της Ελένης Καρασαββίδου
Η ιστορία της εξουσίας, όπως έχει γραφτεί, είναι η ιστορία των σωμάτων και των αναπαραστάσεών τους. Γιατί το σώμα – υποκείμενο, χτίζοντας τη μνήμη, υπόκειται πρώτο και ξεχνά τελευταίο. Αλλά και γιατί το συλλογικό σώμα χρησιμοποιείται για να δομήσει ή να επιβεβαιώσει (συχνά και τα δυο αλληλοτροφοδοτούμενα) σύνορα και έμφυλες, εθνικές και ταξικές ιεραρχίες αλλά και ιδεολογικούς (ιδεοληπτικούς στ’ αλήθεια) ολοκληρωτισμούς.
Δεν είναι τυχαίο ότι η κοινωνιολογία της ετερότητας έχει δείξει ότι «η στοχοποίηση ενός προσώπου ή μιας ομάδας ως βλαπτικού, μολυσματικού, μοχθηρού, τρέπεται σε προσωποποίηση μιας ευρύτερης απειλής (του διαβόλου ή του Ισλάμ από τη μια ή του κοινωνικού φιλελευθερισμού από την άλλη για παράδειγμα) κι έχει ως συνέπεια την κοινωνική του απομόνωση, κι άρα την ποινικοποίηση των σχέσεων του και την εργασιακή ή/και κοινωνική του απαξίωση.
Το είδαμε με πρωτοφανή ένταση το φαινόμενο αυτό τόσο στη απίστευτη υποκρισία σε σχέση με τις οροθετικές (ρημαγμένες από τις διελκυστίνδες μιας κοινωνίας κυνικών ανθρωποεμπόρων από τη μια και “αθώων” μάτσο πελατών από την άλλη, και κατηγορούμενες από παντού κι από πάνω) όσο και στον τρόπο προεκλογικής δράσης της Χρυσής Αυγής.
Γιατί οι ιστορίες για βιασμούς από μετανάστες σε νεαρά ζευγάρια Ελλήνων διαχύθηκαν όπως η φωτιά στα σπαρτά στην ελληνική επαρχία και πάντα “κάποιος/α άκουσε κάτι από κάπου”. Όπως στην Κόρινθο που “τα κακά μίντια κάλυψαν ομαδικό βιασμό Νεαρών Ελλήνων που οδήγησε στον θάνατο του ενός” κι όπου η Χρυσή Αυγή απέσπασε το εμβληματικό 12%. Σε έρευνα όμως που έκανε η Λ. Στεφάνου για αναφορές παρόμοιων περιπτώσεων αποκαλύφθηκε ότι ούτε στα αστυνομικά ούτε στα ιατρικά αρχεία των περιοχών υπάρχουν οι συγκεκριμένες καταγραφές.
Το συλλογικό σώμα (της γυναίκας που πρέπει να προστατεύεται πχ και του άντρα που πεθαίνει για να προστατεύσει), έχει ανάγκη από ένα συλλογικό κακό. Και μέσα από αυτό επαναορίζονται ιεραρχίες και σύνορα “περιούσιων που διώκονται” (κι εδώ η αριστερά θα πληρώσει κάτι ιδεολογικά της δάνεια, αφού από την αντι-διαλεκτική γελοιότητα του εθνομηδενισμού έφτασαν όπως αναμενόταν κάποιοι στο άλλο αντι-διαλεκτικό άκρο προωθώντας με μη πολιτικούς όρους το δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο) και “μαυριδερών που διώκουν”.
Το πολιτικό διαταύτα ενός τέτοιου κειμένου όμως δεν είναι φυσικά να δικαιολογήσει ή να απαξιώσει “ιδεολογικοποιώντας” την, (ή απο-ιδεολογικοποιόντας την στ’ αλήθεια;) την εγκληματικότητα (και μάλιστα τον βιασμό και δη μετά φόνου) από όπου κι αν προέρχεται. Το σώμα του καθενός ξεχνά τελευταίο, κι αυτό το σώμα το σεβόμαστε.
Αλλά να καταδείξει ότι ο τρόπος αναπαράστασης του «κακού» σχετίζεται βαθιά με την διαδικασία «ετεροποίησης», ανοικείωσης με άλλα λόγια, αυτού που βγαίνει έξω από τον κύκλο του «εμείς» κι έρχεται απ τα μαύρα δάση (για να θυμηθούμε λίγο τον Μπρεχτ). Συμπεριλαμβάνει άρρητες μορφές αντίληψης του «εγώ» και του «εμείς» κι άτυπες μορφές διαπραγμάτευσης και επικοινωνίας με το «άλλο» (όπως το βαθύ ανθρωπολογικό ταμπού της “γυναίκας της φυλής” και όχι μόνο) οι οποίες διέπουν τις ομαδικές και διομαδικές σχέσεις που δεν είναι πολιτικά ουδέτερες κι έχουν στόχους.
Ο βιασμός των πελατών στα θύματα του trafficking (παρόλο που αν αντιμετωπίσουμε ως ανθρώπινα πλάσματα τα τελευταία κι όχι ως υποκείμενα πατερναλισμού ή ματερναλισμού δεν θα τους αφαιρέσουμε τον “εαυτό” κι άρα ένα ποσοστό προσωπικής ευθύνης που όμως έπεται κατά πολύ των εμπόρων και των πελατών) δεν διαχύθηκαν πχ ώστε να γίνουν αστικός μύθος ή μύθος της ελληνικής επαρχίας. Δεν συνειδητοποιεί η ελληνική κοινωνία τον βαθύ σεξισμό της με πρώτα θύματα της μετανάστριες. Κι άλλωστε στην φριχτή ιστορία των οροθετικών που χειραγωγήθηκε τόσο από μια σάπια και βαθύτατα υποκριτική κοινωνία αξίζει να αναρωτηθεί κανείς βλέποντας τις φωτογραφίες των οροθετικών τι είδους ανδρών μπορεί και φαντασιώνει με τέτοια ρημαγμένα κορμιά, παλικαρίζει απαιτώντας απροφύλακτο σεξ (ποιος κόλλησε ποιον άραγε;) κι επιστρέφει ως σύντροφος, αδερφός, φίλος στα σπίτια μας ευχαριστημένος κι από πάνω, κι ας μυξοκλαίει τώρα στα ραδιόφωνα «βρίζοντας τους ξένους και τις ξένες».
Σε σχέση όμως με τον βιασμό των Ελληνίδων θυμίζω ότι η ίδια ομαδική ρητορική-φαντασίωση (“βιασμοί λευκών γυναικών από μαύρα κτήνη του Αμερικάνικου νότου”, κι ενώ στις αγροτικές περιοχές των ΗΠΑ δεν υπάρχει τίποτε πιο φιλήσυχο από τους θρησκόληπτους μαύρους…) είχε επιλεγεί και τον καιρό των Freedom Riders στις ΗΠΑ του 60…
Στις ημέρες μας παρόλο που συμβαίνει ως εξαίρεση (όπου και πρέπει να τιμωρείται γιατί δεν είμαστε αλληλέγγυοι στην κτηνωδία από όπου κι αν προέρχεται) έρευνες δείχνουν ότι η είδηση του βιασμού μιας λευκής Ευρωπαίας από «μολυσματικό άλλον» αναπαράγεται σαν «εκτεταμένο θέσφατο» πανευρωπαϊκά ως προεκλογική (και όχι μόνο) στρατηγική από την άκρα δεξιά, αφού “στον πόλεμο όλα επιτρέπονται” κι έχουν για δάσκαλο τον Γκέρινγκ.
Η ανάσυρση των φοβιών για το σώμα (το τελευταίο σύνορο) και μέσα από αυτό για την καθαρότητα της φυλής, αποπειράται να καλύψει τα οικονομικά προβλήματα και μεταβάλλει σ’ έναν βαθμό την πολιτική ατζέντα, αποτελώντας εύκολο χωράφι για εκλογικούς λαϊκισμούς που δεν καταγγέλλει κανείς… Αλλά και σε πλανητικό επίπεδο το σώμα γίνεται ένα εμβληματικό όπλο (προορισμένο για ευαίσθητους δυτικούς καταναλωτές που θεωρούν ότι η μπούργκα εξαφανίζεται όταν επέμβουν πχ «οι αμερικάνοι» και πάψουν τα μίντια να έχουν την ανάγκη να μιλούν γι’ αυτήν) σε γεωπολιτικά παιχνίδια που έχουν σκοπό να πείσουν ότι οι χώρες του τρίτου κόσμου είναι ανίκανες να επιλύσουν τα προβλήματα τους μόνες τους (ενδέχεται φυσικά) και έχουν ανάγκη από ισχυρές «δημοκρατικές» χώρες ώστε να νομιμοποιείται εντός κι εκτός δύσης η ιεραρχία του κόσμου. Οι γυναίκες, όπως και τα παιδιά, παραμένουν αποτελεσματικά εργαλεία ενός απίστευτα κυνικού μιντιακού και πολιτικού (φυσικά μαζί εδώ και δεκαετίες) μάρκετινγκ που ωραιοποιεί διαρκώς τις προθέσεις ενός απαράδεκτου κόσμου πολιτών και καταναλωτών. Άλλωστε και στον χώρο της αριστεράς η ανάσυρση μιας πρόχειρης φεμινιστικής ρητορικής αποπειράται συχνά να καλύψει την έλλειψη φεμινιστικής πρακτικής. Ακόμη, όπως πάντα όσοι απαξιώνουν τους ναζί ως βλάκες (δεξιοί κεντρώοι και αριστεροί, και λοιποί κοινοβουλευτικοί αλληλοκανιβαλιζόμενοι όπως στη Βαιμάρη) πλανώνται και θα το βρουν κανά ξημέρωμα μπροστά τους. Οι νεοναζί είναι μάστορες στο να εκκινούν από την πραγματικότητα (Ελλάδα αποθήκη μεταναστών λόγω και συνθήκης Δουβλίνο 2 και αύξηση της εγκληματικότητας από απελπισμένους, στους οποίους συνωθούνται όλο και μεγαλύτερα τμήματα πληθυσμού μηδέ των γηγενών ελλήνων εξαιρουμένων) αλλά να την αντιμετωπίζουν μέσα από την ανάσυρση βαθιών ανθρωπολογικών αρχετύπων («η γυναίκα της φυλής») φοβιών, ταμπού κλπ.
Η βαρβαρότητα που υιοθετεί η ακραία δηλωτική προπαγάνδα δεν έλειψε ποτέ από το είδος των ανθρώπων: Στην κάθοδο των Σλαβικών φύλων και κατά περιόδους στον μεσαίωνα πχ (βλ. Medieval Studies An Oppresive Silence του Joe Eckman κλπ) μετακινούμενοι πληθυσμοί που ήθελαν να φοβίσουν άλλους πληθυσμούς σκότωναν μια γυναίκα, την βίαζαν με έναν κορμό κι αφού πάγωνε το σώμα τραβούσαν τον κορμό αφήνοντας την σε δημόσιο πέρασμα ώστε να ληφθεί το εκφοβιστικό μήνυμα ενός υπερμεγέθους φαλού. Θυμηθείτε ακόμη την ανάσυρση των δαιμονικών αισθημάτων στη Γερμανία του 30 όπως μας έδειξε η περίφημη μελέτη της Lote Aisner και όχι μόνο…
Η προνεωτερικότητα ζει και βασιλεύει και στην η εποχή μας θριαμβεύει… Kι όποιοι χαρούν αν πέσει το ποσοστό των νεοναζί σε σχέση με τις δημοσκοπήσεις δεν κατανοούν ότι ο ναζισμός διαχέεται σε πολλούς χώρους, ακόμη και στο ακραίο κέντρο και θα επανέλθει πίσω από άλλο σχήμα! Και σ’ αυτούς να προσθέσω και κάτι ακροαριστερούς που δεν βλέπουν κατάματα το πρόβλημα. Σχηματικά (αλλά όχι ψεύτικα!) μιλώντας έχει σημασία (γιατί δεν εξομοιώνονται επιτέλους!) που οι ακρότητες από την μεριά της αριστεράς γίνονται από ρομαντισμό κι από την μεριά της άκρας δεξιάς από αλητεία, αλλά και τα δυο χρησιμοποιούνται από ένα (πολυώνυμο και με ρωγμές που αναδεικνύουν και την ευθύνη των πολιτών) σύστημα που προωθεί τον εκφασισμό της κοινωνίας έχοντας ήδη καταδικάσει το σύνολο της κοινωνίας να αλληλοφαγωθεί. «Είναι η μάχη με το αξεδιάλυτο κακό» που έγραφε ο Μπέκετ στον αρχιεπίσκοπο του Καρντέρμπουρι, μιλώντας για την ίδια παλιά ιστορία πίσω από εποχές, χρώματα κι ονόματα, που επιστρέφει χαιρέκακα στις μέρες μας.
Κι αυτό που θα κρίνει ίσως την δύσκολη (και με αντιφάσεις παντού) μάχη είναι κυρίως το σώμα (η πράξη) όταν το κινεί η κριτική στάση που δεν αίρει την αλληλεγγύη ούτε στο ίδιο ούτε στο διαφορετικό…