του Παντελή Μπουκάλα
Υπάρχουν συνθήματα στους τοίχους των πόλεων ή στα πλαϊνά των εθνικών οδών που για κάποιον μυστήριο λόγο αντέχουν όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες βροχές κι αν ξεπλύνουν την μπογιά τους. Μένουν έτσι σαν σημάδια άλλων εποχών, που καλό είναι να μην τις ξεχνάμε ή σαν σφραγίδες μιας αέναα επίκαιρης σημασίας που διεκδικούν την αδιάλειπτη προσοχή μας. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει σίγουρα το σύνθημα «Ούτε θεατές ούτε εθελοντές», που έμεινε για να θυμίζει την εποχή ενός απολύτως ψευδαισθησιογόνου και καταστροφικά σπάταλου μεγαλείου, των δήθεν «Ολυμπιακών του μέτρου»· το εθνικό μας αναβολικό, η Ολυμπιάδα, μας κόστισε, όχι μόνη της βέβαια, και ένα και δύο και τρία Μνημόνια. Στη δεύτερη κατηγορία συγκαταλέγονται αναρχολογοπαικτικά συνθήματα του είδους «Κάτω οι Πάνω / Πάνω κανείς», εθνοαυτοκριτικά όπως το «Ελληνες, οι Αμερικάνοι των Βαλκανίων» από τον καιρό που νομίζαμε πως γίναμε νοματαίοι στη χερσόνησό μας και πια τίποτα δεν μας τρομάζει, φιλάλληλα όπως «Είμαστε όλοι μετανάστες», ή προτρεπτικά σαν το «Κλειστή Τιβί, ελεύθερη ζωή», που θυμίζει πόση ζωή χάνεται όταν αυτοεγκλωβιζόμαστε στα όρια του γυάλινου κόσμου.
Σε μια ενδιάμεση κατηγορία ανήκει ένα σύνθημα το οποίο και μια συγκεκριμένη περίοδο του δημόσιου βίου μάς θυμίζει, πρόσφατη μάλιστα αλλά ήδη απωθημένη, και τη διαρκή προσοχή μας διεκδικεί, ώστε να μην ενδώσουμε άλλη φορά στον ίδιο πειρασμό, στη διαπόμπευση ανθρώπων καταφανώς αδύναμων. Είναι γραμμένο, με μαύρο ως συνήθως μαρκαδόρο, σε άσημο δρόμο του Νέου Κόσμου: «Υγειονομική βόμβα είναι οι Ελληνες πορνοπελάτες κι όσοι τους κάνουνε τις πλάτες». Θυμόμαστε σε τι ανταποκρίνονται οι λέξεις «υγειονομική βόμβα»: στις διαγνώσεις ενός πολιτικού ιατρού (πρόκειται για νέα ειδικότητα)· του κ. Ανδρέα Λοβέρδου. Ως υπουργός Υγείας, ο κ. Λοβέρδος, ο οποίος ήδη ασχολείται με το μέλλον του τόπου από νέα μετερίζια, είχε πιστέψει ότι για να πιστοποιήσει πως κατέχει την ύλη του χαρτοφυλακίου του, όφειλε να χρησιμοποιεί ελαφρώς ιατρική ορολογία. Και το διέπραξε. Κι όχι μονάχα μία φορά.
Τον Φεβρουάριο του 2011, όταν οι μετανάστες απεργοί πείνας της Νομικής μεταφέρθηκαν στο μέγαρο Υπατία της Πατησίων, ο υπουργός, σε συνέντευξή του, είχε γνωματεύσει ότι το εν λόγω μέγαρο αποτελεί «βόμβα λοιμώξεων». Μια βόμβα απειλητική, εννοούσε, για έναν πληθυσμό που κατά τα λοιπά απολάμβανε και απολαμβάνει απροβλημάτιστα τις παροχές ενός αρτιότατου εθνικού συστήματος υγείας. Δεκατέσσερις μήνες αργότερα, Πρωτομαγιά του 2012, δηλαδή μια ανάσα πριν από τις εκλογές που έμελλε να αποδειχθούν δίδυμες, ο ίδιος υπουργός αποφάσισε να ταΐσει και πάλι τον κοινωνικό Mινώταυρο με μια υγειονομική διάταξή του και με αναβαθμισμένη τώρα την παραϊατρική ορολογία του, αφού δανείστηκε και στοιχεία από το λεξικό των αντιτρομοκρατικών υπηρεσιών. Γνωματεύει λοιπόν και κηρύσσει: «Απασφαλισμένη βόμβα οι μολυσμένες με HIV ιερόδουλες». Οχι απλώς βόμβα, δηλαδή, παρά και απασφαλισμένη, έτοιμη να εκραγεί· και να θερίσει. Και δήθεν για να εμποδιστεί το θεριστικό της έργο, σπεύδει να αναλάβει δράση και ο ειδικός στα θέματα αυτά κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, υπουργός Προστασίας του Πολίτη και επίσης δελφίνος τότε. Και οι δυο τους έχουν στο μυαλό τους τη σκέψη να παρουσιάσουν το κόμμα τους σαν προστάτη της δημόσιας υγείας αλλά και της δημόσιας ηθικής, και να αποσπάσουν έτσι τον έπαινο του δήμου υπό μορφήν ψήφων.
Με συνοπτικές διαδικασίες λοιπόν προσάγονται 96 γυναίκες, με την κατάθεση ενός και μόνον παντεπόπτη και πανταχού παρόντος αστυνομικού, ο οποίος δήλωσε ότι τις είδε «να κινούνται προκλητικά στο πλήθος». Προσάγονται δηλαδή με βάση εντελώς εξωτερικά γνωρίσματα και χωρίς τη συνδρομή άλλων στοιχείων. Οι 26 οδηγήθηκαν σε δίκη, με την κατηγορία της «σκοπούμενης βαριά σωματικής βλάβης». Σαν να λέμε, εξεπιτούτου αρρώστησαν, επίτηδες επιδόθηκαν στην πορνεία και εσκεμμένα συνευρέθηκαν με απρόθυμους καθώς φαίνεται πελάτες, για να τους μολύνουν. Οι 16 είναι ακόμα στη φυλακή, δίχως ειδική φροντίδα, όπως έχει καταγγελθεί. Συναρμοδίως δρώντες και του ίδιου λαϊκισμού μέτοχοι, οι δύο υπουργοί αποφασίζουν να δοθούν στη δημοσιότητα οι φωτογραφίες όσων γυναικών κρίθηκαν οροθετικές, αφού πρώτα υποβλήθηκαν σε τεστ, χωρίς καν να γνωρίζουν αρκετές εξ αυτών τι ακριβώς υφίστανται, αλλά και χωρίς να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στα προβλεπόμενα για το τεκμήριο αθωότητας, που παραβιάστηκε με την προσχηματική επίκληση της αναλογικότητας. Και το ιατρικό απόρρητο, τα ίδια υπέστη.
Ο ευγενής στόχος, όπως ειπώθηκε, ήταν να δουν τις φωτογραφίες όσοι τυχόν είχαν γνωρίσει τις γυναίκες (με τη βιβλική σημασία του ρήματος) και να σπεύσουν να εξεταστούν. Αυτό ήταν το φενακιστικό, δήθεν ανθρωπιστικό μήνυμα. Αλλά επρόκειτο απλώς για ωφελιμοθηρική διαπόμπευση εν ονόματι ενός μείζονος αγαθού που δεν ήταν η δημόσια υγεία, όπως υποκριτικά υποστηρίχτηκε, αλλά η αντιμετώπιση μιας χρόνιας κομματικής νόσου και η εξυπηρέτηση προσωπικών φιλοδοξιών. Δεν θα αρκούσε άραγε να κοινοποιηθούν οι διευθύνσεις των «ύποπτων» οίκων ανοχής και να γνωστοποιηθούν οι κρίσιμες πιάτσες; Κι αν πράγματι το κράτος απέβλεπε στην προστασία της δημόσιας υγείας, γιατί μέτρησε τις ευθύνες του με πειραγμένη ζυγαριά; Αν ήταν σύμφωνο με την ίδια τη λογική του, όφειλε να γνωστοποιήσει και τα στοιχεία όσων ανδρών εξετάστηκαν και βρέθηκαν οροθετικοί, διότι και αυτοί θα μπορούσαν να αποτελούν «βόμβα», σαν διασπορείς που ίσως απέκρυπταν και από τους οικείους τους ακόμα ενδεχόμενο πρόβλημα της υγείας τους. Το σεξ χωρίς προφυλακτικό άλλωστε (που παραλίγο να ποινικοποιηθεί από ευφυέστατους «νομοθέτες» και να ανατεθεί ο έλεγχός του σε ειδικό σώμα προφυλακτόρων) το απαιτούν οι άντρες, εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη της δόσης όσων γυναικών είναι τοξικοεξαρτημένες ή τον φόβο του προστάτη.
Παρ’ όλες τις αντιδράσεις, πάντως, οι φωτογραφίες των «επικηρυγμένων», που παρά τα αρχικά λεγόμενα («οι Ρωσίδες…»), στην πλειονότητά τους ήταν Ελληνίδες, παρέμειναν αναρτημένες στην ηλεκτρονική σελίδα της αστυνομίας έως τα τέλη Αυγούστου. Στίγμα εσαεί. Οσο για τις καταγγελίες ορισμένων γυναικών ότι ασκούσαν καταναγκαστική πορνεία, ως θύματα σωματεμπορίας, δεν βρήκαν πρόθυμα ώτα στην πλευρά της πολιτείας και καμία έρευνα δεν έγινε. Το «καλά να πάθουν» να πρυτάνευσε άραγε ή το «τα ‘θελαν και τα ‘παθαν»;
Η συνέχεια την άλλη Κυριακή.
* Ομιλία στο 24ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης και Αντιμετώπισης του AIDS (23 – 25 Νοεμβρίου).
Πηγή: Καθημερινή