της Ουρανίας Γκοβίνα
Η σύγχρονη οικογένεια εξακολουθεί να είναι δομημένη με βάση τη διχοτόμηση δημόσιου χώρου, που θεωρείται γένους αρσενικού και ιδιωτικού χώρου, που θεωρείται γένους θηλυκού. Η φροντίδα των εξαρτημένων ατόμων της οικογένειας αποτελεί γυναικείο καθήκον και εντάσσεται στις μη αμειβόμενες εργασίες. Η ταύτιση της φροντίδας με τις γυναίκες και η έμφυλη κατανομή των ρόλων στην ιδιωτική ζωή αποτελεί ένα πολιτισμικό φαινόμενο. Το «φύλο της φροντίδας» κατασκευάζεται κοινωνικά από παλιά και συνδέεται με την υποδεέστερη θέση που οι γυναίκες εξακολουθούν να έχουν στην αγορά εργασίας. Η οικιακή εργασία παραμένει γυναικεία υπόθεση, εξωθώντας τις γυναίκες στο «διπλό ωράριο εργασίας», γεγονός που δημιουργεί μεγάλη σωματική και ψυχική επιβάρυνση. Οι μελέτες που διεξήχθησαν στη χώρα μας δείχνουν ότι, παρά τις τάσεις αλλαγής των παραδοσιακών στερεοτύπων στον οικιακό τομέα, η συμμετοχή των ανδρών στην καθημερινή οικογενειακή ζωή παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Στη νότια κυρίως Ευρώπη που κυριαρχεί η δημόσια παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, η ευθύνη για τη φροντίδα των ανήμπορων εξακολουθεί να βαρύνει σε μεγάλο βαθμό την οικογένεια και κυρίως τις γυναίκες. Σύμφωνα με κάποιες μελέτες, οι διαφορές που εμφανίζονται στα δύο φύλα οφείλονται εν μέρει στην ευαισθησία των γυναικών για τις ανάγκες των άλλων, η οποία οδηγεί στην ανάληψη της ευθύνης της φροντίδας, δίνοντας προσοχή σε άλλες «φωνές» και άλλες απόψεις. Οι γυναίκες όχι μόνο καθορίζουν τους εαυτούς τους σε ένα πλαίσιο ανθρώπινων σχέσεων, αλλά επίσης κρίνουν τους εαυτούς τους από την ικανότητά τους να ενδιαφέρονται. Η θέση της γυναίκας στον ανδρικό κύκλο ζωής είναι αυτή του ατόμου που γαλουχεί, που συμπαραστέκεται και που φροντίζει, δημιουργώντας ένα υποστηρικτικό πλαίσιο στο οποίο και η ίδια με τη σειρά της στηρίζεται. Και ενώ οι γυναίκες φροντίζουν με αυτό τον τρόπο τους άνδρες, το παράδοξο είναι ότι οι άνδρες τείνουν να υποτιμούν αυτή τη φροντίδα.
Οι θεωρίες του φύλου έχουν αυξηθεί κατά τη δεκαετία του 1980 και προήλθαν από τη φεμινιστική έρευνα που έχει τις ρίζες της στο πλαίσιο κοινωνικοποίησης του φύλου και της οπτικής του κοινωνικού ρόλου. Η κοινωνικοποίηση του φύλου υποστηρίζει ότι οι ρόλοι του φύλου είναι ενδογενείς ως σταθερά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και απορρέουν από διαφορές του φύλου στην κοινωνικοποίηση κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Αντίθετα, η οπτική του κοινωνικού ρόλου εξηγεί τις διαφορές φύλου ως προς τη συμπεριφορά σαν αποτέλεσμα της συνεχούς οικοδόμησης των κοινωνικών σχέσεων του ατόμου και των σχετικών απαιτήσεων του ρόλου από αυτές τις σχέσεις. Χρησιμοποιώντας το εννοιολογικό πλαίσιο της κοινωνικοποίησης του φύλου για την κατανόηση των φυλετικών διαφορών στην παροχή φροντίδας, θα περίμενε κάποιος η πρώιμη κοινωνικοποίηση του ρόλου και παράγοντες της προσωπικότητας να συνδέονται με μεγαλύτερη ανάμιξη των γυναικών σε καθήκοντα φροντίδας. Σε αντίθεση, μια προοπτική κοινωνικού ρόλου θα υπέθετε ότι οι γυναίκες είναι περισσότερο εμπλεκόμενες από τους άνδρες σε δραστηριότητες φροντίδας γιατί οι γυναίκες έχουν λιγότερους εναλλακτικούς ρόλους σαν αποτέλεσμα της περιορισμένης πρόσβασης σε διαφορετικούς κοινωνικούς τομείς. Όμως, η σχετική με το φύλο έρευνα έχει απομακρυνθεί από αυτές τις δύο απόψεις και έχει επικεντρωθεί σε ζητήματα σχετικά με την αδικία και την ταυτότητα. Αυτή η αντιμετώπιση οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι οι γυναίκες εκτελούν περισσότερα καθήκοντα φροντίδας από τους άνδρες και εκφράζουν περισσότερο στρες. Ευδιάκριτοι στρεσσογόνοι παράγοντες επηρεάζουν τις γυναίκες φροντιστές και τις κάνουν πιο ευάλωτες στο στρες. Γενικά, ο φεμινισμός δεν προωθεί την άποψη της φροντίδας σαν ένα παγκόσμιο στοιχείο της ταυτότητας των γυναικών ή σαν ανθρώπινη ποιότητα, ξέχωρα από τις πολιτισμικές και δομικές περιστάσεις που την πλαισιώνουν. Σύμφωνα με το φεμινισμό, η φροντίδα είναι μια διαδικασία που συντηρεί και διορθώνει τον κόσμο μας και επομένως, μια διαδικασία που θα έπρεπε να είναι υψηλής αξίας μέσα σε αυτόν.
Το φύλο του φροντιστή είναι σπουδαίος μεσολαβητικός παράγοντας στην αντίληψη της επιβάρυνσης, δεδομένου ότι αυτή εμφανίζεται να βιώνεται διαφορετικά από άνδρες και από γυναίκες κατά την παροχή φροντίδας. Εξαιτίας των σταθερών διαφορών στο ρόλο του φύλου και το μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης των γυναικών, οι γυναίκες είναι πιο πιθανό από τους άνδρες να παρέχουν άμεση φροντίδα. Η σχέση ανάμεσα στο φύλο και την επιβάρυνση είναι συνηθισμένη στις διάφορες μελέτες. Η μεγαλύτερη επιβάρυνση που αντιλαμβάνονται οι γυναίκες φροντιστές έχει περιγραφεί με τους όρους «γυναίκες μέσης ηλικίας» και «γενιά σάντουιτς», οι οποίοι αναφέρονται στους πολλαπλούς ρόλους των γυναικών ως μητέρες, εργαζόμενες, διαχειρίστριες σπιτιού και παροχείς βασικής συναισθηματικής υποστήριξης. Οι διαφορές του φύλου σε σχέση με την επιβάρυνση του φροντιστή μπορούν να καθοριστούν ως αποτέλεσμα κοινωνικοποίησης του ρόλου. Σε όλες τις μελέτες η πλειοψηφία των φροντιστών είναι γυναίκες (από 47-80%) και είναι εκείνες που αντιλαμβάνονται μεγαλύτερη επιβάρυνση από αυτή των ανδρών. Ωστόσο, υπάρχουν έρευνες που υποστηρίζουν ότι τόσο η ηλικία όσο και το φύλο είναι πιθανό να μη συνδέονται με τις αρνητικές επιπτώσεις της φροντίδας. Όσον αφορά το φύλο, η βιβλιογραφία δεν είναι τόσο πειστική στις διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών. Υπάρχει όμως πλούσια έρευνα που υποστηρίζει ότι πιθανόν να υπάρχουν κάποιες διαφορές. Στις περισσότερες μελέτες το γυναικείο φύλο συνδέεται με μεγαλύτερη επιβάρυνση εξ αιτίας της φροντίδας, ενώ υπάρχουν κάποιες μελέτες που αναφέρουν μεγαλύτερη επιβάρυνση για τους άνδρες. Σε ελληνική μελέτη των Οικονόμου και συνεργατών, οι γυναίκες φροντιστές εμφανίστηκαν περισσότερο επηρεασμένες ψυχολογικά από τη νόσο και τη φροντίδα από ότι οι άνδρες, ίσως επειδή είναι πιο ευάλωτες και παραδοσιακά θεωρούνται οι φροντιστές που αναλαμβάνουν τα περισσότερα καθήκοντα φροντίδας.
Γενικότερα, θεωρείται όμως, ότι οι γυναίκες είναι προθυμότερες να αναφέρουν συμπτώματα από τους άνδρες, επειδή η «αδυναμία» θεωρείται κοινωνικά πιο αποδεκτή γι’ αυτές. Οι άνδρες σύζυγοι συζητούν ευκολότερα για την πίεση που αισθάνονται όντας άνδρες, επειδή παραδοσιακά οι υπευθυνότητες φροντίδας μέσα στην οικογένεια θεωρούνται καταλληλότερες για γυναίκες. Οι γυναίκες είναι πιθανότερο να συμμορφώνονται περισσότερο με τη συμπλήρωση ερωτηματολογίων, από τους άνδρες που ίσως είναι ολιγότερο διαθέσιμοι ή αρνούνται να παραδεχτούν ότι είναι επιβαρυμένοι ψυχολογικά. Οι διαφορές στην ψυχολογική καταπόνηση που παρατηρείται μεταξύ ανδρών και γυναικών μπορεί να βασίζονται βιολογικά στις ορμονικές διαφορές των φύλων, αλλά ενισχύονται μέσα από την κοινωνικοποίηση. Στην Ευρώπη, εξαιτίας παραδοσιακών κοινωνικών ρόλων που σχετίζονται με το φύλο, οι άνδρες εκλαμβάνονται σαν επιθετικοί και αποφασιστικοί, ενώ οι γυναίκες παθητικές, φιλικές και συναισθηματικές. Η διαφορά μπορεί να εξηγείται από το γεγονός ότι, ενώ οι άνδρες φροντιστές μπορεί να βιώνουν την ίδια ψυχολογική καταπόνηση με τις γυναίκες, πιθανά δεν την αναγνωρίζουν γι’ αυτό και δεν την αναφέρουν. Μπορεί ακόμα οι άνδρες να αντλούν περισσότερη ικανοποίηση και αυτοεκτίμηση από την παροχή φροντίδας, επειδή εκπληρώνουν ένα ρόλο που δεν είναι κοινωνικά αναμενόμενος, ενώ οι γυναίκες που παραδοσιακά είναι φροντιστές, απλώς κάνουν το πρέπον. Επιπλέον, οι γυναίκες φροντιστές έχουν περισσότερες πιθανότητες από γυναίκες μη φροντιστές να αναφέρουν σοβαρά προβλήματα υγείας που απαιτούν ιατρική φροντίδα και δύο φορές περισσότερες πιθανότητες από τους άνδρες να βιώσουν συναισθηματικό στρες και σωματικό νόσημα. Οι γυναίκες που εργάζονται και οι γυναίκες σύζυγοι εμφανίζονται να υποφέρουν από μεγαλύτερη συναισθηματική καταπόνηση κατά την παροχή φροντίδας σε ασθενείς με καρκίνο από άνδρες που επίσης εργάζονται. Γενικότερα, μια από τις αιτίες της εξουθένωσης μπορεί να είναι η τάση της μεγαλύτερης εμπιστοσύνης των ασθενών σε γυναίκες φροντιστές για τους βασικούς και εντατικούς τύπους φροντίδας, εξαιτίας της «γυναικείας φύσης της φροντίδας». Οι άνδρες φροντιστές είναι πιθανότερο να αναζητήσουν βοήθεια και από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, ακόμα και όταν αναλαμβάνουν «βασικές» υπευθυνότητες φροντίδας. Εξάλλου, το ευρύτερο φάσμα ρόλων που οι γυναίκες αναλαμβάνουν κατά την πορεία της ζωής τους, όπως εργασία, ανατροφή παιδιών, διαχείριση σπιτιού κ.λ.π. μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη καταπόνηση.
Η ανεπίσημη φροντίδα εξασφαλίζει στις ανεπτυγμένες χώρες μεγάλη οικονομία κοινωνικών δαπανών, δεδομένου ότι υπηρεσίες ανεπίσημης φροντίδας που ευρέως φέρονται εις πέρας από γυναίκες, θα είχαν πολύ υψηλή αγοραστική αξία. Επομένως, η εγκατάσταση προγραμμάτων υποστήριξης που θα εγγυηθούν τη συνέχιση της ανεπίσημης φροντίδας και θα έχουν σαν άξονα τη «φροντίδα για τους φροντιστές» είναι απαραίτητη.
Το φύλο του φροντιστή μπορεί σε κάποιο βαθμό να καθορίσει το είδος των στρατηγικών που θα χρησιμοποιηθούν. Οι άνδρες πιθανά χρησιμοποιούν πιο ενεργητικές, αποτελεσματικές και μειωμένης έντασης συμπεριφορές αντιμετώπισης, ενώ οι γυναίκες προτιμούν να χρησιμοποιούν την κοινωνική υποστήριξη καθώς και συναισθηματικές συμπεριφορές αντιμετώπισης. Όμως, άλλη μελέτη σχετικά με την αντιμετώπιση καθημερινών στρεσσογόνων παραγόντων δεν έδειξε διαφορές ως προς το φύλο.
Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα από το Χονγκ Κονγκ, οι φροντιστές πλέον στερούνται υποστήριξης λόγω μείωσης των συγγενικών δεσμών και μείωση της ποσότητας της διαθέσιμης υποστήριξης από τις οικογένειες οι οποίες είναι πλέον πυρηνικές. Τα ευρήματα έδειξαν ότι τα άτομα που φρόντιζαν ασθενείς είχαν μόνο ευκαιριακά συναισθηματική και πρακτική υποστήριξη από την οικογένεια και τους φίλους, αλλά αφειδώς ελάμβαναν υποστήριξη σε τομείς πληροφόρησης και εκπαίδευσης από κοινοτικούς νοσηλευτές. Η κοινωνικο-συναισθηματική υποστήριξη επομένως μπορεί και πρέπει να αποτελεί σημαντικό κλινικό στόχο νοσηλευτικών παρεμβάσεων εστιασμένων στην οικογένεια.
Συμπερασματικά, δοθέντος ότι η επιβάρυνση αποτελεί συνηθισμένο πεδίο έρευνας στην ανεπίσημη φροντίδα, η γνώση των διαστάσεών της και των προδιαθεσικών και μεσολαβητικών παραγόντων που την επιτείνουν μπορεί να συνεισφέρει στην πρόληψη ή στην έγκαιρη ανίχνευσή της προς όφελος των ασθενών, των φροντιστών και του συστήματος φροντίδας υγείας γενικότερα. Με τη μείωση της παραμονής στα ιδρύματα και την εναπόθεση της φροντίδας στην οικογένεια, το θέμα της επιβάρυνσης γίνεται υψίστης προτεραιότητας. Είναι γεγονός ότι η νοσοκομειακή φροντίδα του ασθενή μειώνεται, αλλά είναι πιθανό να δημιουργούνται άλλου είδους προβλήματα για το σύστημα φροντίδας υγείας, τα οποία προκύπτουν από την οικογενειακή επιβάρυνση, καθιστώντας αναγκαία την ανάπτυξη προγραμμάτων υποστήριξης.
Βιβλιογραφία
- Μαράτου-Αλιπράντη, Λ. (2000). «Οι ρόλοι των δυο φύλων στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία: Καταμερισμός ή συνέργεια;» Δομές και σχέσεις εξουσίας στη σημερινή Ελλάδα. Αθήνα: Ίδρυμα Σ. Καράγιωργα, σελ. 482-498.
- Συμεωνίδου, Χ. (2006). «Η κατανομή της απασχόλησης στην αγορά εργασίας και στο νοικοκυριό: αποτελέσματα Πανελλήνιας έρευνας». Σ. Κονιόρδος, Λ. Μαράτου-Αλιπράντη, Ρ. Παναγιωτοπούλου (επιμ.), Κοινωνικές Εξελίξεις στη Σύγχρονη Ελλάδα. Αθήνα: εκδ. Σάκκουλα. σελ. 413-448.
- Τσαούσης, Δ., (1984), Χρηστικό Λεξικό Κοινωνιολογίας, Αθήνα: Gutenberg.
- Iconomou G, Viha A, Kalofonos H, Kardamakis D (2001). Impact of cancer on primary caregivers of patients receiving radiation therapy. Acta Oncologica 40 (6), 766-771.
- Γκοβίνα Ο. (2009). Η επιβάρυνση της οικογένειας από τη φροντίδα ασθενή με καρκίνο προχωρημένου σταδίου. Διδακτορική Διατριβή