της Σίσσυς Βωβού
Φυσικά, ζούμε σε μια κοινωνία γεμάτη ιεραρχίες, οποία ανακάλυψη: η πρώτη και παλαιότερη μεταξύ ανδρών και γυναικών, η δεύτερη και ισχυρότερη μεταξύ των τάξεων, η τρίτη και φονικότερη μεταξύ των «εθνοτήτων» ή «φυλών», η τέταρτη και εξευτελιστικότερη μεταξύ «κανονικών» και «ομοφυλόφυλων», η πέμπτη μεταξύ «επώνυμων» και «ανώνυμων», η έκτη, η έβδομη και η πολλοστή… μεταξύ κάποιων που είναι στην απομέσα, με λίγα λόγια, και κάποιων που είναι στην απέξω.
Και όλες αυτές οι ιεραρχίες, έχουν και τις ιδεολογίες τους, τα «ειωθότα» τους, την αισθητική τους, την ιστορικότητά τους και την αναπαραγωγή τους για τον αιώνα τον άπαντα, αν είναι δυνατόν.
Αυτά που ονομάζονται «πολλαπλές διακρίσεις» και βγαίνουν στην επιφάνεια ανά πάσα στιγμή, με κραυγές ή μένουν στο λυκόφως ως ψίθυροι.
Βγαίνει μέσα σ’ αυτό το τοπίο, λοιπόν, σήμερα, με κραυγές, μια σεξιστική επίθεση εναντίον «επώνυμων» γυναικών, από «επώνυμους» σκιτσογράφους, και τρέχουν από πίσω να στοιχηθούν άτομα και συλλογικότητες που «είδαν», επειδή πρόκειται περί «επωνύμων».
Βέβαια, αυτό που «είδαν» είναι ακραίο, χυδαίο, που σπάει κάθε σεξιστόμετρο, άρα, δικαίως να το στηλιτεύσουν, να αγανακτήσουν.
Όταν όμως αυτό το χυδαίο γίνεται εξαιτίας μιας σημαντικότατης πολιτικής αντιπαράθεσης, τότε είναι απλώς πρόσχημα, «στήνεται» στη μέση για να πει με εικόνες πόσο απαράδεκτος είναι αυτός ο αγώνας των εργαζομένων στην ΕΡΤ και αφού υπάρχει το σίγουρο υλικό του σεξισμού ας το χρησιμοποιήσουμε για να «δέσει» η άποψη και να γίνει πιο «εύληπτο» από το φιλοθεάμον κοινό.
Δεν υπάρχει πιο αξιόπιστο υλικό στην πολιτική αντιπαράθεση από το σεξισμό. Εάν, εφόσον και όποτε υπάρχουν γυναίκες, χαρά μεγάλη. Εάν όχι, ο σεξισμός δεν γνωρίζει αδιέξοδα. Στην ίδια συνταγή, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον ανδρισμό του ενός που είναι δυνατότερος από τον ανδρισμό του άλλου. Μπορούμε να απειλήσουμε τον άλλο ότι θα τον γ…..σουμε (συχνότερη αλλά όχι αποκλειστική χρήση από ακροδεξιούς και φασίστες), αφού όπως είναι γνωστό το γ…ήσι είναι πράξη τιμωρίας (ονομάζεται και εγκώμιο του βιασμού αλλά δεν το κάνουμε θέμα) ή θα τον «πηδήξουμε», σε πιο καθημερινή γλώσσα.
Όταν λοιπόν βλέπουμε τη χρήση του σεξισμού για μια μείζονα πολιτική αντιπαράθεση, παίρνουμε απλώς το σεξισμό σαν ευκαιρία για να υπερασπίσουμε τη «σωστή» πλευρά αυτής της αντιπαράθεσης.
Όταν όμως βλέπουμε στην καθημερινή του χρήση, τον προσπερνάμε ή τον χρησιμοποιούμε αθώα, είναι ένα αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας και της σκέψης και καθόλου δεν σκεφτόμαστε ότι ο σεξισμός σημαίνει στην κυριολεξία υποτίμηση των γυναικών μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκες, δηλαδή κατώτερες, και κάθε τι που συνδέεται με το κατώτερο είναι άξιο απόρριψης. Αυτά βέβαια μπορεί να εκληφθούν και ως «πολιτική ορθότητα» που μας πρήζει, στις σπάνιες περιπτώσεις που την βρίσκουμε απέναντί μας, και δεν μας αφήνει να σκεφτούμε «ελεύθερα».
Όταν λοιπόν ο σεξισμός εμφανίζεται στην καθημερινότητα ή αφορά καθημερινές πράξεις ή καθημερινές γυναίκες, ε, δεν βγάζουμε και ανακοινώσεις να τον στηλιτεύσουμε. Έχουμε κι άλλες δουλειές και προτεραιότητες.
Όταν ένας βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου, και μάλιστα αντιμνημονιακός, λέει, για παράδειγμα, ότι «έχει πηδήξει τη μισή Αθήνα», μπορεί να γίνεται ένας χαμός στα μπλογκ με μεγάλες απορίες για το «πόσο μεγάλη την έχει», αλλά αφορά «ανώνυμα» πλήθη των «πηδηγμένων» και έτσι το κόμμα του δεν βγαίνει να τον στηλιτεύσει, πολύ περισσότερο να τον διαγράψει, γιατί θα αποδυναμωθεί ο αγώνας του. Πώς συνάδει αυτό με την δήλωση του βουλευτή Δημήρη Στρατούλη, οτι οι αντιμνημονιακοί δεν είναι σεξιστές και ότι αυτό είναι ζήτημα ήθους, δύσκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό.
Όταν άλλος βουλευτής αποκαλεί «καλτσοδέτα» μια βουλεύτρια, επώνυμη εδώ, επειδή διαφώνησε με την πολιτική του, επίσης δεν βγαίνει το κόμμα του να τον στηλιτεύσει, απλώς η ίδια τον παραπέμπει στο πειθαρχικό και κανείς και καμιά δεν έμαθε τι απέγινε με αυτό το πειθαρχικό.
Όταν λοιδορείται ως γυναίκα και επειδή είναι γυναίκα, με πολλές σεξιστικές αναφορές, στέλεχος της Δημοκρατικής Αριστεράς που κατατάσσεται στους «εθνομηδενιστές» (εθνομηδενίστριες) για τις απόψεις της περί εθνικών μύθων και την ανάγκη αναθεώρησής τους, επίσης δεν βγαίνουν κόμματα και συλλογικότητες να την υπερασπίσουν, μην τυχόν και θεωρηθεί ότι ταυτίζονται πολιτικά με το κόμμα της.
Όταν ακούγονται καθημερινά σεξιστικά σχόλια στον αριστερό ραδιοσταθμό «Στο Κόκκινο 105,5», έτσι για να εμπεδώνεται ο καθημερινός σεξισμός και να μην ξεχνιέται, αφού είναι και πολύ χαριτωμένος, δεν εισακούγονται οι διαμαρτυρίες πολλών ακροατριών και ακροατών γι’ αυτά, μια και τα σχόλια είναι εναντίον των ανώνυμων γυναικών, της έννοιας «γυναίκες» γενικά. Φυσικά, βρίσκουμε άπειρα τέτοια σχόλια και σεξιστικά λάιφ στάιλ σε ραδιοσταθμούς, εφημερίδες, μπλογκ, κανάλια, αλλά πώς να το κάνουμε, από την αριστερά άλλα προσδοκούμε.
«Επώνυμες» και «ανώνυμες», για να γυρίσουμε σε μια από τις ιεραρχίες που αναφέρονται παραπάνω, θα τύχουν υπεράσπισης, αγνόησης ή στηλίτευσης, ανάλογα με το «φορτίο» που φέρουν. Η ΠΟΕΣΥ έβγαλε καταγγελία για το «στριπτιζάδικο», αλλά δεν έβγαλε ποτέ, απ’ όσο ξέρουμε, καταγγελία σε μέλη της, για την αγνόηση της δεοντολογίας που σήμερα παρουσιάζει, για τον καθημερινό σεξισμό που αναβλύζει από πολλά μίντια εναντίον ανώνυμων γυναικών. Το ίδιο και ο Σύλλογος υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας Ισότητας. Τα μίντια δεν υπερασπίζονται τις «ανώνυμες», που κάποτε κατονομάζονται κιόλας αλλά δεν είναι «σημαντικές», γι’ αυτό και πάνε άκλαυτες και περιμένουν από κάποιες φεμινίστριες να υπογραμμίζουν με πολλές ευκαιρίες τον καθημερινό σεξισμό.
Εμείς που μετέχουμε στο μικρό αλλά επιμένον φεμινιστικό κίνημα, καταγγέλλουμε το σεξισμό και την υποτίμηση των γυναικών απ’ όπου κι αν προέρχονται και όποιο βαθμό κι αν καταγράφουν στο σεξιστόμετρο. Δυστυχώς συχνά προέρχονται από γυναίκες, «επώνυμες», όπως έχουμε συγκεκριμένα καταγγείλει. Οι ίδιες αυτές «επώνυμες», όμως, προσδοκούν την υποστήριξη όταν ο σεξισμός στρέφεται εναντίον τους. Για τις «ανώνυμες» φροντίζουμε εμείς, με τις μικρές μας δυνάμεις, που όμως αντλούν την ισχύ από το βαθύ αίτημα της κοινωνίας για υπέρβαση των πατριαρχικών αξιών, κάτι που προχωράει παρά τα εμπόδια που διαρκώς προσπαθούμε να υπερβούμε και να διαμορφώσουμε ανάλογα τις συνειδήσεις. Επιμένουμε ότι ο σεξισμός είναι βαρβαρότητα, είναι διάκριση, είναι αναχρονισμός και δεν είμαστε οι οι «σειρήνες του φεμινισμού» ή οι «σκοτεινές δυνάμεις» του παρόντος, όπως δεν ήταν «μάγισσες» οι προμήτορές μας.
Αν όμως το όλο θέμα το δούμε από διαφορετική οπτική γωνία, θα ομολογήσουμε ότι ο κ. Χαντζόπουλος που έφτιαξε τη γελοιογραφία είναι «διαβασμένος» στο θέμα στριπτιζάδικα. Δεν ξέρουμε αν είναι ένας από τα εκατομμύρια των Ελλήνων που τα επισκέπτονται, ή από τις εκατοντάδες χιλιάδες που οδηγούν κάποιες από τις καλλιτέχνιδες στις καβάντζες, πάντως το σκίτσο του αποδίδει πιστά την «ατμόσφαιρα». Είναι οίκοι χαράς και απόλαυσης. Από το Άνω Πουθενά μέχρι τη Σούδα και το Διδυμότειχο, υπάρχουν τα στριπτιζάδικα που είναι ένας ευημερών επαγγελματικός κλάδος (λίγο έχει πέσει τώρα με την κρίση) ο οποίος φυσικά και συμβάλλει στον Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν και στα φορολογικά έσοδα του κράτους. Οι εκατομμύρια επισκέπτες, όμως, δεν παραδέχονται αυτό που κάνουν, γιατί τα στριπτιζάδικα είναι απορριπτέα στα λόγια αλλά επισκεπτέα στην πράξη. Το ίδιο και οι καλλιτέχνιδες. Υπό αυτή την οπτική γωνία λοιπόν, αν η ατμόσφαιρα της ΕΡΤ είναι τόσο ευχάριστη όσο είναι τα στριπτιζάδικα για τα εκατομμύρια που τα επισκέπτονται, τότε η γελοιογραφία προάγει τον αγώνα αυτόν παρά τον στηλιτεύει, όπως είναι η φανερή πρόθεσή της, αφού φαίνεται να στηρίζεται στην ηθική καταγγελία του στριπτιζάδικου. Μάλλον ο γελοιογράφος θα έπρεπε να κάνει γελοιογραφία με καζάνια της κόλασης, φωτιές, πίσες και διαβόλους να τρυπάνε με τις τρίαινες τους κολασμένους για να δείξει πόσο κακό πράγμα είναι ο αγώνας των εργαζομένων της ΕΡΤ.