της Niki Seth–Smith
Η ακαδημαϊκός Sara Farris μιλά για την «εργαλειοποίηση» των μεταναστριών στην Ευρώπη από δεξιούς εθνικιστές και νεοφιλελεύθερους. Πρόσφατα δημοσίευσε ένα βιβλίο που προκάλεσε, με τον τίτλο Στο όνομα των δικαιωμάτων των γυναικών: η άνοδος του φεμινο-εθνικισμού[1]. Σε αυτό εξετάζει πώς δεξιοί εθνικιστές, νεοφιλελεύθεροι/ες, αλλά και ορισμένες φεμινίστριες και φορείς ισότητας, επικαλούνται τα δικαιώματα των γυναικών για να στιγματίσουν τους μουσουλμάνους και να προωθήσουν τη δική τους πολιτική ατζέντα. Υποστηρίζει ότι υπάρχει μια σημαντική πολιτικο-οικονομική διάσταση σε αυτήν τη φαινομενικά παράδοξη διασύνδεση.
Είναι ένα επίκαιρο –και σύνθετο– βιβλίο, που περιλαμβάνει μελέτες περιπτώσεων από τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ολλανδία. Ζήτησα από την Farris, που αυτή τη στιγμή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Goldsmiths, του University of London, να εξετάσουμε σε βάθος ορισμένα από τα ερωτήματα που θέτει το βιβλίο της. Το παρακάτω κείμενο είναι η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της συζήτησης που είχαμε.
Στο βιβλίο σας, μιλάτε για φεμινίστριες και «φεμινο-κράτες» (γραφειοκράτες του φεμινισμού) που «προδίδουν τη χειραφετητική τους πολιτική» και «επιστρατεύουν τα δικαιώματα των γυναικών, προκειμένου να στιγματίσουν τους μουσουλμάνους», με στόχο την προώθηση άλλων πολιτικών στόχων. Πρόκειται για μια συνειδητή διαστρέβλωση, ή μήπως η δουλειά ορισμένων φεμινιστριών γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης;
Από τη μια πλευρά έχουμε δεξιούς/ές εθνικιστές/στριες που εκμεταλλεύονται και επιστρατεύουν ζητήματα φύλου και ισότητας, κυρίως στις καμπάνιες τους εναντίον των μουσουλμάνων.
Πρόκειται για δεξιούς ηγέτες, όπως στην περίπτωση της επικεφαλής του γαλλικού Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λεπέν: δεν ενδιαφέρεται για τα δικαιώματα των γυναικών, και προφανώς αυτή είναι μια ρητορική για να στιγματίσει τους μουσουλμάνους. Αυτή είναι μια από τις όψεις του «φεμινο-εθνικισμού»: οι εθνικιστές που εργαλειοποιούν τον φεμινισμό.
Από την άλλη πλευρά, αυτή η έννοια περιγράφει το πώς ορισμένες φεμινίστριες –και θέλω να τονίσω ότι πρόκειται για ορισμένες, για μια μειοψηφία– επιτίθενται ολοένα και περισσότερο στο Ισλάμ ως θρησκεία, υποστηρίζοντας ότι είναι μια θρησκεία που καταπιέζει τις γυναίκες.
Ας πάρουμε το παράδειγμα της «απαγόρευσης του μπουρκίνι» στη Γαλλία, το οποίο εξετάζετε και στο βιβλίο σας. Ποιες ήταν οι φεμινίστριες που υποστήριξαν αυτήν την απαγόρευση; Θεωρείτε ότι είναι μορφές που εκπροσωπούν τον «φεμινο-εθνικισμό»;
Ορισμένες φεμινίστριες υποστήριξαν και την απαγόρευση της μαντίλας και του μπουρκίνι – έχω στον νου μου την πολύ γνωστή φεμινίστρια διανοούμενη Elizabeth Badinter, καθώς και την πρώην υπουργό Γυναικείων Υποθέσεων Najat Vallaud–Belkacem. Η τελευταία ήταν εκπρόσωπος της Κεντροαριστεράς, μια σοσιαλίστρια, η οποία μάλιστα πρότεινε ότι η απαγόρευση της μαντίλας θα πρέπει να ισχύσει και πέραν των σχολείων, να εφαρμοστεί και στους χώρους δουλειάς. Γνωστές φεμινίστριες και «φεμινο-κράτες» υποστήριξαν αυτούς τους νόμους, και το γεγονός αυτό έχει ενισχύσει τις αντι-ισλαμικές θέσεις στο όνομα των δικαιωμάτων των γυναικών.
Αναρωτιέστε αν υπάρχει μια «νέα ανίερη συμμαχία» ανάμεσα σε δεξιούς εθνικιστές/ιες, φεμινίστριες, «φεμινο-κράτες» και νεοφιλελεύθερους/ες. Όμως, η ιστορία των λευκών γυναικών που θέλουν να «σώσουν» μελαψές γυναίκες από μελαψούς άνδρες[2] δεν είναι καινούργια. Πώς διαβάζετε την ιστορία αυτής της τάσης;
Θα πρέπει να διευκρινίσω ότι στο βιβλίο μου αναρωτιέμαι για το κατά πόσο πρόκειται πράγματι για «ανίερη συμμαχία» και επιλέγω αντ’ αυτού να χρησιμοποιήσω τον όρο «σύγκλιση», καθώς θεωρώ ότι περιγράφει καλύτερα τη ρευστότητα του φαινομένου, δηλαδή το γεγονός ότι άνθρωποι και πολιτικές φιγούρες από πολύ διαφορετικές πολιτικές πλατφόρμες συγκλίνουν σε αυτό το έδαφος, και υπάρχουν πολλές αντιφάσεις σε αυτό το έδαφος.
Η λέξη «συμμαχία» θα σήμαινε ότι πρόκειται για συνειδητή ομαδοποίηση;
Ακριβώς. Και δεν νομίζω ότι μιλάμε για κάτι τέτοιο. Επιπλέον, δεν υπάρχει κάτι το ιδιαίτερα καινούργιο σε αυτήν την ιστορία.
Έχουμε πολλά παραδείγματα ιμπεριαλιστών και αποικιοκρατών που ισχυρίζονταν ότι θα φέρουν τον «πολιτισμό» σε «απολίτιστες» χώρες, επιστρατεύονται το ζήτημα των δικαιωμάτων των γυναικών. Στην Αλγερία, το 1950, ο γαλλικός στρατός ανέπτυξε αυτή την εμμονή να αφαιρέσει τη μαντίλα από τις μουσουλμάνες. Τότε, ορισμένες φεμινίστριες υποστήριξαν αυτές τις απόπειρες.
Το αξιοσημείωτο μετά την 11η Σεπτεμβρίου είναι η αυξανόμενη απήχηση της ιδέας ότι τα δικαιώματα των γυναικών διακυβεύονται όταν μιλάμε συγκεκριμένα για τις μουσουλμανικές κοινότητες.
Όμως, χωρίς να θέλω να γενικεύσω, γυναίκες σε πολλές μουσουλμανικές χώρες αντιμετωπίζουν όρια και απειλή όσον αφορά τα δικαιώματά τους. Για να μην αναφέρουμε και το σημερινό πλαίσιο, της ανόδου του Ισλαμικού Κράτους. Αυτό το γεγονός δεν θα μπορούσε να εξηγεί την αυξημένη εστίαση στο συγκεκριμένο ζήτημα;
Δεν είμαι πεπεισμένη. Ένα από τα επιχειρήματα που επιστρατεύτηκαν για την εισβολή στο Αφγανιστάν ήταν ακριβώς η απελευθέρωση των γυναικών, και αυτό ήταν πριν από το Ισλαμικό Κράτος και τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στο βιβλίο σας και αυτό της Jasbir Puar Terrorist assemblages: homonationalism in queer times [Τρομοκρατικές συναθροίσεις: ομο-εθνικισμός σε queer εποχές]; Μια δεκαετία πριν, υποστήριξε στο βιβλίο της ότι οι δυναμικές της σεξουαλικότητας, της φυλής, του φύλου, του έθνους, της τάξης και της εθνότητας επαν-ευθυγραμμίζονται με σύγχρονες δυνάμεις που οργανώνονται γύρω από την ασφάλεια, την αντιτρομοκρατία και τον εθνικισμό.
Το βιβλίο της Puar ήταν πηγή έμπνευσης για μένα. Αποτύπωσε με μεγάλη ακρίβεια το φαινόμενο όπου ορισμένες/οι εκπρόσωποι της LGBT κοινότητας στις ΗΠΑ υποστηρίζουν τον αμερικανικό εθνικισμό, ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, και ενισχύουν αντι-ισλαμικές καμπάνιες υπό την ιδέα ότι οι μουσουλμάνοι είναι ενάντια στα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Εγώ δεν εξετάζω το ζήτημα των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, εστιάζω στα δικαιώματα των γυναικών, όμως το βιβλίο της Puar άνοιξε μια πολύ σημαντική συζήτηση. Επίσης, δίνω έμφαση στα πολιτικο-οικονομικά θεμέλια του «φεμινο-εθνικισμού».
Πράγματι, το βιβλίο σας εξετάζει την αυξανόμενη ζήτηση στη Δύση για θηλυκοποιημένη εργασία –φροντίδα παιδιών, ηλικιωμένων, καθαριότητα, οικιακή εργασία– και το πώς αυτή σχετίζεται με τη μεταχείριση των μουσουλμάνων μεταναστριών ειδικότερα.
Αυτό είναι ένα από τα βασικά σημεία στα οποία επιχείρησα να συμβάλω: να φωτίσω τις οικονομικές πλευρές της φεμινο-εθνικιστικής ιδεολογίας και της ισλαμοφοβίας. Η ιδέα ότι οι μετανάστες κλέβουν δουλειές είναι πολύ συνδεδεμένη με τους άνδρες. Έχω στον νου μου μια αφίσα του UKIP, για παράδειγμα, με έναν βρετανό λευκό άνδρα που ζητιανεύει στον δρόμο. Το ερώτημά μου ήταν: πού είναι οι γυναίκες μετανάστριες; Στα μίντια δεν αναπαρίστανται τόσο ως «κλέφτρες δουλειών», όσο ως υπάκουα παθητικά θύματα της δικής τους υποτιθέμενης οπισθοδρομικής κουλτούρας.
Στην Ιταλία, ο πρώην επικεφαλής της πολύ ρατσιστικής Λίγκας του Βορρά, ο Ρομπέρτο Μαρόνι, είπε: «Δεν μπορεί να υπάρξει νομιμοποίηση για εκείνους [τους μετανάστες] που μπήκαν παράνομα, για εκείνους που βιάζουν γυναίκες ή κλέβουν σπίτια, αλλά σίγουρα θα εξετάσουμε το ενδεχόμενο νομιμοποίησης εκείνων των περιπτώσεων που έχουν ισχυρό κοινωνικό αντίκτυπο, όπως για παράδειγμα των μεταναστών που συμβάλλουν στους τομείς της φροντίδας». Αυτοί οι πάροχοι φροντίδας είναι, φυσικά, στην πλειοψηφία τους γυναίκες. Αυτή είναι η εμφυλοποίηση του ρατσισμού.
Οι γυναίκες αναπαρίστανται ως θύματα, για τις οποίες –αν ενσωματωθούν σωστά– μπορεί να γίνει λίγος χώρος, ενώ οι άντρες είναι οι αναπόδραστοι Άλλοι. Οι φεμινίστριες που είναι εναντίον του Ισλάμ μιλούν για χειραφέτηση των γυναικών, αλλά με τι μοιάζει αυτή η χειραφέτηση; Κάνουν δουλειές που πολλές φεμινίστριες δεν θέλουν να κάνουν. Οι αγώνες του 1970 αφορούσαν ακριβώς την απελευθέρωση των γυναικών από τις αγγαρείες του νοικοκυριού και την οικιακή εργασία.
Μια αφίσα του UKIP απεικονίζει έναν λευκό Βρετανό να ζητιανεύει. Πού είναι οι γυναίκες;
Το βιβλίο σας φαίνεται να υποστηρίζει ότι υπάρχει κάτι προβληματικό στα προγράμματα εύρεσης εργασίας για τις γυναίκες μετανάστριες, όταν «υποστηρίζουν σιωπηλά» την «ιδέα των δυτικών φεμινιστριών για χειραφέτηση μέσω της παραγωγικής εργασίας». Όμως πολλές γυναίκες εργάζονταν και στις χώρες προέλευσής τους.
Κάποιοι λένε «τουλάχιστον έχουν μια δουλειά». Φυσικά. Και η φροντίδα, η καθαριότητα και άλλες κοινωνικά αναπαραγωγικές εργασίες είναι δουλειά και θα έπρεπε να αναγνωρίζεται ως τέτοια.
Όμως αυτές οι δουλειές είναι συνήθως υπο-πληρωμένες, δεν αναγνωρίζονται και είναι συχνά υψηλής εκμετάλλευσης χωρίς συμβόλαια. Ως φεμινίστριες πρέπει να βάλουμε το ζήτημα της κοινωνικής αναπαραγωγής πολύ ψηλά στην ατζέντα και πάλι. Τα τελευταία 20 χρόνια, ο φιλελεύθερος φεμινισμός έχει γίνει πολύ δημοφιλής. Χρειάζεται να επαναφέρουμε πολύ σημαντικά ζητήματα, όπως οι δωρεάν δομές για την παιδική φροντίδα. Είναι σημαντικό να στρατευθούμε στους αγώνες των οργανώσεων των οικιακών εργαζομένων.
Για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή εξελίσσεται ένας αγώνας των εργαζομένων στην καθαριότητα στο London School of Economics, η πλειοψηφία των οποίων είναι γυναίκες μετανάστριες που αγωνίζονται για αναγνώριση και για αξιοπρεπή συμβόλαια εργασίας.
Η έρευνά σας δίνει έμφαση και στο ζήτημα της μητρότητας όπως εμφανίζεται στα προγράμματα ένταξης μεταναστών και στο πώς συνδέεται με την ουσιοκρατική ιδέα για τη γυναίκα ως φορέα πολιτισμού.
Αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες αντιφάσεις αυτών των προγραμμάτων ένταξης: υπάρχει τόσο μεγάλη έμφαση στο να διδαχθούν οι μουσουλμανικές κοινότητες για τα δικαιώματα των γυναικών και τις φεμινιστικές ιδέες.
Και ταυτόχρονα αυτά τα προγράμματα περιέχουν την εξαιρετικά παραδοσιακή ιδέα ότι οι γυναίκες είναι πρωτίστως μητέρες. Στην Ολλανδία, ζητούν μάλιστα από τις γυναίκες να αποδείξουν ότι δεσμεύονται στη διαδικασία της σωστής μητρότητας: τους ζητούν να πάρουν μέρος σε μια εξέταση όπου απαντούν ερωτήσεις για τα ολλανδικά μοντέλα μητρότητας και πατρότητας.
Χρειάζεται να κομίσουν αποδείξεις για τις προσπάθειές τους, για παράδειγμα ότι πήγαν να δουν τον δάσκαλο του παιδιού τους ή ότι προσέφεραν κάποιου είδους εθελοντική εργασία. Υπάρχει τεράστια έμφαση στην αναπαράσταση των γυναικών ως μητέρων της μελλοντικής γενιάς. Πρέπει να αφομοιωθούν πολιτισμικά στις δυτικές αξίες για να μπορέσουν να τις μεταδώσουν.
Αν όμως, με τον φόβο του να μη δαιμονοποιήσουμε τους μουσουλμάνους ή να μην συμβάλουμε στην αντι-ισλαμική ατζέντα, η κατάσταση αντιστραφεί και οι προσπάθειες υποστήριξης και ενδυνάμωσης των μουσουλμάνων γυναικών οπισθοχωρήσουν; Υπάρχει ένας τέτοιος κίνδυνος;
Αυτό είναι ένα κλασικό δίλλημα: όταν ο αντι-σεξισμός παίζεται ενάντια στον αντι-ρατσισμό. Είναι κάτι για το οποίο έγραψαν πολύ οι φεμινίστριες του μαύρου κινήματος στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, και συνεχίζουν αυτόν τον διάλογο. Πώς μπορούμε να καταγγείλουμε τον σεξισμό στις κοινότητές μας, όταν ξέρουμε ότι αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενάντια στους μαύρους άνδρες; Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση.
Πρέπει να υποστηρίζουμε με κάθε τρόπο τη δυνατότητα κάθε γυναίκας και κάθε κοινότητας να καταγγέλλει τον σεξισμό όπου αυτός εμφανίζεται. Έτσι πρέπει να αναρωτηθούμε: συμβάλλουμε πράγματι σε αυτόν τον σκοπό; Πώς μπορούμε να στηρίξουμε των αγώνα αυτών των γυναικών, σε ένα πλαίσιο εξαιρετικά σκληρής και εντεινόμενης ισλαμοφοβίας; Ο αγώνας ενάντια στον ρατσισμό και ο αγώνας ενάντια στον σεξισμό πρέπει να πηγαίνουν χέρι-χέρι.
[1] Sarra Farris, In the Name of Women’s Rights: Τhe Rise of Femonationalism, Duke University Press, 2017.
[2] Η φράση παραπέμπει στο έργο της Gayatri Chakravorty Spivak Can the Subaltern Speak?, στο οποίο κάνει αναφορά στην αποικιοκρατική ρητορική «διάσωσης των μελαψών γυναικών από μελαψούς άντρες». Η συγκεκριμένη φράση έχει μετατραπεί σε σημείο αναφοράς στη μεταποικιακή φεμινιστική κριτική της αποικιοκρατικής εργαλειοποίησης των γυναικών. [Σ.τ.Μ.]
Το πρωτότυπο άρθρο δημοσιεύτηκε στο Open Democracy, στις 13 Ιουλίου 2017.
Πηγή: passworld
Διαβάστε ακόμα
«Μια ύπουλη κατάσταση»: οι έμφυλοι ρόλοι των ακροδεξιών γυναικών