της Φλώρας Νικολιδάκη
Η Άννα έκλεισε τα μάτια..
Ωραία στιγμή σκέφτηκε. Απόλυτη ησυχία, τα πάντα καθαρά και τακτοποιημένα. Τα κατοικίδια του σπιτιού εξαφανισμένα στις γωνιές τους, λες και καταλάβαιναν την ανάγκη της. Άκουγε το ρολόι να χτυπάει μέσα από το κουτί με την περίεργη ζωγραφιά. Αντί για κούκο, είχε ένα χελιδόνι.
Εδώ και μέρες δεν την είχε αναζητήσει κανείς. Την έβρισκε πάρα πολύ μόνη της. Είχε απόλυτη ανάγκη να ξεμοναχιάζεται με τον εαυτό της. Από μικρή. Ευτυχώς η πατρική οικογένεια είχε πολλές σκοτούρες και έτσι γλύτωσε τα ψαχουλέματα και τους ψυχολόγους, «γιατί γιατρέ μου κάθεται το παιδί μόνο του στο σκοτάδι»? θα ήταν πιθανόν η ερώτηση προς την επιστήμη της στατιστικής και των «περιστατικών». Ευτυχώς γλύτωσε.
Πήρε μια παγωμένη μπύρα από το ψυγείο. Το απόλυτο must. Δουλειές στο σπίτι, ραδιόφωνο, και σκέψεις.
-«τα κατάφερα πάλι», χαμογέλασε.
Αύγουστος μόνη στην Αθήνα. Ζήτημα αρχής. Έγινε μια εξαίρεση για τα χρόνια που η κόρη της ήταν μικρή. Μεγάλωσε όμως το παιδί, νάναι καλά, και επανήλθε στην αγαπημένη της συνήθεια.
-Πω, πω! γλύτωσε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή.
Έφερε στο νου της τη μικρή παραλία κάτω από το εξοχικό της. Η θάλασσα πάντα ήρεμη, μιας και ο αέρας τη σπρώχνει προς τα μέσα, η άμμος πεντακάθαρη , γεμάτη τρυπούλες. Όμως ούτε η αγαπημένη της εικόνα στάθηκε ικανή να την παρασύρει.
Σκέφτηκε με ευγνωμοσύνη το σκύλο της. «ο Ιβάν έχει διάρροια, δε γίνεται να ταξιδέψει με αυτοκίνητο και πλοίο, σκέψου το αυτοκίνητο», ακλόνητο επιχείρημα.
Ποιος θέλει μια τσίρλα στο αυτοκίνητο? Η κόρη της βέβαια δε μάσησε « στόχα πει ότι δε θάρθει», ψιθύρισε στον πατέρα της. Γυναίκα βλέπεις, έχει διαίσθηση. Η Άννα δεν είπε τίποτα. Οι συζητήσεις με την κόρη της ήταν πάντα επικίνδυνες.
Ουφ, πήγαν στο καλό και την ευχή της Παναγίας. Τέλεια.
Τώρα μπορεί να χάνεται στις σκέψεις της χωρίς κανείς να τη ρωτάει «τι σκέφτεσαι?» Άκου ερώτηση. Κανονικά θάπρεπε να επέμβει εισαγγελέας. Ρωτάνε ελεύθερο άνθρωπο «τι σκέφτεσαι?». Αδύνατο. Βάζω στοίχημα ότι είναι η ερώτηση που απαντιέται με ψέμα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Έφερε στο νου της την τελευταία τους συζήτηση. «πρέπει να το ξεχάσεις». Αν δεν το είχε πει αυτό θα ήταν σίγουρη ότι απλώς του πέρασε. Αλλά τι σημαίνει «να το ξεχάσεις?». Γιατί ρε φίλε? Εγώ θέλω να θυμάμαι, τι σε νοιάζει εσένα? Και στο κάτω-κάτω τι να ξεχάσω? Φάγαμε 50 φορές μαζί, μου πρόσφερες ένα τριαντάφυλλο, τηλεφωνηθήκαμε άλλες 100, ανταλλάξαμε κι άλλα τόσα μηνύματα. Προφορικά δεν είπαμε τίποτα. Μετρημένες κουβέντες με πρόφαση πάντα κάποια δουλειά. Άρα?
Η Άννα χώθηκε στην πολυθρόνα. Ένα γλυκό ρίγος τη διαπέρασε. Αν έγινε λέει. Χαμός.
Δεν είχε ξαναζήσει τέτοια κατάσταση. Υπήρχαν όλα:
Έλξη, επικοινωνία, ενδιαφέρον, ζήλεια. Και τίποτα όμως.
Δεν ειπώθηκε λέξη, δεν έγινε καμία κίνηση. Όλα σε δεύτερο πλάνο. Όλα κάτω από την επιφάνεια.
Δεν της είχε ξανατύχει. Ίσως ανήκε σε άλλη εποχή . Ίσως τα πράγματα να είχαν αλλάξει πια στον έρωτα.
Ήταν κι αυτό το sexbuddy, που της πέταξε η κόρη της.
-Δηλαδή? Την είχε ρωτήσει..
-Δηλαδή, της απάντησε, αντί να ψάχνεσαι με αγνώστους και αρπάξεις και καμιά αρρώστια, βρίσκεις ένα φίλο με τον οποίο συμφωνείς να κάνετε σεξ..
Δεν της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι το σεξ θα γινόταν κάποτε αντιβιοτικό, χάπι, κάτι τέλος πάντων, αναγκαίο όπως το γάλα και το νερό. Στην εποχή της υπήρχε ο μύθος, η σελίδα του ημερολογίου, η αγωνία, η προσμονή, η παράδοση άνευ όρων…
Συνέχισε τη μπύρα της. Πόσο φρόνιμο είναι να αγαπάς χωρίς να σε νοιάζει τι κάνει ο άλλος? Ψυχοφθόρο, της απάντησε η κολλητή της όταν το συζήτησαν. Σίγουρα, αλλά όχι μόνο. Θέλουν και τα συναισθήματα ένα ξεσκόνισμα, ένα σέρβις. Το θεωρούσε πολύ σημαντικό που κατόρθωσε να ερωτευθεί «σ’αυτή την ηλικία». Μετά το χωρισμό της νόμιζε ότι δεν πρόκειται να ξανασυμβεί. Όταν συνέβη το καλοδέχθηκε, γιατί ένοιωσε ζωντανή. Μετά βέβαια το πράγμα δυσκόλεψε, αλλά έτσι είναι αυτά.
Εκκωφαντική σιωπή. Δεν περνάει ούτε ένα αυτοκίνητο. Το βοριαδάκι του Αυγούστου, περνάει απαλά πάνω από τις κουρτίνες, δημιουργώντας τη μόνη κίνηση στην εικόνα.
Τέλειωσε τη μπύρα της, θα φτιάξω τη ντουλάπα, αποφάσισε, το χώμα από την απέναντι οικοδομή έχει τρυπώσει παντού.
Δεν πειράζει. Τα συναισθήματα χρειάζονται τροφή και κίνηση.
Πάνω απ’όλα χρειάζονται θάρρος.
Τι διάολο, θα μας πείσουν ότι για να αγαπάμε, πρέπει να μας αγαπάνε? Και μάλιστα το ίδιο, και αν είναι δυνατό και περισσότερο?
Όχι, όλες οι αγάπες χρειάζονται ανταπόδοση, αλλά με τον έρωτα είναι διαφορετικά. Επιμένω.