της Μαρίας Καραμεσίνη*
Ζούμε στην Ευρώπη τη μεγαλύτερη από το 1929 δομική κρίση του αναπτυγμένου καπιταλισμού, οι δε λαοί των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας τη ζουν με ιδιαίτερα δραματικό τρόπο. Αυτή η κρίση είναι ακόμη σε εξέλιξη, εφόσον τα δομικά της αίτια δεν έχουν αντιμετωπιστεί ακόμα. Ανάμεσα στους κύριους πόλους της παγκόσμιας οικονομίας, η ΕΕ αποτελεί το κύριο προπύργιο της μονεταριστικής και νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας. Μετά από μία διετία μεγάλης ύφεσης 2008-2009 και μία σύντομη περίοδο ανάκαμψης, οι πολιτικές λιτότητας και διάλυσης του κοινωνικού κράτους, που εφαρμόζονται σήμερα στις περισσότερες χώρες μέλη της, έχουν βυθίσει την ΕΕ σε νέα ύφεση από το τέλος του 2011. Η επανεμφάνιση της ύφεσης έχει ως αποτέλεσμα την άνοδο της ανεργίας, την επιδείνωση της κρίσης χρέους και τον κλυδωνισμό της ευρωζώνης που κινδυνεύει με διάλυση.
Στο πλαίσιο αυτό, η ορθότητα της συνταγής της δημοσιονομικής εξυγίανσης αμφισβητείται όχι μόνο από τους πληττόμενους λαούς και τα κοινωνικά κινήματα, αλλά από έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό διανοοουμένων και πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. Πουθενά η αποτυχία της συνταγής και η ανάγκη για πολιτική εναλλακτική λύση δεν είναι πιο εμφανής από ό, τι στην Ελλάδα, με το τεράστιο κοινωνικό κίνημα διαμαρτυρίας των δύο τελευταίων χρόνων και το θεαματικό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες εκλογές. Η ανάγκη για προοδευτική εναλλακτική λύση υπαγορεύεται επίσης – με αρνητικό τρόπο – από την απειλητική εκλογική άνοδο της ναζιστικής άκρας δεξιάς.
Ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο εξόδου από την κρίση δεν διαπνέεται εξ ορισμού από ένα όραμα για μια κοινωνία ισότητας των φύλων και γυναικείας απελευθέρωσης από όλες τις μορφές ανδρικής καταπίεσης στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα. Ούτε εμπεριέχει οπωσδήποτε προτάσεις άμεσου ή μακροπρόθεσμου πολιτικού, ιδεολογικού, οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, η φεμινιστική οπτική έλειψε από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ στις δύο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις, για λόγους που συνδέονται με την υποβάθμιση της ισότητας των φύλων και της απελευθέρωσης των γυναικών μεταξύ των στόχων του πολιτικού σχεδίου της ριζοσπαστικής αριστεράς και με την περιθωριοποίηση των φεμινιστριών στους κόλπους του.
Σε τί μας χρησιμεύει η οπτική του φύλου για την ανάλυση της κρίσης; Ποιες είναι οι διαφορετικές επιπτώσεις της ελληνικής κρίσης σε άνδρες και γυναίκες; Ποιες είναι οι προκλήσεις της εποχής μας για τις φεμινίστριες γενικά και τις αριστερές φεμινίστριες της Ευρώπης ειδικότερα; Αυτά είναι τα ζητήματα που θα επιχειρήσω να προσεγγίσω στη συνέχεια.
Ελληνική κρίση και διάσταση/οπτική του φύλου
Από τον Μάιο 2010, η Ελλάδα εφαρμόζει το πιο αυστηρό πρόγραμμα οικονομικής και δημοσιονομικής προσαρμογής στην ΕΕ και ένα από τα πιο αυστηρά που έχει ποτέ επιβάλει το ΔΝΤ στην ιστορία του. Η «θεραπεία σοκ» έχει οδηγήσει σε σωρευτική μείωση του ΑΕΠ κατά 17% μέσα σε δυόμισι χρόνια. Η ανεργία έχει φτάσει το 24,5% (επίσημα στοιχεία), οι ονομαστικοί μισθοί στον ιδιωτικό τομέα έχουν ήδη μειωθεί κατά περίπου 20%, ενώ στο δημόσιο τομέα κατά 35% περίπου, ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων δεν καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και υπηρεσίες υγείας και δεν ασφαλίζεται για σύνταξη και υγεία, η επισφαλής κατάσταση των μεταναστών έχει χειροτερέψει δραματικά – όχι μόνο από οικονομική άποψη – ενώ η φτώχεια επεκτείνεται ραγδαία.
Πριν την κρίση, η ανεργία των γυναικών ανέρχονταν στο 12%. Σήμερα έχει φθάσει στο 28%. Το ανδρικό ποσοστό ανεργίας ανέβηκε από το 5% στο 22%. Η ανεργία στις νέες γυναίκες 15-24 ετών ανέρχεται σήμερα στο 61% έναντι 46,5% στους νεαρούς άνδρες. Μια πραγματική κοινωνική καταστροφή, ενώ η ελληνική νεολαία συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει μέλλον γι ‘αυτήν στη χώρα. Η ανεργία των γυναικών δεν τροφοδοτείται μόνο από απολύσεις. Πολύ μεγάλος αριθμός γυναικών, στις ηλικίες των 30, 40 και 50, που προηγουμένως δεν αναζητούσαν εργασία, μπήκαν στην αγορά εργασίας για να ενισχύσουν το συρρικνούμενο οικογενειακό εισόδημα. Οι περισσότερες εντάχθηκαν τις στρατιές των ανέργων.
Όσον αφορά την καταστροφική εξέλιξη της απασχόλησης, ενώ η κρίση ξεκίνησε από την οικοδομή και τη μεταποίηση, με πρώτο θύμα την ανδρική απασχόληση, η τεράστια μείωση των εισοδημάτων που προέκυψε από την άνοδο ανεργίας και τις πολιτικές άγριας λιτότητας, περικοπών και φορολόγησης οδήγησε στη συρρίκνωση του τομέα των υπηρεσιών, που συγκέντρωνε το 79% των εργαζόμενων γυναικών πριν την έναρξη της κρίσης. Αυτή η συρρίκνωση έβαλε τη γυναικεία απασχόληση στο μάτι του κυκλώνα. Στο δημόσιο τομέα, οι απολύσεις συμβασιούχων έπληξαν πολύ περισσότερο τις γυναίκες απ’ ότι τους άνδρες, ο δραστικός περιορισμός των προσλήψεων έθαψε τις επαγγελματικές προοπτικές χιλιάδων νέων μορφωμένων γυναικών που επικρατούσαν έναντι των ανδρών στις προσλήψεις κατά τη δεκαετία του 2000, ενώ οι αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα ώθησαν πρόωρα στη σύνταξη πολλές γυναίκες υπαλλήλους μέσης ηλικίας.
Η γυναικεία απασχόληση έχει μειωθεί κατά 14% από την αρχή της κρίσης, ενώ το ποσοστό του γυναικείου πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας που απασχολείται από 49% σε 42%. Αν και οι αντίστοιχες μειώσεις στους άνδρες ήταν ακόμα μεγαλύτερες, αυτό που έχει ιδιαίτερη πολιτική σημασία να τονίσουμε είναι ότι η τρέχουσα κρίση στην Ελλάδα και οι καταστροφικές πολιτικές που ακολουθούνται από το 2010 στο όνομα της εξόδου απ’ αυτήν όχι μόνο έχουν αντιστρέψει την τάση διαρκούς ποσοτικής και ποιοτικής βελτίωσης της συμμετοχής των γυναικών στην αμειβόμενη εργασία, που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αλλά έχουν οδηγήσει σε ραγδαία οπισθοδρόμηση. Όσον αφορά τις μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, οι άνδρες πλήττονται περισσότερο από τις μειώσεις στις υψηλές κλίμακες, ενώ οι γυναίκες από τις μειώσεις στις κατώτατες κλίμακες όπως και από τις θεσμικές αλλαγές που ρυθμίζουν τις κατώτατες αποδοχές: μείωση κατώτατου μισθού και βασικών μισθών συλλογικών συμβάσεων, αναστολή της επέκτασης συλλογικών συμβάσεων σε μη συνδικαλισμένους κλπ.
Διαφορετικές επιπτώσεις ανά φύλο παρατηρούνται επίσης και στις θεσμικές αλλαγές και περικοπές στους τομείς της ασφάλισης, της υγείας, της κοινωνικής φροντίδας. Ο κύριος στόχος της τελευταίας μεταρρύθμισης του συστήματος συντάξεων ήταν η αντιμετώπιση της οικονομικής του κατάρρευσης, με τη δραστική περικοπή των δικαιωμάτων των συνταξιούχων. Ενώ αυτές οι περικοπές αφορούν και τα δύο φύλα, η αύξηση της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης θα είναι πολύ μεγαλύτερη στις γυναίκες, ενώ το νέο σύστημα υπολογισμού του ύψους της σύνταξης με βάση τις αποδοχές ολόκληρου του εργάσιμου βίου τις τιμωρεί περισσότερο, διότι αυτές έχουν κατά μέσο όρο πολύ βραχύτερο ιστορικό εργασίας και ασφάλισης από τους άνδρες (υψηλότερος κίνδυνος και μεγαλύτερης διάρκειας ανεργίας, αποχωρήσεις από το εργατικό δυναμικό λόγω ανατροφής παιδιών, μεγαλύτερη συμμετοχή στην ανασφάλιστη εργασία κλπ.). Οι αναθεωρήσεις της λίστας φαρμάκων και διαγνωστικών εξετάσεων και της συμμετοχής των ασφαλισμένων είχαν σημαντικές επιπτώσεις για τις γυναίκες. Για παράδειγμα, η συμμετοχή των εγκύων στις εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου αυξήθηκε από 0% στο 25% και όλων των γυναικών για υπέρηχο μαστού και μικροβιολογικές εξετάσεις κολπικού υγρού από 0% στο 100%.
Από την άλλη, τα αλλεπάλληλα πακέτα μέτρων υπονομεύουν τη διαθεσιμότητα, προσβασιμότητα και ποιότητα των κοινωνικών υπηρεσιών για μια σειρά από λόγους: μειωμένη χρηματοδότηση, δραστικός περιορισμός του αριθμού των συμβασιούχων παντού, των αναπληρωτών και ωρομισθίων καθηγητών στα σχολεία, μη αντικατάσταση των μονίμων υπαλλήλων που βγαίνουν στη σύνταξη, συγχωνεύσεις δημόσιων σχολείων και νοσοκομείων, καθυστέρηση πληρωμής προμηθευτών ιατρικού και υγειονομικού υλικού στα νοσοκομεία, περικοπή εφημεριών γιατρών κλπ. Οι δημόσιες υπηρεσίες φροντίδας παιδιών απειλούνται λόγω της δραστικής περικοπής των οικονομικών πόρων των δήμων, σε μια εποχή όπου οι μεσαίου εισοδήματος οικογένειες δεν μπορούν πλέον να αγοράσουν ιδιωτικές υπηρεσίες φροντίδας και αναζητούν μια θέση σε δημόσιο βρεφονηπιακό σταθμό ή νηπιαγωγείο. Μετατόπιση της κοινωνική ζήτησης από ιδιωτικές σε δημόσιες υπηρεσίες παρατηρείται και στον τομέα της εκπαίδευσης και της υγείας.
Η μείωση του εισοδήματος των μεσαίων τάξεων έχει αρνητικές επιπτώσεις και στην απασχόληση των γυναικών μεταναστριών ως καθαρίστριες και φροντίστριες παιδιών και ηλικιωμένων, ενώ είναι βέβαιο ότι οι υπηρεσίες υποκαθίστανται με απλήρωτη οικιακή εργασία και ότι το μεγαλύτερο μέρος της το επωμίζονται οι γυναίκες. Οι ίδιες κυρίως καλούνται να τα φέρουν βόλτα με το μειωμένο οικογενειακό εισόδημα και να απορροφήσουν τις τριβές, εντάσεις και την ενδοοικογενειακή βία που προκύπτουν από τη μακροχρόνια ανδρική ανεργία και την κρίση που αυτή επιφέρει στην ανδρική ταυτότητα. Ως εκ τούτου, η κρίση ενισχύει τη σημασία της καθολικής πρόσβασης στη δημόσια υγεία, εκπαίδευση και κοινωνική φροντίδα ως καθοριστικό δίχτυ προστασίας των φτωχότερων και των υπό εκπτώχευση κοινωνικών στρωμάτων από όλα τα αρνητικά επακόλουθα της δραστικής μείωσης των εισοδημάτων.
Αξίζει να θυμίσουμε ότι η ισότητα στην εκπαίδευση και την αμειβόμενη εργασία, η απασχόληση στο δημόσιο τομέα και η κοινωνική φροντίδα αποτέλεσαν ιστορικά και συνεχίζουν να αποτελούν κοινές για όλες τις χώρες προϋποθέσεις για την οικονομική ανεξαρτησία και την απελευθέρωση των γυναικών από την ανδρική εξουσία και καταπιεστικούς κοινωνικούς ρόλους και πρότυπα. Οι κατακτήσεις αυτές δεν ήταν το φυσιολογικό προϊόν μιας γενικής κοινωνικής εξέλιξης και των κοινωνικών αγώνων αλλά αποτέλεσμα μακρόχρονων αγώνων του γυναικείου κινήματος και των ίδιων των γυναικών για αλλαγή νοοτροπιών, εξουσιαστικών πρακτικών και καταπιεστικών θεσμών. Η σημερινή καταστροφική πορεία της απασχόλησης και η συντελούμενη διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων, του δημόσιου τομέα και του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα δεν προκαλεί μόνο γενική κοινωνική οπισθοδρόμηση. Υπονομεύει και τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίχθηκε τα τελευταία χρόνια η πρόοδος των γυναικών ως προς την οικονομική ανεξαρτησία και τον αυτοπροσδιορισμό.
Όπως και στην Ελλάδα, έτσι και στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. η οικονομική κρίση έχει μέχρι σήμερα πλήξει περισσότερο την ανδρική απασχόληση, αλλά οι γυναίκες εξακολουθούν να βρίσκονται σε πολύ χειρότερη θέση στην αγορά εργασίας απ’ ότι οι άνδρες. Επίσης, παντού, η κρίση αντέστρεψε την τάση συνεχούς βελτίωσης της θέσης των γυναικών στην αγορά εργασίας, που παρατηρήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες. Οι γυναίκες κατά κανόνα πληρώνουν περισσότερο από τους άνδρες τις περικοπές στο κοινωνικό κράτος και τη συρρίκνωση της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, ενώ η ενδοοικογενειακή βία εις βάρος τους αυξάνεται – φαινόμενο γνωστό και από προηγούμενες κρίσεις
Προκλήσεις για τις φεμινίστριες
Αν ο φεμινισμός ως κίνημα στοχεύει στην ανατροπή των εξουσιαστικών σχέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών και της εκμετάλλευσης, καταπίεσης και υποτίμησης που υφίστανται οι γυναίκες μέσα στις ανδροκεντρικές-πατριαρχικές κοινωνίες, η σύγχρονη φεμινιστική σκέψη είχε ενσκήψει τις τελευταίες δεκαετίες στη μελέτη της διαπλοκής φύλου-τάξης-φυλής/εθνικής προέλευσης και των διαφορετικών εμπειριών καταπίεσης, εκμετάλλευσης και υποτίμησης που έχουν οι διαφορετικές ομάδες γυναικών από την ιδιωτική και δημόσια πατριαρχία. Η τρέχουσα παγκόσμια κρίση, προϊόν της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, οξύνοντας στο έπακρο τις ταξικές αντιθέσεις, τείνει να υπαγάγει τις αντιθέσεις φύλου στις τελευταίες. Αποτελεί μία νέα πρόκληση όχι μόνο για τη φεμινιστική σκέψη αλλά και τη φεμινιστική πρακτική.
Στην τρέχουσα κρίση, η επίθεση στο δημόσιο τομέα και το κοινωνικό κράτος απειλεί καίρια της κατακτήσεις των γυναικών στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στις χώρες που εφαρμόζουν τις πιο σκληρές πολιτικές λιτότητας. Με αφορμή την κρίση χρέους της χώρας της, η αργεντίνα φεμινίστρια οικονομολόγος Βαλέρια Εσκιβέλ έγραφε ότι, σε συνθήκες δομικής κρίσης, θα πρέπει πρώτα να δημιουργηθεί ο αναγκαίος «πολιτικός χώρος» και «χώρος πολιτικής» ώστε οι όποιες εναλλακτικές λύσεις να καταστούν εφικτές. Εννοούσε ότι μόνο η κοινωνική και πολιτική παρέμβαση των μαζών μπορεί να διευρύνει τα κατεστημένα όρια άσκησης πολιτικής και να εκβάλει σε ριζοσπαστικές λύσεις. Το ερώτημα είναι αν φεμινίστριες στην Ευρώπη είναι σήμερα πρόθυμες να συμμετάσχουν, μαζί με άλλα προοδευτικά κοινωνικά κινήματα και πολιτικές δυνάμεις, στη δημιουργία αυτών των χώρων και στην αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων.
Η πρόκληση για τις αριστερές φεμινίστριες είναι να δείξουν ότι σε καιρούς δομικής κρίσης του καπιταλισμού, δεν μπορεί να υπάρξει μέλλον για την ισότητα των φύλων και τη γυναικεία απελευθέρωση εν απουσία ενός εναλλακτικού σχεδίου εξόδου από αυτήν. Είναι επίσης πρόκληση να πείσουν ότι αυτή η εναλλακτική λύση θα πρέπει να περιλαμβάνει την πλήρη αναδιοργάνωση όχι μόνο της παραγωγής, αλλά και της κοινωνικής αναπαραγωγής, καθώς και την αναμόρφωση των σχέσεων των δύο φύλων, των ρόλων φύλου και των αξιών στην οικογένεια, την οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική ώστε η εναλλακτική λύση να είναι προς όφελος γυναικών και ανδρών.
Ήδη, πέραν της καταγγελίας των καταστροφών που προκαλούν οι νεοφιλελεύθερες συνταγές εξόδου από την κρίση, πάρα πολλές φεμινίστριες διεθνώς συγκλίνουν στην ανάγκη ενσωμάτωσης στα εναλλακτικά προγράμματα εξόδου από την κρίση της πρότασης δημιουργίας μιας «οικονομίας φροντίδας» μέσα από δημόσιες επενδύσεις στις κοινωνικές υποδομές. Ιδέα που θεμελιώνεται στην αρχή της «οικονομίας των αναγκών» και έρχεται να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες ανάγκες φροντίδας των ηλικιωμένων σε κοινωνίες με γρήγορη δημογραφική γήρανση. Άλλες φεμινίστριες εργάζονται πάνω στο τρόπο που προώθηση της «πράσινης οικονομίας» θα ευνοεί εξίσου άνδρες και γυναίκες. Όπως και τα υπόλοιπα κινήματα, στη κρίση που ζούμε, το φεμινιστικό κίνημα αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις. Η μεγαλύτερη είναι να δείξει ότι η ισότητα των φύλων δεν είναι είδος πολυτελείας για καιρούς οικονομικής άνθησης, αλλά απαράγραπτος στόχος πάλης στο σήμερα, στο όνομα των αρχών που θέλουμε να διέπουν την κοινωνία που επιδιώκουμε να οικοδομήσουμε.
Πορταριά, 17 -22 Ιουλίου 2012
Ημέρα για το Φύλο: Εναρκτήρια Ομιλία – 17 Ιουλίου 2012