Με αφορμή τον συμβιβασμό του πρώην ισχυρού Ντομινίκ Στρος-Καν με την καμαριέρα Ναφισάτου Ντιάλο και την κατρακύλα του πρώτου, αναδημοσιεύουμε κάποια παλιότερα άρθρα πάνω στο θέμα.
της Σίσσυς Βωβού
Σύσσωμα τα μεγάλα αμερικανικά ΜΜΕ οδηγούνται σε ένα νέο δρόμο σχετικά με τις καταγγελίες της καμαριέρας του Σόφιτελ Νέας Υόρκης για σεξουαλική επίθεση, απόπειρα βιασμού και ομηρία από τον πρώην πρόεδρο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Οι πηγές τους προέρχονται από την εισαγγελεία της Νέας Υόρκης και αναφέρονται ως ανεπιβεβαίωτες, προς το παρόν. Τα ελληνικά ΜΜΕ ακολουθούν στην πλειοψηφία τους χωρίς ερωτήσεις, δυστυχώς, το νέο δρόμο που χαράσσεται.
Και όμως, μεχρι στιγμής δεν υπάρχει αμφισβήτηση των καταγγελιών, υπάρχει όμως συνολικότερη αμφισβήτηση του χαρακτήρα και της αξιοπιστίας της καμαριέρας, σύμφωνα με τις αξίες και τα κριτήρια της αστυνομίας. Υπάρχουν πληροφορίες ότι της έχουν βάλει κάποιοι καταθέτες σε τραπεζικούς της λογαριασμούς έως 100.000 δολάρια τα τελευταία δύο χρόνια (πιθανώς για ξέπλυμα χρήματος), συνομίλησε με φυλακισμένο για εμπορία μαριχουάνας όπου τον ρωτούσε και εγώ τι θα κερδίσω αν επιμείνω στις καταγγελίες μου, ενώ τα ψέματα που διέρρευσε ότι είπε στις αρχές, αφορούν την αίτησή της για άσυλο πριν 7 χρόνια.
Ακόμα πιο ακραίο, η εφημερίδα Νew York Post (που μας θυμίζει δικές μας σκανδαλοθηρικές φυλλάδες), έγραψε σε σειρά άρθρων της το περασμένο Σαββατοκύριακο, μεταξύ άλλων κατηγοριών, ότι ήταν καμαριέρα που συμπλήρωνε το εισόδημά της ως πόρνη στο ξενοδοχείο, και συγκεκριμένα, ότι «έκανε διπλή βάρδια ως εκδιδόμενη, μαζεύοντας χρήματα από τους άνδρες ενοίκους» και «θεωρείται ότι το συνδικάτο της την είχε επιφορτίσει να δουλεύει στο κεντρικό ξενοδοχείο, γιατί γνώριζε ότι θα της έφερνε μεγαλόσχημους». Ήδη οι δικηγόροι της καμαριέρας έκαναν μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση στην εφημερίδα, κατηγορώντας την ότι δημιούργησε μια ευκαιρία για να ανεβάσει την πτωτική κυκλοφορία της.
Ο δικηγόρος Kenneth P. Thompson, ανέφερε μετά τον καταιγισμό δημοσιευμάτων ότι «Τίποτα δεν αλλάζει το πολύ σημαντικό γεγονός, δηλαδή ότι ο Ντομινίκ Στρος Καν έκανε βίαια σεξουαλική επίθεση στο θύμα μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου Σόφιτελ».
Κι εμείς επεξηγούμε: ότι υπάρχει σχέση εξουσίας ανάμεσα σ’ έναν μεγαλόσχημο πελάτη και μια ταπεινή καμαριέρα για πράξη που διεξάγεται στο χώρο εργασίας της, και συνεπώς δεν μπορεί να τεκμαίρεται συναίνεση όπως υποστηρίζει ο κατηγορούμενος, είναι κοινή λογική αλλά και κοινός τόπος σε όλες τις νομοθεσίες για τη σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο της εργασίας. Τίποτε από τις υπόλοιπες ανακολουθίες της καμαριέρας ή τα ψέματα που αναπόφευκτα λέει κάθε αιτούσα άσυλο για να υποστηρίξει την υπόθεσή της, δεν πρέπει να επηρεάσει τη συγκεκριμένη κατηγορία μπροστά στο δικαστήριο.
Υπάρχουν βέβαια και άλλα ερωτήματα, τα οποία δεν τίθενται από τα μεγάλα μίντια: Πώς και η αστυνομία δεν εξετάζει την αξιοπιστία του κατηγορούμενου, όταν βοά ο κόσμος ότι έκανε σεξουαλική παρενόχληση σε πολλές γυναίκες που είτε ήταν συνεργάτιδές του, ή βρίσκονταν κοντά του λόγω άλλης επαγγελματικής σχέσης; Και γιατί θεωρεί ότι τα «ελαττώματα» του χαρακτήρα της εργαζόμενης υπονομεύουν την αξιοπιστία της συγκεκριμένης καταγγελίας, αφήνοντας στο απυρόβλητο τη γενικότερη πολιτεία του κατηγορούμενου, αλλά που επίσης είπε επανειλημμένα ψέματα για τη συγκεκριμένη περίπτωση μέχρι που να βρεθεί το γενετικό υλικό και να αλλάξει «άλλοθι»; Ακόμα, γιατί εξετάζει τους τραπεζικούς λογαριασμούς και τα τηλέφωνα της εργαζόμενης και όχι του κατηγορούμενου, ο οποίος έχει άπειρα εκατομμύρια και άπειρη περιουσία;
Η απάντηση βρίσκεται στην ταξική και πατριαρχική μας κοινωνία και στα διαφορετικά κριτήρια με τα οποία θα κριθεί ένας μεγαλόσχημος πρόεδρος του «ευαγούς» ιδρύματος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από τη μια, και μια καμαριέρα και μετανάστρια από την άλλη. Είναι η ίδια αιτία, τηρουμένων πάντα των μεγεθών, που οδηγεί πολλές γυναίκες να μην καταγγέλλουν τη σεξουαλική παρενόχληση ή σεξουαλική βία στο χώρο της εργασίας, όταν προέρχεται από ανώτερους, πολλές από όσες την καταγγέλλουν να την αποσύρουν στη μέση της διαδικασίας, και όσες επιμένουν μέχρι τέλους να τιμωρούνται με το στιγματισμό ότι η εργαζόμενη αυτή χαλάει την κανονικότητα των εξουσιαστικών σχέσεων και παραβιάζει την αναμενόμενη «ομερτά». Υπάρχει και ο δρόμος της αποχώρησης από την εργασία, από μια γυναίκα που βάζει την αξιοπρέπειά της πιο πάνω από το ψωμί της.
Και ενώ αυτά όλα θα έπρεπε να είναι γνωστά στους και στις δημοσιογράφους με προοδευτική σκέψη και στοιχειώδη γνώση της ταξικότητας και πατριαρχικότητας του δικαστικού και αστυνομικού συστήματος, διαβάζουμε και βλέπουμε να καταπίνεται αμάσσητη η τροφή που αφήνει να διαρρεύσει η αστυνομία της Νέας Υόρκης και εν χορώ αναπαράγουν τα συστημικά μίντια, σε μια προσπάθειά της να αποδώσει άσπιλο ή ελαφρότατα σπιλωμένο στην κοινωνία, τον σοσιαλιστή με το χαβιάρι και τη Φεράρι.
Όσες στηρίζουμε την αντίσταση των γυναικών στην ανδρική βία, μέσα ή έξω από την εργασία, εκφράζουμε και πάλι την αλληλεγγύη μας στην καμαριέρα και το θαυμασμό μας για την τόλμη της να καταγγείλει μια τέτοια επίθεση. Ελπίζουμε, αν και το βλέπουμε δύσκολο, να επιμείνει μέχρι το τέλος, να μην τρομοκρατηθεί και να μην εξαγοραστεί.
Πηγή: Αυγή