της Σοφίας Ξυγκάκη
Για την επέτειο των 40 χρονών από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, επηρεασμένη από την πολιτική επικαιρότητα, η κεραμίστρια Βέρα Σιατερλή θα πραγματοποιήσει ένα «Τάμα εξέγερσης». Θα κρεμάσει στα πεζοδρόμια γύρω από το ιστορικό κτήριο του Πολυτεχνείου, στα κιγκλιδώματα και τα δέντρα, 100 τάματα εξέγερσης και 100 κατάδεσμους καταστολής, για να τα πάρουν οι διερχόμενοι. Με αφορμή αυτό το δρώμενο συνομιλήσαμε μαζί της.
Τι είναι τα τάματα και τι οι κατάδεσμοι;
Τάμα είναι για μένα, φαντάζομαι και για τους άλλους, η υλική μορφή της επιθυμίας, της προσδοκίας, της ελπίδας.
Κατάδεσμος είναι ένα αρχαίο αντικείμενο που ήταν από φύλλο μολύβδου, όπου πάνω τους έγραφαν κατάρες, που συνήθως αφορούσαν αισθηματικές σχέσεις αλλά και δικονομικά (άδικες κρίσεις από δικαστές).
Εδώ αναφέρομαι στην καταστολή, που ήταν ένα κοινωνικό άδικο να μπουν τα τανκς μέσα στο Πολυτεχνείο. Το μικρό πλακίδιο που απεικονίζει το τανκ συμβολίζει το απευκταίο της καταστολής και το τάμα συμβολίζει το ευκταίο της εξέγερσης. Στη μνήμη των Ελλήνων το Πολυτεχνείο έχει καταγραφεί ως σύμβολο εξέγερσης.
Πώς το σκέφτηκες; Δεν σκέφτεται κάποιος εύκολα τάματα. Έχεις προσωπικές αναφορές;
Στην οικογένειά μου υπήρχε ένα άτομο με πρόβλημα υγείας και η λογική του τάματος λειτουργούσε. Υπήρχαν φίλοι που έφερναν διάφορα φυλακτά και μιλούσαν για τάματα και άρχισα να το σκέπτομαι. Από τη δεκαετία του ’90 με απασχολεί η ιδέα του τάματος-αναθήματος και έχω δουλέψει αρκετά έργα με αυτή την έννοια.
Το τάμα βέβαια προϋποθέτει μια ανεκπλήρωτη επιθυμία, οπότε κάποιος απευθύνεται σε κάτι ιερό, ως έσχατη ελπίδα, προκειμένου να εκπληρωθεί.
Για μένα το ιερό τώρα είναι η ανθρωπιά και ο ανθρώπινος πόνος, τον κοινωνικό ιστό, που έχει διαλυθεί, εγώ θεωρώ ιερό. Αυτό που είναι ανεκπλήρωτο και με βαραίνει και μ’ έχει κινητοποιήσει πάρα πολύ είναι ότι έχουν έρθει εδώ κάποιοι που διαλύουν τη ζωή μας, με διάφορες προφάσεις, κι ο κόσμος είτε δεν καταλαβαίνει, είτε πέφτει σε κατάθλιψη και απομένει το ανεκπλήρωτο.
Πάμε λίγο στις σπουδές σου – καταρχήν σπούδασες στη Φαέντσα.
Πήγα εκεί να σπουδάσω κεραμική, το 1972. Τελειώνοντας από τη Φαέντσα, ήρθα εδώ, στην κατάληψη του Πολυτεχνείου ήμουν εκεί. Μετά γύρισα πάλι πίσω για δυο χρόνια, κι έπειτα συνέχισα στη Ρώμη, στην Καλών Τεχνών.
Οπότε έφυγες πολύ νέα, αμέσως μετά το σχολείο – ήταν για σένα πολιτισμικό σοκ;
Πάρα πολύ. Είχαμε απευθυνθεί, για παράδειγμα, στο υπουργείο Εξωτερικών για κάτι και μας είχαν εξυπηρετήσει άτομα της Lotta Continua, που για μας στην Ελλάδα της δικτατορίας το να βρίσκονται αριστεροί και μάλιστα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς σε δημόσιους οργανισμούς, ήταν αδιανόητο.
Και σε καλλιτεχνικό επίπεδο;
Σε καλλιτεχνικό επίπεδο δεν είχα πάρα πολλές εικόνες στην Ελλάδα. Μεγάλωσα και τελείωσα το 6τάξιο γυμνάσιο σε επαρχιακή πόλη, το Άργος, την πρώτη πόλη της Αρχαίας Ελλάδας. Ό,τι και να έκανα, έσκαβα, ας πούμε, να βγάλω την πατάτα από ένα κυκλάμινο και μαζί ξέθαβα κι ένα όστρακο από ένα αγγείο της γεωμετρικής εποχής – εγώ το μάζευα και το πήγαινα στο σπίτι.
Από τη μοντέρνα τέχνη είχα λίγες εικόνες, μας έπαιρνε ο πατέρας μου, πηγαίναμε στην Αθήνα, επισκεπτόμασταν μουσεία, βλέπαμε εκθέσεις, ιδιαίτερη επαφή με τον κόσμο της τέχνης δεν είχα. Ό πατέρας μου μού πέρασε την αγάπη του για τον πολιτισμό.
Πώς προέκυψε η κεραμική
Ζούσα ανάμεσα σε κεραμικά, γιατί η γεννέτηρά μου είναι γεμάτη κεραμική από την προϊστορική εποχή. Εκτός δηλαδή από το εργαστήριο του Πολύκλειτου που βρέθηκε μέσα στο Άργος, όλο αυτό έχει επιβιώσει. Από παντού εισέπραττα πράγματα. Πηγαίναμε βόλτα να πιουν οι γονείς μας καφέ στο τουριστικό των Μυκηνών κι εμείς παίζαμε μπάλα μπροστά στον θησαυρό του Ατρέως.
Θα μπορούσε να λειτουργήσει και αρνητικά, σαν κάτι που σε βαραίνει.
Δεν ξέρω, πρέπει να επηρεάστηκα από την αγάπη και την προσέγγιση του πατέρα μου.
Και στην Ιταλία;
Τελειώνοντας από τη Φαέντσα, είχα επίγνωση ότι είχα αποκτήσει μόνο τεχνικές γνώσεις. Γι’ αυτό αισθανόμουν την απόλυτη ανάγκη να συνεχίσω τις σπουδές αποκτώντας γνώσεις και τριβή με το καλλιτεχνικό κομμάτι, γι’ αυτό και γράφτηκα στη ζωγραφική της Καλών Τεχνών Ρώμης. Ήμουν ένα άγραφο χαρτί κι ότι κι αν έβλεπα γύρω μου το ρουφούσα.
Αυτό που εγγράφεται σε όποιον πηγαίνει στη Ρώμη, παρόλο που το αντιλαμβάνεται πολύ αργότερα, ειδικά μάλιστα όταν έρχεται από την Ελλάδα, είναι η συνέχεια που υπάρχει στην ιστορία, σχεδόν όλες οι ιστορικές περίοδοι είναι παρούσες.
Και διαμορφώνει μια αισθητική.
Επίσης ασυνείδητα, απλώς απολαμβάνει. Πώς το έζησες εσύ;
Είχα μεγαλώσει σε μια πολύ κλειστή κοινωνία, με τρομερό έλεγχο, και ως γυναίκα, ακόμα πιο περιορισμένη. Η ζωή μου στην Ιταλία σήμαινε την ελευθερία και την ανεξαρτησία μου. Διαχειριζόμουνα τον εαυτό μου μόνη μου, χωρίς έλεγχο, καλά, κακά, με λάθη αλλά αυτό ήταν το πιο σημαντικό.
Ποιες ήταν οι επιρροές, από τις σχέσεις σου στη σχολή, από αυτά που έβλεπες, από την πόλη;
Με αγγίζουν γεγονότα ζωής που είναι από μόνα τους πολύ σημαντικά και όχι ο τρόπος που τον βλέπουν οι άλλοι. Βέβαια το πώς εκφράζονταν κάποιοι άλλοι, γιατί οι Ιταλοί ήταν στην πρωτοπορία, για παράδειγμα ο ματεριαλισμός, το πώς δούλευε ο Μπούρι ή ο Κουνέλης, μ’ ενδιέφερε. Ο τρόπος με τον οποίον εκφράζονταν οι καλλιτέχνες τη συγκεκριμένη εποχή, κι όσα συνέβαιναν εκείνη την εποχή εγγράφονταν χωρίς όμως να τα ακολουθώ, έμεναν μέσα μου και γινόταν μια επεξεργασία, η οποία πιστεύω βγαίνει στη συνέχεια με διάφορους τρόπους από τη δουλειά μου.
Στη συγκεκριμένη δουλειά τι πιστεύεις ότι βγήκε;
Το πλέον καινούριο στοιχείο σε μένα που δεν το έχω ξανακάνει, και ίσως δεν έχει ξαναγίνει, είναι ότι εγώ δεν θα πουλήσω τίποτα. Πιστεύω ότι αυτό έχει να κάνει και με το τι έχω εισπράξει όλα αυτά τα χρόνια για ένα εικαστικό έργο που έχω παράξει, χρησιμοποιώντας ένα υλικό που δεν χρησιμοποιείται για τη «μεγάλη τέχνη». Λόγω της κρίσης οι καλλιτέχνες έχουμε εισπράξει την απαξία του έργου μας γιατί αυτοί που σήμερα αγοράζουν και είναι συλλέκτες μας έχουν σφάξει, καθώς αγοράζουν με πολύ χαμηλές τιμές, αφού υπάρχει ανάγκη. Οπότε, και μιας και είναι όντως φτηνό υλικό, εγώ λέω: πάρτε το, παιδιά!
Υπάρχουν κάποια στοιχεία εφήμερης τέχνης και ταυτόχρονα είναι πρόσκληση για παραβατική πράξη, αφού ζητάς από τον κόσμο να τα κλέψει.
Είναι κι ένα είδος προσφοράς, το πρόσφορο που το μοιράζεις. Μοιράζομαι με τους συμπολίτες μου την προσδοκία της εξέγερσης και την αποστροφή μου για την καταστολή. Μοιράζομαι την ανθρωπιά που απαλείφεται, γιατί η τέχνη και ο πολιτισμός μάς διαφοροποιεί από τη βαρβαρότητα.
«Τάμα εξέγερσης», Παρασκευή 15/11, 5.30 μμ στο Πολυτεχνείο