της Σοφίας Ξυγκάκη
Η ταινία της Ασημίνας Προέδρου πραγματεύεται το θέμα του φασισμού και της ρατσιστικής βίας στην ακραία της μορφή, ακολουθώντας τη ζωή ενός νέου άνδρα.
Ο Γιώργος μένει μόνος στην Αθήνα… Υποτίθεται σπουδάζει, αναγκάζεται να δουλεύει… Του λείπουν νόημα, αυτοπεποίθηση, ταυτότητα, αποδοχή… Γεμίζει το κενό ως «RED HULK», όπως είναι γνωστός στο σύνδεσμο οπαδών της ομάδας του… Ώσπου η εμπλοκή του σ’ ένα επεισόδιο ρατσιστικής βίας φέρνει μπροστά του νέα αδιέξοδα, διλήμματα και επιλογές…
Η ταινία απέσπασε τον «Χρυσό Διόνυσο» στο 36ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας και επίσης κέρδισε το Πρώτο Βραβείο του ελληνικού διαγωνιστικού τμήματος μικρού μήκους του 19ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας. Η Ασημίνα Προέδρου γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Σπούδασε μουσική στο «Αττικό Ωδείο» και το 2001 απέκτησε πτυχίο πιάνου με καθηγητή τον σολίστ Διονύση Μαλούχο. Μαθήτευσε δίπλα στο ζωγράφο Γιάννη Τσαγκάρη κι έκανε μαθήματα κλασικού και σύγχρονου χορού στη σχολή χορού «Ραλλού Μάνου». Παράλληλα, το 2007 ολοκλήρωσε το μάστερ της με τίτλο «MSc in International Economics». στην ΑΣΟΕΕ. Από το 2010 έως το 2012 παρακολούθησε μαθήματα σεναρίου και σκηνοθεσίας κινηματογράφου στη σχολή Athens ΝYC. Τον Αύγουστο του 2012 συμμετείχε στον online διαβαλκανικό διαγωνισμό του «altcine.com» με την πρώτη της ταινία μυθοπλασίας, «Facets of Loneliness» (2010) , αποσπώντας το πρώτο βραβείο κοινού και κερδίζοντας πλήρη υποτροφία για το BA σκηνοθεσίας στη σχολή «Akmi Metropolitan College», από όπου αποφοίτησε τον Ιούνιο του 2013. Παράλληλα με τις σπουδές της, από το 2006 έως σήμερα, εργάζεται ως ιδιωτική υπάλληλος σε λογιστήριο εταιρίας. Η ταινία “Red Hulk” είναι η πτυχιακή της ταινία. Μιλήσαμε με τη σκηνοθέτιδα.
Είχες κάνει τόσα άλλα πριν, πώς προέκυψε το σινεμά; Ποιες ταινίες αποτελούν για σένα σημείο αναφοράς;
Από μικρή έκανα μουσική, χορό, ζωγραφική, καθώς οι γονείς μου ήθελαν να μου δώσουν ολόπλευρη καλλιέργεια. Άρχισα να λέω ότι θέλω να γίνω σκηνοθέτης κινηματογράφου όταν ήμουν δέκα χρονών και είδα την ταινία «Σινεμά ο Παράδεισος» του Τζουζέπε Τορνατόρε.
Τι σε είχε συγκινήσει σ’ αυτήν;
Η νοσταλγική ατμόσφαιρα, η σχέση του πρωταγωνιστή με το σινεμά, τα παιδικά χρόνια του ήρωα, η σχέση του παιδιού με τον μηχανικό προβολής που τον παίζει ο Φιλίπ Νουαρέ. Μεγαλώνοντας, όμως, οι γονείς μου με αποθάρρυναν, στη λογική ότι έπρεπε να σπουδάσω κάτι που θα μου εξασφάλιζε τα προς το ζην. Έτσι, προέκυψε η ΑΣΟΕΕ και η δουλειά μου ως ιδιωτική υπάλληλος σε λογιστήριο εταιρίας. Όταν άρχισα να δουλεύω και να μπορώ να πληρώνω μόνη μου τη σχολή, τότε γράφτηκα και στη σχολή κινηματογράφου.
Γιατί επέλεξες αυτό το θέμα για την πτυχιακή σου εργασία;
Τα τελευταία χρόνια με απασχολούσε ιδιαίτερα το θέμα της ξενοφοβίας, του ρατσισμού – εθνικισμού. Περπατάω πολύ στο κέντρο της Αθήνας – όλοι όσοι το κάνουμε, βλέπουμε πολύ έντονα το πρόβλημα μπροστά μας.
Ο Ηulk είναι ήρωας κόμικ, γιατί αυτός ο τίτλος;
“RED HULK” είναι το παρατσούκλι του ήρωα στον ποδοσφαιρικό σύνδεσμο. “RED” λόγω της συγκεκριμένης ομάδας, και “HULK” επειδή είναι σωματώδης, θυμωμένος και αποτελεσματικός στις συμπλοκές. Το παρατσούκλι ήταν ιδέα του Dr Zarko, ειδικού συμβούλου της ταινίας, μου άρεσε και το κρατήσαμε.
Και στην πρώτη σου ταινία το Facets of loneliness βλέπουμε απομονωμένους ανθρώπους, με μεγάλη αίσθηση μοναξιάς, ακόμη κι όταν αυτή εκφράζεται ως απέραντη βαρεμάρα, όπως στις σκηνές με τον πιτσιρικά. Κι εδώ, παρά το περιβάλλον (οικογένεια, δουλειά, φίλους του ποδοσφαιρικού συνδέσμου κτλ.) του πρωταγωνιστή, που παρουσιάζεις, παρακολουθούμε έναν εξαιρετικά μοναχικό άνθρωπο. Στην ταινία σου μου άρεσε που ακολουθείς το κεντρικό πρόσωπο χωρίς να επεξηγείς και να ηθικολογείς – ωστόσο, αναρωτιόμαστε: πώς αυτός κάνει τέτοιο άλμα και, αντί να τσακώνεται με τον αυταρχικό πατέρα του και τους βάζελους, εμπλέκεται σε ρατσιστική δολοφονία;
Θα ήθελα να μην μπω ακόμα στη συζήτηση για την ανάλυση του χαρακτήρα και της ταινίας. Να πω μόνο ότι ο ήρωας προέρχεται από μια φτωχή αγροτική οικογένεια, ο ίδιος έχει παρατήσει τη σχολή του (εγώ τον φαντάζομαι περισσότερο σπουδαστή κάποιου απαξιωμένου και αδιέξοδου επαγγελματικά τμήματος ΤΕΙ) και εργάζεται περιστασιακά ως εργάτης, μένει στη σημερινή Αθήνα, σε μια πολύ φτωχική γκαρσονιέρα ανάμεσα σε μετανάστες, ενώ είναι ήδη “καταξιωμένο” μέλος ποδοσφαιρικού συνδέσμου.
Να πω επίσης, ότι η ταινία είναι κομμάτι του προβληματισμού μου πάνω στο πώς η ανάγκη για ένταξη και αποδοχή μπορεί συχνά να οδηγεί στη διαστροφή της προσωπικότητας του ατόμου, οπότε η ιστορία και προφανώς και το τέλος συνδέονται με αυτό.
Η σχέση του ήρωα με τη φασιστική ομάδα ξεκινάει πριν ξεκινήσει η ταινία, και τους λόγους δεν τους βλέπουμε καθαρά. Μαθαίνουμε όμως στην πορεία ότι οι φασίστες προσπαθούν να παρεισφρήσουν στην ποδοσφαιρική ομάδα κι έτσι καταλαβαίνουμε ότι, στην προσπάθειά τους αυτή, με κάποιον τρόπο ήρθαν σε επαφή και μαζί του. Ωστόσο, αυτό που έχει σημασία για τον ήρωα στην ταινία δεν είναι αυτό (το πώς ήρθε αρχικά σε επαφή μαζί τους), αλλά το τι θα κάνει μετά τη ρατσιστική δολοφονία στην οποία έχει εμπλακεί.
Ο πρωταγωνιστής αποδίδει πολύ πειστικά την προσωπικότητα του πρωταγωνιστή, όπως την περιγράφεις. Πες μας λίγα λόγια για το πώς δούλεψες μαζί του.
Ο πρωταγωνιστής (Φρίξος Προέδρου) είναι ο αδερφός μου και είναι μη επαγγελματίας. Κάναμε ενάμιση μήνα casting, προσπαθώντας να βρούμε επαγγελματία ηθοποιό, όμως το μυαλό μου πάντα επέστρεφε σ’ εκείνον. Κι αυτό γιατί τον έχω δει στη ζωή του να βρίσκεται στις ψυχολογικές μεταπτώσεις που βρίσκεται ο ήρωας, τον έχω δει (σε νεότερη ηλικία) να παίρνει «ποζεράδικο» ύφος μπροστά σε κόσμο, και πολύ διαφορετικό όταν βρίσκεται μόνος του, ξέρω πόσο ευαίσθητος είναι γενικά, και παράλληλα πόσο βίαια ξεσπάσματα μπορεί να έχει. Συμμετείχε κανονικά στο casting και τον βρήκαμε εξαιρετικό, οπότε θεώρησα ότι έπρεπε να το ρισκάρω. Κάναμε αρκετές πρόβες οι δυο μας, και δουλέψαμε αρκετό διάστημα αυτοσχεδιαστικά, ωστόσο στα γυρίσματα η σχέση μας ήταν στενά επαγγελματική. Η αλήθεια είναι ότι θέλαμε και οι δύο πάρα πολύ να συνεργαστούμε, πράγμα που φάνηκε και από την τεράστια προσπάθεια που έκανε κι εκείνος στις πρόβες και στα γυρίσματα (παρόλο που δεν είχε ο ίδιος καμιά προσωπική φιλοδοξία) – κάτι που με συγκίνησε βαθιά.
Τι αντίκτυπο θα ήθελες να έχει η ταινία σου στους θεατές;
Η ταινία δεν έχει κάνει ακόμα τον «κύκλο» της, οπότε θα ήθελα να μην αναλωθώ ακόμα σε αναλύσεις της ταινίας και των προθέσεών μου. Θέλω ο κόσμος να δει την ταινία και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.