της Μαρώς Τριανταφύλλου
Σχολιάζοντας πριν από καιρό το θαυμάσιο βιβλίο της Κάτιας Γέρου «Αλλάζοντας τους παλμούς της καρδιάς», σημειώναμε: «Ό,τι κι αν κάνει το θέατρο, όσες αλλαγές κι αν συμβούν, όσα μπολιάσματα με τις τέχνες, όσα υβρίδια κι αν γεννήσει, όποιους δρόμους κι αν τραβήξει, ο ηθοποιός θα παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος του. Το πιο μεγαλόπνοο κείμενο, η καλύτερη σκηνοθετική έμπνευση δεν μπορούν να φτάσουν στο κοινό, αν δεν υπηρετηθούν σωστά και με τρέλα από τον ερμηνευτή –γι’ αυτό και το δυσκολότερο είδος θεάτρου είναι ο μονόλογος». Η Μάνια Παπαδημητρίου δικαίωσε εκείνη τη σκέψη.
Ο «Διάδρομος» είναι ένας μονόλογος της νεαρής τραγουδοποποιού Ευσταθίας, που δείχνει να διαθέτει στόφα συγγραφέα. Μια γυναίκα τρέχει πάνω σε ένα διάδρομο γυμναστηρίου. Νιώθει περήφανη που καταβροχθίζει χιλιόμετρα και σμιλεύει το σώμα της. Διανύει χιλιάδες χιλιάδων χιλιόμετρα -σαν να έχει γυρίσει ολόκληρη τη γη, όπως λέει- χωρίς να έχει μετακινηθεί ένα βήμα από τον κυλιόμενο ιμάντα του γυμναστικού οργάνου. Ο διάδρομος παίρνει γι’ αυτήν υπαρξιακές διαστάσεις. Γίνεται σύμβολο υγείας, ζωής, ευεξίας, υψηλής κοινωνικής θέσης (είναι φανερή η διάθεση της συγγραφέως να σατιρίσει τη μανία των υψηλόβαθμων επιχειρησιακών στελεχών για τη γυμναστική και τη σωματική φόρμα). Σιγά-σιγά, ωστόσο αποκαλύπτεται, με σαρκαστικό χιούμορ, η ανελέητη αλήθεια της πραγματικότητας: μοναξιά, εγκατάλειψη, ανεργία, φτώχια, ένας κόσμος σκληρός και διαλυμένος, που αρπάζει τη ζωή των ανθρώπων και όλες τους τις βεβαιότητες, αφήνοντας τους γυμνούς και μόνους, χωρίς όνομα και ταυτότητα. Το πρώτο μέρος είναι σφιχτό, στο δεύτερο η φουτουριστική πινελιά μένει μετέωρη και η ισορροπία του κειμένου εκεί χωλαίνει, ωστόσο συνολικά είναι ζουμερός μονόλογος που κινείται μέσα στο σύμπαν του Μίλερ, αλλά και νεότερων δραματουργών με παρόμοια θεματική (Γκαλθεράν, Μπάρτλετ κτλ). Το κείμενο έχει ευρηματικότητα, ζωντανή γλώσσα, μοντέρνα και μερικές φορές απρόσμενη συμβολοποίια.
Η Μάνια Παπαδημητρίου εντυπωσιάζει με την αρτιότητα της υποκριτικής προσέγγισης. «Σπινταρισμένη» ερμηνεία -επί 70 λεπτά, παίζει τρέχοντας ασταμάτητα πάνω σε ένα διάδρομο γυμναστηρίου- με πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, με έξυπνη χρήση της υπερβολής και του γκροτέσκο, που εναλλάσσονται με μια υπόγεια τραγικότητα αναδεικνύει αποτελεσματικά και με μαεστρικά υπολογισμένες δόσεις χιούμορ, σαρκασμού και πόνου τον εκφασισμό της καθημερινότητας, την απαξίωση της ανθρώπινης πραγματικότητας, την κατάρρευση των αξιών, την καταπίεση της σκέψης.
Η μουσική της Λένας Πλάτωνος δεν ντύνει μουσικά απλώς, δημιουργεί σκηνικό χώρο και συσσωρεύει δημιουργικά ένταση και ερωτηματικά.
Πηγή: Εποχή