της Σοφίας Ξυγκάκη
Για πρώτη φορά στην ιστορία της η Σουηδική Ακαδημία βραβεύει διηγηματογράφο – μια επιλογή που θεωρήθηκε η λιγότερη πολιτική και η κατεξοχήν λογοτεχνική.
Την τοποθετούν δίπλα στον Τσέχοφ για την τολμηρή ευγένεια και την ψυχολογική οξύνοια της, αλλά και δίπλα στον Χένρυ Τζέιμς για τις διαυγείς δίχως αυταπάτες περιγραφές της. Η ίδια πιστεύει ότι οι ιστορίες της μοιάζουν μ’ ένα σπίτι στο οποίο μπαίνεις και μένεις εκεί για λίγο, τριγυρνάς, βολεύεσαι όπου σ’ αρέσει, προσπαθείς ν’ ανακαλύψεις πώς συνδέονται οι διάφοροι χώροι μεταξύ τους και με ποιο τρόπο ο εξωτερικός κόσμος μεταβάλλεται όταν τον κοιτάς από αυτά τα παράθυρα.
Η Άλις Μονρό γεννήθηκε στο Γούινγκαμ του Οντάριο, το 1931, όπου ζει ακόμη σε μια πόλη τριών χιλιάδων κατοίκων, το Κλίντον. Σπούδασε στο κολλέγιο μόνο 2 χρόνια γιατί τόσο διαρκούσε η υποτροφία της, δεν υπήρχαν χρήματα για παραπάνω. Χαρακτηρίζει αυτή την περίοδο ως πολύ ευχάριστο διάλειμμα, αφού ήταν η μοναδική στη ζωή της που δεν ήταν επιφορτισμένη με δουλειές σπιτιού. Τότε αποφάσισε ότι θα γίνει συγγραφέας γιατί δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να κάνει.
Παντρεύτηκε αμέσως μετά και εγκαταστάθηκε με τον πρώτο της σύζυγο στο Βανκούβερ. Εκεί, στο προάστιο στο οποίο ζούσαν, η ζωή ήταν αυστηρά καθορισμένη, καθορισμένες οι απόψεις και ο τρόπος που θα έπρεπε να συμπεριφέρεται ως γυναίκα. Σκεφτόταν ότι η μόνη διέξοδος ήταν το φλερτ με τους άντρες των άλλων γυναικών στα πάρτι – η σαρκική ήταν η μόνη πραγματική επαφή που μπορούσε να έχει με έναν άντρα. Αυτοί δεν μιλούσαν στις γυναίκες, κι αν το έκαναν, το έκαναν αφ’ υψηλού. Στους άντρες δεν άρεσε να μιλούν οι γυναίκες, ούτε και στις γυναίκες άρεσε να μιλούν οι γυναίκες. Λέει για τον εαυτό της ότι ήταν κι αυτή με τις γυναίκες των αναρριχώμενων αντρών. Το σιχαινόταν αυτό κι έτσι ποτέ δεν έγραψε για τη ζωή εκεί. Αλλά μετά, όταν πήγαν στο Δυτικό Βανκούβερ, σε μια γειτονιά όπου δεν κατοικούσαν μόνο ζευγάρια και οικογένειες, έκανε πολλούς φίλους, και αργότερα εγκαταστάθηκαν σε μια άλλη μικρή πόλη του Οντάριο, τη Βικτώρια, όπου το Munro’s books, το βιβλιοπωλείο το οποίο άνοιξαν το 1963, υπάρχει ακόμη. Τη δεκαετία του ’50 άρχισε να δημοσιεύει τα διηγήματά της στο Tamarack Review, ένα μικρό λογοτεχνικό περιοδικό του Καναδά, ενώ το 1977 άρχισε η συνεργασία της με τον New Yorker. Το 1968 εκδίδεται η πρώτη συλλογή διηγημάτων της με τον τίτλο Dance of the Happy Shades. Το 1976 συναντά, μετά από χρόνια, τον Gerry Fremlin, παλιό της γνώριμο από το πανεπιστήμιο και μετά από τρία μαρτίνι αποφασίζουν να μείνουν μαζί.
Όπως έχει πει η ίδια: «Το διάβασμα μέχρι τα τριάντα μου ήταν η ζωή μου. Ζούσα στα βιβλία. Οι συγγραφείς του αμερικάνικου νότου ήταν οι πρώτοι που πραγματικά με συγκίνησαν γιατί μου έδειξαν ότι μπορείς να γράψεις για μικρές πόλεις, για κανονιστικές κοινωνίες, γι’ αυτού του είδους τη ζωή που γνώριζα καλά. Αλλά, χωρίς καν να το έχω αντιληφθεί, οι συγγραφείς του αμερικάνικου νότου που είχα αγαπήσει ήταν γυναίκες. Δεν μ’ άρεσε στ’ αλήθεια τόσο πολύ ο Φόκνερ. Αγαπούσα την Γιουντόρα Γουέλτι, τη Φλάνερι Ο Κόνορ, την Κάθριν Αν Πόρτερ, την Κάρσον Μακ Κάλερς. Είχα αυτή την αίσθηση, ότι οι γυναίκες μπορούν να γράψουν για το αλλόκοτο, το περιθωριακό. Αισθανόμουν ότι αυτός ήταν ο δικός μας χώρος, ενώ οι καθιερωμένοι συγγραφείς του μεγάλου κοινωνικού μυθιστορήματος, που αφορούσε την πραγματική ζωή, ήταν αντρικός χώρος. Δεν ξέρω πώς απέκτησα αυτή την αίσθηση, ότι είμαι στο περιθώριο, δεν με έσπρωξαν προς τα κει. Ίσως γιατί μεγάλωσα στη περιφέρεια. Υπήρχε πάντα κάτι στους μεγάλους συγγραφείς από το οποίο αισθανόμουν αποκλεισμένη, αλλά δεν ήξερα τι είναι αυτό. Είχα ενοχληθεί τρομερά όταν πρωτοδιάβασα Λόρενς. Συχνά με τάραζε η οπτική των συγγραφέων σε ό,τι αφορά τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Σκεπτόμουν: πώς μπορώ να είμαι εγώ συγγραφέας, από τη στιγμή που είμαι το αντικείμενο άλλων συγγραφέων;».
Τα πρόσωπα στα διηγήματα της Μονρό που ζουν σ’ αυτό το περιθώριο είναι κορίτσια και γυναίκες, έφηβες, ενήλικες που μεγάλωσαν αντιμέτωπες με την οικογένεια, τα προβλήματα, την αρχή ή το τέλος ενός γάμου, το διαζύγιο, τη μοναξιά, τα γηρατειά. Μεγάλωσαν με παλιομοδίτικες ιδέες και πρέπει ν’ ανταποκριθούν στην ανατρεπτική δεκαετία του ’60. Για κάποιες η οικογένεια είναι καταφύγιο και για κάποιες άλλες εμπόδιο για την αυτοπραγμάτωση τους.
Στη συλλογή διηγημάτων της Hateship, friendship, courtship, loveship, marriage* μια καμαριέρα πέφτει θύμα της φάρσας ενός κοριτσιού αλλά απρόσμενα εκπληρώνει τις επιθυμίες της και γίνεται ευτυχισμένη∙ μια φοιτήτρια επισκέπτεται τη θεία της και ανακαλύπτει ένα οικογενειακό έπιπλο που κρύβει ένα μυστικό∙ στο The love of a good wife το τελετουργικό του μεσημεριανού γεύματος αποδεικνύεται σημαντικότερη προτεραιότητα από την καταγγελία της ανεύρεσης ενός πτώματος, και μια σημαντική εκδοχή γύρω από αυτόν τον θάνατο μένει ανεξερεύνητη εξαιτίας ενός άλλου θανάτου∙ μια γυναίκα στο λεωφορείο πηγαίνει να επισκεφτεί τον άντρα της στο ψυχιατρείο και, στη συνέχεια, μαθαίνουμε ότι αυτός νοσηλεύεται γιατί έχει σκοτώσει τα τρία παιδιά τους – αυτή, ωστόσο, εξακολουθεί να στρέφεται σε αυτόν για παρηγοριά γιατί είναι ο μόνος που μπορεί να συναισθανθεί την οδύνη της.
Το τέλος των ιστοριών της συχνά μένει ανοιχτό και αινιγματικό και η ζωή των χαρακτήρων της ορίζονται, όπως και στον Τσέχoφ, από τη φύση, την αγάπη, τη μοναξιά, την απώλεια, τον χρόνο που απλώς περνάει, την ανάκληση και την παραμόρφωση της.
Τον περασμένο Ιούνιο ανακοίνωσε ότι δεν θα γράψει άλλο.
Το 1994 στη συνέντευξή της στο The Paris Review είχε πει: «Δεν φοβάμαι να εγκαταλείψω το γράψιμο. Φοβάμαι να εγκαταλείψω την έξαψη ή ό,τι είναι αυτό που αισθάνεσαι και που σε κάνει να γράφεις».
* στην ελληνική έκδοση Μ’ αγαπάει, δεν μ’ αγαπάει
Στα ελληνικά κυκλοφορούν:
Πάρα πολύ ευτυχία, Μεταίχμιο, 2010 (μτφ Σοφία Σκουλικάρη)
Μ’ αγαπάει, δεν μ’ αγαπάει, Μεταίχμιο, 2003, (μτφ Σοφία Σκουλικάρη)
Συμμετοχή σε συλλογικό:
Της αγάπης μου ο σπουργίτης πέταξε, Libro, 2009, (ανθολόγηση Τζέφρι Ευγενίδης, μτφ Άννα Παπασταύρου)