δήμητρας Σπανού
Την προηγούμενη βδομάδα γίναμε και πάλι μάρτυρες του κατρακυλίσματος του δημόσιου λόγου σε σεξιστικού περιεχομένου φράσεις, οι οποίες δικαίως πήραν έκταση και σχολιάστηκαν αρνητικά. Αυτή που έμεινε ανεπαρκώς σχολιασμένη, ανάμεσα σε δηλώσεις υπεράσπισης του βιασμού και της αρρενωπότητας, ήταν η παρουσία για άλλη μια φορά της, περιβόητης πια, κυρίας Σούλας, ιδιοκτήτριας οίκου ανοχής, σε μεταμεσονύχτια εκπομπή της τηλεόρασης. Δεν είναι η πρώτη φορά που τα μέσα προβάλλουν εκείνη και το έργο της και όλα δείχνουν πως δεν είναι και η τελευταία.
Να θυμίσουμε πως ο συγκεκριμένος οίκος ανοχής έγινε πρώτη φορά γνωστός το καλοκαίρι, όταν αποφάσισε να γίνει χορηγός ερασιτεχνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Λάρισας. Η χορηγία έγινε αποδεκτή με ενθουσιασμό, ενώ τα μέσα σχολίασαν το γεγονός ως πρωτότυπο, ευφάνταστο και χαριτωμένο. Πρόσφατα, επέστρεψε στο προσκήνιο, όταν η ιδιοκτήτρια δώρισε χρήματα σε σχολείο της Πάτρας, για την αγορά φωτοτυπικού μηχανήματος και μιας βιβλιοθήκης, όμως η χορηγία δεν έγινε δεκτή από τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Τη δεύτερη φορά η προβολή μεγάλωσε, καθώς διάφορα μέσα υποστήριξαν την αδικημένη φιλάνθρωπο. Η εικόνα που πλάστηκε είναι της αυτοδημιούργητης, που με βάσανα και κόπο έστησε μια νόμιμη και πετυχημένη επιχείρηση σε μια περίοδο που η χώρα διώχνει την επιχειρηματικότητα. Ένα success story δηλαδή που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, φρέσκο και πρωτότυπο. Γιατί η επιχειρηματικότητα είναι πάνω από όλα άλλωστε.
Έτσι, βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση να πρέπει να εξηγούμε και πάλι αυτό που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, ότι η πορνεία είναι βία, εκμετάλλευση και εξαναγκασμός και σίγουρα δεν είναι μια «επιχειρηματικότητα».
Ίσως είναι μάλιστα το χειρότερο είδος εκμετάλλευσης του ανθρώπινου –γυναικείου- σώματος αλλά και της προσωπικότητας. Αποτελεί μια μεγάλη βιομηχανία, με τεράστια κέρδη παγκοσμίως, που αντλούνται από την εκμετάλλευση της ανέχειας και της φτώχειας που ωθούν δεκάδες χιλιάδες γυναίκες –και άντρες- σε αυτήν ως τελευταία διέξοδο. Ένα μεγάλο κομμάτι της πορνείας άλλωστε είναι και το trafficking, η διακίνηση ανθρώπων, σε μεγάλο μέρος ανήλικων, για σεξουαλική εκμετάλλευση. Τα μεγάλα κέρδη της πορνείας είναι μάλλον και ο λόγος που σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις μαθαίνουμε για εξάρθρωση κυκλωμάτων ή το κλείσιμο παράνομων οίκων.
Οι δημοσιογράφοι, άντρες και γυναίκες, είτε στην τηλεόραση είτε σε άλλα μέσα, προσπάθησαν όλο αυτό το διάστημα να σχολιάσουν το θέμα με ψυχραιμία, να μοιάζουν απελευθερωμένοι και χωρίς ταμπού, πολλές φορές αφήνοντας να εννοηθεί πως αυτοί που δεν δέχονται τις χορηγίες είναι άνθρωποι συντηρητικοί.
Η πορνεία δεν αποτελεί σεξουαλική απελευθέρωση, αλλά το αντίθετο. Εκτός αν θεωρούμε ότι απελευθέρωση σημαίνει για τη γυναίκα, να αποτελεί ένα αντικείμενο κενό επιθυμιών που υπάρχει για να ικανοποιεί κάποιους άγνωστους και για τον άντρα, να αποτελεί μια σάρκα με ορμόνες που χρειάζεται τακτικό άδειασμα. Λυπάμαι που θα απογοητεύσω, όμως απελευθέρωση σημαίνει ισότητα, επιλογή και ισότιμη απόλαυση. Σημαίνει δύο –ή και περισσότερους- ανθρώπους που μπορούν ελεύθερα να συνευρεθούν χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν, πόσο μάλλον στην κυρία στο ταμείο.
Η προβολή από τα μέσα το μόνο που επιτυγχάνει είναι την απενοχοποίηση της πορνείας και των φαλλοκρατικών σεξουαλικών προτύπων που αυτή διδάσκει, ιδιαίτερα στους νέους, και κατ’ επέκταση τους ρόλους που τα φύλα οφείλουν να υιοθετούν. Φυσικά, κανένας και καμία από τους δήθεν απελευθερωμένους/ες δημοσιογράφους δεν κόπτεται για τις εργαζόμενες ή την σεξουαλική και οικονομική εκμετάλλευση που υφίστανται, ούτε και τους λόγους που τις ώθησαν σε αυτή την κατάσταση. Την στάση τους της είδαμε και στην περίπτωση των διωκόμενων οροθετικών, με την προβολή του ρατσιστικού και σεξιστικού κυβερνητικού λόγου, την βλέπουμε και τώρα. Ούτε που τους περνάει από το μυαλό να ασκήσουν την όποια κριτική στην πορνεία καθαυτή.
Ο θαυμασμός τους εξαντλείται στα αφεντικά, καθώς επιστρατεύουν την ακραία νεοφιλελεύθερη ρητορική που υπερασπίζεται κάθε «επιχειρηματικότητα», για τις ανάγκες της οποίας καθετί είναι ηθικό και προοδευτικό. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, η πορνεία είναι απελευθέρωση, εφόσον είναι «επιλογή» δύο ενηλίκων. Όπως και η επιλογή των πορνοπελατών να κάνουν χρήση των υπηρεσιών των μετέπειτα διωκόμενων οροθετικών δεν είναι ηθική, όχι γιατί είναι πορνεία, αλλά γιατί δεν είναι μέρος αυτής της νόμιμης «επιχειρηματικότητας». Στην περίπτωση του οίκου ανοχής στη Λάρισα, σχολιάζεται ως αστειάκι το γεγονός ότι οι παίκτες της ποδοσφαιρικής ομάδας ενδεχομένως θα έχουν τα «μπόνους» τους. Για τους πορνοπελάτες στα σκοτεινά σοκάκια και τις πιάτσες ναρκωτικών, η μόνη μομφή είναι πως υπέκυψαν στις «αδυναμίες» τους και δεν ήταν αρκούντως προσεκτικοί.
Καμία γυναίκα δεν γίνεται πόρνη επειδή το ονειρεύτηκε. Κανένας γονιός δεν θα ήθελε η κόρη του σαν παιδί να του πει πως όταν μεγαλώσει θα ήθελε να γίνει ή δασκάλα ή μηχανικός ή πόρνη. Ακόμη και η ίδια η κυρία Σούλα έχει δηλώσει πως πόρνη έγινε από ανάγκη, πως ήταν η μοναδική της διέξοδος κάποια στιγμή στη ζωή της. Η ίδια μάλιστα, παραδέχεται πως δεν θέλει η εγγονή της να ακολουθήσει αυτό το δρόμο, γιατί «τα έχει όλα και δεν χρειάζεται», αφού η πορνεία είναι καταφύγιο των γυναικών χωρίς άλλη διέξοδο.
Όσο για το σχολείο που έμεινε χωρίς αναγκαίο εξοπλισμό, αλλά και κατ’ επέκταση την ερασιτεχνική ομάδα ποδοσφαίρου, η λύση είναι μια. Η εκπαίδευση και ο αθλητισμός είναι μέριμνα της πολιτείας. Στον καιρό της κρίσης, το κράτος έχει αποφασίσει να αποτραβηχτεί από τις υποχρεώσεις του προς τους πολίτες, γεγονός που έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα σε αυτούς τους τομείς και ιδίως στα σχολεία. Αυτά τα κενά, όμως, βλέπουμε να προσπαθούν να καλύψουν πρωτοβουλίες εκπαιδευτικών, γονέων και μαθητών, με άλλες διαδικασίες και από τα κάτω, βασισμένες στην αλληλεγγύη και την αυτό-οργάνωση (π.χ. δωρεάν μαθήματα). Αυτές αποτελούν παραδείγματα προς μίμηση, όχι μόνο γιατί απαλύνουν τα προβλήματα, αλλά και γιατί εντάσσονται στις διεκδικήσεις για μια καλύτερη μόρφωση και περισσότερες κοινωνικές παροχές. Κατ΄αυτόν τον τρόπο αφενός προσφέρουν λύσεις και αφετέρου διαπαιδαγωγούν την κοινωνία σε έναν πιο συλλογικό τρόπο ζωής. Ούτε φιλανθρωπίες, ούτε χορηγίες, μόνο αλληλεγγύη και αγώνες χρειάζονται. Βέβαια, ελπίζουμε η άρνηση της φιλανθρωπίας να έγινε για όλους τους λόγους που αναφέρονται παραπάνω και να μην είναι μια υποκριτική στάση. Γιατί για την υποκρισία της ελληνικής κοινωνίας υπάρχουν πολλά να ειπωθούν.