Η Christa Wichterich, θεωρητικός και ακτιβίστρια του φεμινισμού, συγγραφέας του βιβλίου «Η παγκοσμιοποιημένη γυναίκα: Καταγραφές από ένα μέλλον ανισότητας» (The Globalised Woman: Reports From A Future Of Inequality), 2000, μελετά τις εργασιακές σχέσεις όπως διαμορφώνονται σε συνθήκες κρίσης του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος. Παρουσιάζοντας μία συνολική θεώρηση των πολύπλευρων κοινωνικών συνεπειών και της κοινωνικής ανισότητας, που οι νέες κυρίαρχες μορφές επισφαλούς εργασίας δημιουργούν -ειδικότερα από τη σκοπιά της αναπαραγωγής διακρίσεων φύλου και της φυλής-, προτείνοντας ένα ριζοσπαστικό μοντέλο που θα ανατρέψει τις κυρίαρχες σχέσεις εργασίας συνδεόμενο με τα χειραφετησιακά προτάγματα του φεμινισμού, αλλά και του αντιρατσιστικού κινήματος.

Μετάφραση του κειμένου: Αλίκη Κοσυφολόγου, Χρυσάνθη Χειμώνα

 

της Crista Wichterich

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με το φαινόμενο της αναδιάρθρωσης της εργασίας εξαιτίας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Η ιδέα της ασφαλούς και αξιοπρεπούς εργασίας και της πλήρους απασχόλησης (η οποία ήταν προορισμένη για τους άντρες που κερδίζουν το ψωμί και όχι για τις γυναίκες) ήταν συνδεδεμένη με το διάσημο ευρωπαϊκό μοντέλο του κοινωνικού κράτους, το οποίο σταδιακά εξαφανίζεται.

Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, σε διαφορετικό βαθμό, οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με τη συρρίκνωση της αγοράς εργασίας, την ισοπέδωση της εργατικής νομοθεσίας και της κοινωνικής προστασίας. Οι λόγοι γι’ αυτά είναι:

Α. Εξαιτίας των υψηλών ρυθμών παραγωγικότητας και της τεχνολογίας, όλο και λιγότεροι άνθρωποι χρειάζονται για την παραγωγή μεγάλου αριθμού προϊόντων. Ακόμα και στις χώρες όπου είναι υψηλά τα ποσοστά της ανάπτυξης, η ανάπτυξη αυτή είναι κυρίως ανάπτυξη χωρίς εργασία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας να αντισταθμίσει τις απώλειες θέσεων εργασίας που προέκυψαν από την αποβιομηχανοποίηση, ενισχύοντας τον τομέα της γραφειοκρατίας και της παροχής υπηρεσιών. Όμως, όπως φαίνεται, κάτι τέτοιο δεν πραγματοποιήθηκε.

Β. Ο αναπτυξιακός ανταγωνισμός στην παγκόσμια αγορά και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της απορρύθμισης, καθώς και οι ιδιωτικοποιήσεις, άσκησαν μεγάλη πίεση με σκοπό τη μείωση του κόστους εργασίας. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει σε αύξηση της ανασφάλιστης, περιστασιακής και επισφαλούς εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των μισθολογικών περικοπών και του παγώματος των μισθών και σε συνδυασμό με την ολοένα και λιγότερη κοινωνική προστασία. Αρχικά οι μετανάστες και οι γυναίκες αποτέλεσαν την εφεδρεία για την εργασιακή επισφάλεια. Αλλά σήμερα και οι άντρες, και οι υψηλά ειδικευμένοι/ες επιστήμονες – άντρες και γυναίκες – πλήττονται από την ευελιξία και από την επισφάλεια, όπως επίσης έντονα θίγεται η μορφωμένη νεολαία.

Γ. Βεβαίως, η περικοπή των δαπανών είναι κύρια, αιτία για τη διάλυση του δημόσιου τομέα, που έχει οδηγήσει στη μείωση των θέσεων εργασίας και την υποβάθμιση της κοινωνικής πολιτικής. Η νέα μορφή δημόσιας διοίκησης αναπτύσσει τις αρχές του βιομηχανικού εξορθολογισμού στην ανάπτυξη των μη βιομηχανικών τομέων και των κοινωνικών υπηρεσιών που δίνουν προτεραιότητα στην ποσότητα σε βάρος της ποιότητας. Οι δημόσιες υπηρεσίες και υποδομές, από τις μεταφορές μέχρι την παροχή νερού σε νηπιαγωγεία και παιδικούς σταθμούς, έχουν ιδιωτικοποιηθεί. Οι πολιτικές λιτότητας οδηγούν σε περαιτέρω περικοπές στις επενδύσεις στα δημόσια αγαθά και στις κοινωνικές υπηρεσίες.

Δ. Το αυξανόμενο έλλειμμα στις αναδιανεμητικές πολιτικές, σε συνδυασμό με την κατάρρευση της κοινωνικής προστασίας και ένα φορολογικό σύστημα που απαλλάσσει από τα βάρη τους πλούσιους και τα μετακυλίει, στους φτωχούς πλαισιώνεται από μια αγοραία αντίληψη περί ατομικής ευθύνης: ο καθένας και η καθεμία επιχειρούν ατομικά στη ζωή τους. Αυτός ο αυξανόμενος κοινωνικός ανταγωνισμός, η καθόλου αναδιανομή και η όλο και λιγότερη αλληλεγγύη έχουν ως αποτελέσματα τον πολλαπλασιασμό των κοινωνικών ανισοτήτων, την εκτώχευση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού και τον αδικαιολόγητο πλουτισμό μιας κοινωνικής μειοψηφίας, σε πρωτοφανή επίπεδα μέσα στην κρίση.

Ε. Ολόκληρη η οικονομία της αγοράς λειτουργεί επειδή εκτός της αγοράς, τα νοικοκυριά και οι κοινότητες, οι άνθρωποι – πλειοψηφία εκ των οποίων είναι οι γυναίκες – φροντίζουν για την κοινωνική αναπαραγωγή. Η Ευρώπη, αντιμετωπίζει μία σειρά κρίσεων στην κοινωνική αναπαραγωγή: διαρκώς αυξανόμενη ανάγκη για τους μεγαλύτερους, έλλειψη των υποδομών για τη φροντίδα των παιδιών, ένας ολοένα και αυξανόμενος αριθμός ανέργων που υποφέρουν από κατάθλιψη για κοινωνικούς λόγους, ανασφάλεια των συντάξεων και το υψηλό κόστος των υπηρεσιών κ.ά. O διαρκώς αυξανόμενος αριθμός του μεταναστευτικού εργατικού πληθυσμού κάλυψε τα κενά στη φροντίδα των ηλικιωμένων στην Ευρώπη δημιουργώντας μία υπερεθνική αλυσίδα φροντίδας η οποία βασίζεται στην ανεπίσημη, επισφαλή και ακραία κακοπληρωμένη απασχόληση. Οι άνθρωποι από την Πολωνία έρχονται στη Δυτική Ευρώπη με σκοπό την εργασία, όταν γυναίκες από την Ουκρανία πηγαίνουν στην Πολωνία για να καλύψουν, με τη σειρά τους, τα κενά στη φροντίδα, τοποθετούμενες σε μία ακόμη πιο χαμηλή μισθολογική κλίμακα.

ΣΤ. Η κρίση έχει διογκώσει όλες αυτές τις τάσεις. Δε τις δημιούργησε. Η κρίση που πυροδοτήθηκε σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία έχει οδηγήσει σε μία ανησυχητική αύξηση των επιπέδων της ανεργίας στις χώρες αυτές. Το 25% του πληθυσμού είναι άνεργοι, το 50% εκ των οποίων είναι νέοι/ες. Το 1/3 του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Επίσης αυξάνεται διαρκώς το φαινόμενο της υπεραπασχόλησης σε δύο ή τρεις «μικροδουλειές».

Ζ. Η κρίση έχει προκαλέσει πολλαπλασιασμό του παράπλευρου κοινωνικού κόστους υπονομεύοντας καταλυτικά το επίπεδο της ποιότητας της ζωής. Η κατάσταση που τείνει να παγιωθεί «απαιτεί» περισσότερη απλήρωτη εργασία, κυρίως από τις γυναίκες, έτσι ώστε να αντισταθμιστεί η απώλεια των θέσεων εργασίας, του εισοδήματος και της κοινωνικής προστασίας.

Το γενικό αίσθημα που έχει δημιουργήσει η συγκεκριμένη κρίση, ακόμη και σε χώρες που δεν έχουν πληγεί τόσο βαριά από τις συνέπειες, είναι ανασφάλεια και επισφάλεια της εργασίας, της ποιότητας ζωής και της κοινωνικής προστασίας.

Η δικαιοσύνη στον άδικο κόσμο της εργασίας

Προχωρώντας στη σκιαγράφηση της έννοιας της δίκαιης εργασίας, θα διερευνήσω τα κριτήρια της δικαιοσύνης στην εργασία σε σχέση με την εργασία των γυναικών, η οποία έχει κοινά σε μεγάλο βαθμό με την εργασία των μεταναστών. Η τοποθέτησή μου αφορά τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ωστόσο είναι θεμιτό να γίνουν κάποιοι συσχετισμοί με την κατάσταση που έχει επικρατήσει στον ευρύτερο χώρο της Ασίας.

1. Το πρώτο κριτήριο για τη δικαιοσύνη είναι η διανομή εργασίας και απασχόλησης και συγκεκριμένα σε σχέση με τον έμφυλο καταμερισμό της εργασίας. Είναι ακόμη γεγονός ότι οι άντρες κάνουν τα 2/3 της έμμισθης εργασίας και το 1/3 της απλήρωτης εργασίας στην κοινωνία, όταν οι γυναίκες κάνουν το 1/3 της έμμισθης εργασίας. Οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ισότητα των φύλων στοχεύουν σε ένα μοντέλο «ενήλικου» εργαζόμενου. Ο στόχος μέχρι το 2010, ο οποίος τελικά επιτεύχθηκε, ήταν να πλησιάσει η γυναικεία απασχόληση το ποσοστό του 60%, ενώ ο επόμενος στόχος για το 2020 είναι το 75%.

Τις περασμένες δεκαετίες, οι γυναίκες στη δυτική και στη νότια Ευρώπη εισέρχονταν μαζικά στην αγορά εργασίας, ωστόσο, εξαιτίας της απορρύθμισης και της νεοφιλελευθεροποίησης, η ευέλικτη και ανεπίσημη εργασία αυξήθηκε και το μοντέλο της εργασίας του άνδρα – κουβαλητή επανεμφανίστηκε. Στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – εκτός από τη Σκανδιναβία, την Ανατολική Ευρώπη και τη Γαλλία, έγινε μία παράδοξη ενσωμάτωση και συμπερίληψη με άδικους και άνισους όρους. Η γυναικεία εργασία στο μεγαλύτερο μέρος της είναι περιστασιακή και εποχική ημιαπασχόληση, αρκετές απ’ αυτές τις θέσεις εργασίας προέρχονται από τον κακοπληρωμένο τομέα των υπηρεσιών φροντίδας, όταν η γυάλινη οροφή προς διευθυντικές – στελεχικές θέσεις παραμένει. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εργασίας (ΙLO), οι γυναίκες αποτελούν το 70% των φτωχών εργαζομένων. Δεν υπήρξε μεγάλη αλλαγή αναφορικά με τον έμφυλο καταμερισμό της εργασίας, ούτε με το χάσμα των πληρωμών πάλι με έμφυλα κριτήρια, το οποίο παραμένει κατά μέσο όρο στο 15%, ενώ στη Γερμανία και στη Αυστρία κυμαίνεται στο 23%.

Με στόχο να επιτρέψουν τη “συμφιλίωση” της έμμισθης εργασίας και της παροχής υπηρεσιών φροντίδας στο σπίτι, η Ε.Ε. διαμόρφωσε στους αποκαλούμενους “στόχους” της Μπαρτσελόνα, το ότι το 2010 όλες οι υπηρεσίες που αφορούν την φροντίδα των παιδιών – για το 1/3 των παιδιών κάτω των τριών ετών και για το 90% όλων των παιδιών προσχολιικής ηλικίας- πρέπει να παρέχονται δωρεάν. Στη δυτική και τη νότια Ευρώπη ποτέ δεν πλησίασαν στην υλοποίηση αυτού του στόχου. Εξαιτίας των πολιτικών λιτότητας, των περικοπών στις κοινωνικές υπηρεσίες και τις περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις, οι κοινωνικές παροχές θα συρρικνωθούν ακόμη περισσότερο, πράγμα που σημαίνει: θα ασκηθεί ακόμη μεγαλύτερη πίεση στο νοικοκυριό και ειδικότερα στις γυναίκες να υπαναχωρήσουν σε σχέση με τις πιο δίκαιες μορφές καταμερισμού εργασίας στο σπίτι, τις οποίες μπορεί να έχουν κατακτήσει.

2. Το δεύτερο κριτήριο δικαιοσύνης που θα ήθελα να διερευνήσω είναι το εξής: Πώς η δουλειά αξιολογείται και αποτιμάται; Η κρίση έφερε στην επιφάνεια με αποκαλυπτικό τρόπο τις τεράστιες διαφορές μεταξύ μισθών και εισοδημάτων στην Ευρώπη. Από τη μία μεριά, σκανδαλώδεις αμοιβές και μπόνους για τραπεζίτες και μεσάζοντες και, από την άλλη μεριά, επισφαλής απασχόληση, περιστασιακή εργασία και χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας στον τομέα της καθαριότητας, της φροντίδας των ηλικιωμένων καθώς και στον τομέα της οικιακής εργασίας. Η περισσότερη από αυτή την εργασία είναι εργασία μεταναστών. Το 2009, σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. επενδύθηκαν τεράστια ποσά για τη διάσωση των τομέων που χαρακτηρίζονται ως “κομβικοί’ για το σύστημα (ή απλώς πολύ μεγάλοι για να αποτύχουν), όπως συγκεκριμένα οι τράπεζες και οι εξαγωγικές βιομηχανίες. Στην κορυφαία στιγμή της κρίσης, οι εργαζόμενες/οι στα νηπιαγωγεία της Γερμανίας, των οποίων η εργασία είναι κακοπληρωμένη και δεν φτάνει στα επίπεδα ούτε του βασικού μισθού, κατέβηκαν σε απεργία με το ερώτημα της σχέσης της δουλειάς τους με την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος.

Αυτό πυροδότησε μία πρωτόγνωρη φεμινιστικοποίηση των εργατικών αγώνων: αυξημένες κοινωνικές λειτουργοί, οικονόμοι, μαίες και δασκάλες που διαμαρτύρονται και απαιτούν αναγνώριση και καλύτερη πληρωμή για την εργασία τους, η οποία είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή της κοινωνίας και την οικονομία. Στην Ισπανία και την Πορτογαλία, επισφαλείς εργάτριες διαφόρων τομέων -από την οικιακή εργασία μέχρι τη σεξουαλική εργασία και τις τηλεφωνήτριες- οργανώθηκαν και εξερεύνησαν νέους, εκτός σωματείων τρόπους να διαμαρτυρηθούν ώστε να αποκτήσουν ορατότητα και αναγνώριση.

Αυτές οι διαμαρτυρίες επισημαίνουν ότι η εργασία φροντίδας θεωρείται χαμηλής αξίας επειδή θεωρείται τυπικά γυναικεία, όπου δεν είναι δυνατή μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας, εννοώντας ότι είναι επικερδής μόνο όταν πληρώνονται χαμηλοί μισθοί. Οι διαμαρτυρίες και οι απεργίες των κοινωνικών λειτουργών τονίζουν την ανάγκη να επαναξιολογηθούν η εργασία και οι οικονομικοί τομείς.

3. Εργασία εκτός αγοράς, στο νοικοκυριό και την κοινότητα, για επιβίωση και κοινωνική αναπαραγωγή, απλήρωτη και εθελοντική, δεν θεωρείται «σωστή» δουλειά. Η εργασία φροντίδας εκλαμβάνεται ως μη παραγωγική και μη δημιουργούσα αξία, απλώς μίας «φυσική» γυναικεία δεξιότητα. Ακόμη και στο μέλλον, η απλήρωτη και εθελοντική εργασία θα είναι απαραίτητη για την κοινωνική αναπαραγωγή και τη λειτουργία της οικονομίας. Η αύξηση σε ελαστικές και επισφαλείς μορφές εργασίας κάνει αδύνατο να σχεδιαστούν διαχωριστικές γραμμές μεταξύ επίσημης και ανεπίσημης, ασφαλούς και ανασφαλούς, πληρωμένης και απλήρωτης εργασίας.

Η εθελοντική και η εργασία αλληλεγγύης αποτελούν αναντικατάστατη στρατηγική επιβίωσης και υποστήριξης -ιδιαίτερα σε κατάσταση κρίσης. Μπορεί να είναι πυρηνική για άλλα οικονομικά παραδείγματα που οδηγούν σε μια οικονομία αλληλεγγύης. Γι’ αυτό είναι προϋπόθεση και θέμα δικαιοσύνης το να εκτιμούμε όλες τις μορφές εργασίας, εκτός αγοράς, είτε πρόκειται για απλήρωτη φροντίδα είτε εθελοντική εργασία στην κοινότητα, ως παραγωγική και αξίας επειδή παράγουν, διατηρούν και αναπαράγουν τη ζωή και διασφαλίζουν την κοινωνική προστασία.

Προτάσεις

Σε αυτήν την πολλαπλή κατάσταση κρίσης -κρίση επικερδούς εργασίας και κρίση της κοινωνικής αναπαραγωγής- οι κοινωνίες πρέπει να ξαναοργανώσουν και να αναδιαμορφώσουν τα συστήματα εργασίας και χρειάζονται νέες ιδέες εξασφάλισης βιοπορισμού, βασικών αναγκών, βασικού εισοδήματος και κοινωνικής ασφάλισης. Από φεμινιστική οπτική, μια στροφή στην ευρωπαϊκή Ιστορία, στην αποκαλούμενη πλήρη απασχόληση και τη μισθωτή εργασία που βασίζεται στο κοινωνικό σύστημα ευημερίας δεν είναι ούτε εφικτό ούτε επιθυμητό, επειδή οι γυναίκες και οι μετανάστες/ριες εξαιρούνταν σε μεγάλο βαθμό.

Όταν συντάσσουμε πρόχειρα πολιτικές προτάσεις για την εργασία και τον βιώσιμο βιοπορισμό, πρέπει να σκεφτούμε έντονα και πολύ περισσότερο έξω από το «κουτί», ακόμη και πηγαίνοντας πέρα από συμβατικές απαιτήσεις, οι οποίες επικεντρώνονται μόνο στην αγορά και τη μισθωτή εργασία.

Η φροντίδα και η κοινωνική αναπαραγωγή δεν είναι ιδιωτικά, αλλά πολιτικά ζητήματα επειδή σχετίζονται με την επιβίωση της κάθε κοινωνίας. Η εργασία εκτός αγοράς πρέπει να εκτιμηθεί και να επαναξιολογηθεί. Ένας κοινός παρονομαστής των Γερμανών υπαλλήλων στους παιδικούς σταθμούς και των επισφαλών στην Ισπανία, οι οικιακοί εργαζόμενοι/ες σε όλον τον κόσμο που συνέταξε τη σύμβαση του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας για την οικιακή εργασία και το δίκτυο των γυναικών της νοτίου Ασίας που εξέφρασε πρόσφατα στη διακήρυξή του στο Νεγκόμπο: «όλες οι γυναίκες είναι εργάτριες και δικαιούνται κοινωνική ασφάλεια» σημαίνει ότι η εργασία φροντίδας -πληρωμένη, απλήρωτη ή εθελοντική- θα έπρεπε να αναγνωρίζεται ως κανονική εργασία, ως άξια και παραγωγική δουλειά. Δύο συγκεκριμένα αιτήματα συνδέονται με αυτό: α) η απλήρωτη φροντίδα και εργασία επιβίωσης θα έπρεπε να δικαιοδοτεί σε κοινωνική προστασία β) η κατάργηση της επισφάλειας της εργασίας φροντίδας σημαίνει πλήρη εργασιακά δικαιώματα για τις εργάτριες που πληρώνονται, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστριών.

Οι πολιτικές θα έπρεπε να εξισορροπούν την παραγωγή και την κοινωνική αναπαραγωγή, την αγορά και τις οικονομίες των νοικοκυριών και να μην αφήνουν την υποχρέωση του ισοσκελίσματος στα ιδιωτικά νοικοκυριά, συγκεκριμένα στις γυναίκες. Μια λογική πολιτική ίσων ευκαιριών πρέπει να φτάσει την αγορά και τα νοικοκυριά, πέραν της πληρωμένης και της απλήρωτης οικονομίας. Οικονομικά προσιτές και προσβάσιμες δημόσιες υποδομές για την κοινωνική αναπαραγωγή αποτελούν ένα παγκόσμιο κοινωνικό δικαίωμα. Ιδρύματα φροντίδας συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων εκπαίδευσης και υγείας θα έπρεπε να είναι δημόσιες και να μην υπόκεινται στη νεοφιλελεύθερη λογική της απόδοσης, εννοώντας: Όχι στην ιδιωτικοποίηση των σχολείων και της παροχής νερού. Όχι στην εμπορευματοποίηση των αγαθών, αλλά ανάκτηση των αγαθών στα δημόσια χέρια.

Αν θέλουμε να αλλάξουμε το σύνολο του άδικου συστήματος της αξιολόγησης και της κατανομής της εργασίας, θα πρέπει να απευθυνθούμε και στις δύο πλευρές. Κατώτατοι μισθοί για τις μίζερα πληρωμένες εργάτριες φροντίδας είναι αναγκαίοι, αλλά όχι αρκετοί. Θα έπρεπε να υπάρχει όχι μόνο «πάτος» στους μισθούς αλλά επίσης και κορυφή στο εισόδημα, μέγιστοι μισθοί μέσω ενός προοδευτικού φορολογικού συστήματος χρειάζεται να ανταποκρίνονται στους κατώτατους μισθούς ώστε να γίνει το σύνολο του συστήματος αξιών πιο ισορροπημένο και η κοινωνική ανισότητα να περιοριστεί. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη στη δουλειά χωρίς δίκαιη φορολογία.

Αν απαιτούμε ίσες ευκαιρίες και ίση πληρωμή για τις γυναίκες στην αγορά εργασίας, θα έπρεπε να ζητήσουμε ίσες ευκαιρίες και ίση πληρωμή για τους άντρες στην οικονομία φροντίδας, με γυναίκες στις αίθουσες συνεδριάσεων και άντρες να αλλάζουν πάνες και να φροντίζουν τους ηλικιωμένους γονείς τους. Το δικαίωμα στη φροντίδα σημαίνει: πληρωμένη άδεια σε όλους/ες τους/ις υπαλλήλους, συμπεριλαμβανομένης μη μεταφερόμενης άδειας πατρότητας στους πατέρες. Ένας μηχανισμός λογικών πολιτικών ισότητας θα ήταν μια ανακατανομή της πληρωμένης και της απλήρωτης εργασίας μεταξύ των φύλων και μεταξύ των κοινωνικών τάξεων εμφυτευμένο σε ένα εκτενές δημόσιο σύστημα φροντίδας. Πληρωμένη και απλήρωτη εργασία φροντίδας πρέπει να μοιραστούν πιο ίσα μεταξύ ανδρών και γυναικών, μεταξύ ατόμων και κοινοτήτων, σπάζοντας έτσι τα έμφυλα στερεότυπα και τους μηχανισμούς απαξίωσης των γυναικών, των μεταναστών/ριών εργατών/ριών και της εργασίας φροντίδας. Δεν υπάρχει εργασιακή δικαιοσύνη χωρίς έμφυλη δικαιοσύνη.

Συνοψίζοντας: υπάρχει επείγουσα ανάγκη για μια αντίληψη που να σχετίζεται με την εργασία η οποία να υπαινίσσεται έναν επανορισμό, μια επαναξιολόγηση και μια ανακατανομή της εργασίας που να βασίζεται σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Γι’ αυτό απαιτούμε μια αλλαγή στις πολιτικές, αλλά χρειαζόμαστε μια αλλαγή της νοοτροπίας μας εξίσου. Είναι χρέος μας ως οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών να εργαστούμε, να διαπραγματευτούμε και να αγωνιστούμε για τέτοια νέα κοινωνικά συμβόλαια, τα οποία περιλαμβάνουν και αξιοποιούν όλη την εργασία που χρειάζεται κάθε κοινωνία.

* Η Crista Wichterich είναι θεωρητικός και ακτιβίστρια του φεμινισμού, συγγραφέας του βιβλίου «Η παγκοσμιοποιημένη γυναίκα: Καταγραφές από ένα μέλλον ανισότητας» (The Globalised Woman: Reports From A Future Of Inequality), 2000

Πηγή: Αυγή