της Ελένης Καρασαββίδου
Υπάρχει μια διαδρομή από την πρόσληψη του δημόσιου χώρου στις μετεμφυλιακές δεκαετίες της ανάπτυξης ως τις δεκαετίες της κρίσης που σημάδεψαν ήδη τον ερχομό του νέου αιώνα. Υπάρχει μια διαδρομή αλλά σε σχέση με την συμμετοχή των γυναικών δεν υπάρχει μια (μεγάλη) απόσταση…
Αν τα γυναικεία κεφάλια ήταν μειοψηφία στις πορείες όταν ξέσπαγε η καταστολή (μαρτυρία Αλίκης Παπαδομιχελάκη), κι αν αυτό γινόταν σε μια Ελλάδα που έμοιαζε όλο και περισσότερο αστικοποιημένη και αλλοτριωμένη, ήταν (και) γιατί η γυναικεία δημόσια παρουσία ήταν (όπως σε κάθε κοινωνία) πάντοτε ένα ασφαλές σημάδι συστολής ή διαστολής των δικαιωμάτων, ένα ασφαλές σημάδι της «ποιότητας» μιας κοινωνίας γενικά.
Στις μετεμφυλιακές δεκαετίες η νομιμοποίηση αυτή επιτυγχανόταν και μέσα από ένα προϊόν μαζικής λαϊκής κατανάλωσης όπως ο λαϊκός κινηματογράφος, που (στο ρεύμα των mainstram ταινιών του) όχι μόνο αναπαρήγαγε το μικροαστικό ήθος της εποχής (και το λαϊκό;; ίσως), αλλά το μεγέθυνε κιόλας.
Στις λαϊκές κοπέλες των ταινιών (σε αντίθεση με πολλά από τα αγόρια και τα κορίτσια του Ιταλικού πχ σινεμά), το ήθος ταυτίζεται με την υπακοή, η αξιοπρέπεια με την παθητική αποδοχή, η αμφισβήτηση με την αδικία στο λαϊκό αρσενικό, αμφισβήτηση που (στις ταινίες, και στα «λαϊκά» τραγούδια) θα την τιμωρήσει η ζωή… Κι όλα αυτά δίπλα δίπλα με την σφαλιάρα στον καθυστερημένο (που προκαλούσε το χυδαίο γέλιο) με την αναφορά στην φόλα ως κάτι το φυσιολογικό, με την γραφικοποίηση της φιλοζωίας, που καθρέφτιζε έναν επιφανειακότατο κυνικό αντι-αστισμό, (τηρουμένων των αναλογιών και με δεδομένο τον επικρατούντα φιλογερμανικό δοσιλογισμό, το είδος του αντι-αστισμού που επικρατούσε και στην Βαίμάρη…) Η ωμή γλώσσα του ρατσισμού αντηχούσε γενικά μέσα σ’ έναν (αν και με εκπληκτικά καλές στιγμές και ηθοποιούς) κινηματογράφο που δραματοποιούσε μέσα σε μια χώρα ερμητικά κλεισμένη πολιτιστικά, παγιδευμένη μέσα στους ίδιους της τους μύθους και καταδικασμένη από την ίδια της την διανοητική και πουριτανική στειρότητα. Το όποιο σημάδι γυναικείας ζωτικότητας προκαλούσε φόβο και επέφερε την τιμωρία. Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα γι’ αυτό από τις ηρωίδες των παλιών καλών ελληνικών ταινιών. Πρότυπα γυναικών όπου η αξιοσύνη ταυτίζεται όπως είπαμε με την υπακοή και το ήθος με την παράδοση, όπως τις ήθελε η εποχή.
Αλλά οι πολιτικές παράμετροι δεν ήταν αμελητέες. Αφού υπήρχαν σκοπιμότητες πίσω από αυτήν την καμπάνια γενικά. Αστικές αντιλήψεις για την οικιακή ζωή και την γυναικεία και κοινωνική παθητικότητα, (Foucault, 1984) σκόπευαν όχι μόνο στον έλεγχο της σεξουαλικότητας και της γυναίκας και στην «θέσπιση περιορισμών» για όλους (Cox, 1996). Αλλά, μέσω της εξαγνισμένης εικόνας του νεαρού κοριτσιού επιχειρούνταν το να αγνοηθεί η πραγματικότητα της καταστολής η οποία «καθαγιαζόταν πάραυτα» με την επιστροφή στο «χαρούμενο σπίτι και στην αγνή κοπέλα που θα ξεκούραζε το παλληκάρι της».
Οι «άλλες ηρωίδες» (παιγμένες συνήθως από εντυπωσιακά θηλυκά) θύμιζαν ότι κανείς δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια που θέλουν οι θεσμοί και να μείνει ατιμώρητος. Αλλά αυτή η τιμωρία δεν καθρέφτιζε μόνο την ποινή στο εκτός πλαισίου θηλυκό, αλλά και τον φόβο μιας κοινωνίας. Όμοια όπως όταν επαναλαμβάνουμε με τον τρόπο που εννοεί ο Φουκώ (1984) κάτι προσπαθώντας να κρύψουμε το αντίθετο του. «Μια ζωτική Βικτωριανή μυθολογία» (Auerbach, 1982,σελ. 8) ότι η φύση δεν μπορεί να ιδρυματοποιηθεί και ότι σε μια Φροϋδική αντιστροφή «η ολότητα της γυναικείας θαυμαστής και επικίνδυνης φύσης, μπορούσε, κάθε στιγμή, μέσω της γοργόνας που δεν ελέγχεις και κάνει κύματα κουνώντας την ουρά της, «να επιστρέψει μέσω της βίας».
Στην εποχή μας η καταστολή συντελείται με χάδια και με την σικέ απελευθέρωση που προβάλλει ως φυσική (αυτό που οι κοινωνικές σπουδές αποκαλούν νορμαλοποίηση…) την ταύτιση της δημόσιας συμμετοχής με την κατανάλωση… Η γυναίκα έχει εκπομπές, έχει «γυναικείο» (τι ωραία συνταγή Σούλα μου!) λόγο, προβάλλει ένα ήθος έξω από τα παλιά όρια. Αλλά δεν είναι γυναίκα ακριβώς, είναι η ονείρωξη του άντρα. Η ίδια (η μοναξιά της, η ανεργία της, η απελπισία της, ο αγώνας της, οι αληθινές χαρές της, με εξαιρέσεις πάντοτε) απουσιάζει… Το θέμα είναι ότι η ίδια (περίπου) σημειολογική απουσία παρατηρείται και στα κινήματα, όταν συμβολικά αυτά καταλαμβάνουν δημόσιο χώρο, (αυτόν τον χώρο υλικής καταγραφής των σχέσεων εξουσίας αλλά και των προσδοκιών των ατόμων μιας συγκεκριμένης κοινωνίας,) όπως συμβαίνει στις πορείες… Εκεί (δίχως αυτό να αναιρεί την σημαντικότητα της πράξης) ο ανατρεπτικός, πρόσκαιρος χώρος, αναπαράγει αυτονόητα ότι υποτίθεται πως ξεπερνά. Επιβάλλεται δεν προτείνει κάτι διαφορετικό, αναπαράγει, δεν ανατρέπει. Χρόνια πχ περιμένω να δω γυναικεία χέρια να κρατούν την σημαία του Πολυτεχνείου αλλά αλίμονο, αυτό θα ήταν παραλογισμός κι εκθήλυνση του κινήματος! Η τιμωρία της λαϊκής κοπέλας συλλογικοποιείται έτσι στην οθόνη και (με σαφώς διαφορετικό τρόπο και βαρύτητα) πορεία και η διαδρομή δεν σημαίνει απαραίτητα απόσταση…
Αλλά τον (προσωπικό και δημόσιο, δημόσιο γιατί ήταν βαθιά προσωπικός για να τον εγκαταλείπεις και προσωπικός γιατί ήταν πολιτικά δημόσιος για να τον κρύβεις) δρόμο που βάδισες τον ξέρεις πια καλά και εύκολα δεν θα τον εγκαταλείψεις… Κάθε 25η Νοέμβρη (στην μόνη πορεία που είσαι εσύ και είσαι ολόκληρη…) πριν και μετά! Ραντεβού στην «δική μας» (και όχι μόνο) αποψινή διαδήλωση
Πηγή: tvxs