της Όλγας Ζιώρη
Το πρωί της Δευτέρας 18 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε στο Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο Καβάλας η δίκη για τον βιασμό και τη δολοφονία της Ζωής Δαλακλίδου τον περασμένο Δεκέμβρη.
Η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά ηλεκτρισμένη καθώς οι συγγενείς και φίλοι της Ζωής είχαν καταφτάσει προκειμένου να είναι παρόντες σε μία δίκη που την περίμεναν καιρό.
Ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε στο δικαστήριο με χειροπέδες και συνοδευόμενος από αστυνομικούς. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να κοιτάξω το πρόσωπου του κατηγορούμενου. Παρατηρούσα από μακριά το πρόσωπό του προσπαθώντας να εντοπίσω κάτι. Ίσως το φόβο; Τη μεταμέλεια; ..
Όταν διαβάστηκε το κατηγορητήριο, ο κατηγορούμενος ρωτήθηκε αν αποδέχεται την κατηγορία. Δήλωσε ένοχος και ζήτησε συγνώμη από την οικογένεια της Ζωής. Ο συνήγορος του κατηγορούμενου, φανερά σε δύσκολη θέση, ζήτησε από το δικαστήριο να πραγματοποιηθεί ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη- ισχυρισμό που το δικαστήριο απέρριψε, καθώς όπως δήλωσε ο Εισαγγελέας δεν προέκυψαν στοιχεία που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε σώας τας φρένας.
Πρώτος μάρτυρας ο εμφανώς ταλαιπωρημένος πατέρας της Ζωής, ενώ ακολούθησε ο αδερφός και η αδερφή της Ζωής, η φίλη της Ζωής που βρισκόταν μαζί της το επίμαχο βράδυ, ένας γείτονας και ο πυροσβέστης και ο αστυνομικός που μετέβησαν στον τόπο του εγκλήματος. Οι μαρτυρίες προκάλεσαν έντονη αναστάτωση στο ακροατήριο. Όπως κατέθεσε ο αστυνομικός, ο κατηγορούμενος είχε συλληφθεί μόλις πριν 3-4 μήνες από το περιστατικό για απόπειρα βιασμού σε κεντρικό σημείο της πόλης.
Ακολούθησε η ανάγνωση των εγγράφων του φακέλου, όπως η ιατροδικαστική έκθεση στην οποία περιγραφόταν με λετομέρειες το έγκλημα και η κατάσταση του θύματος. Μόνο ανατριχίλα μπορούσε να προκαλέσει η περιγραφή, αφού ο βιασμός και η κακοποίηση διαπράχθηκαν με ιδιαίτερη σκληρότητα.
Κατά τη διάρκεια της δίκης όλων τα βλέμματα έπεφταν στον κατηγορούμενο το πρόσωπο του οποίου δεν πρόδιδε κάποιο συναίσθημα.
Η πιο δύσκολη στιγμή ήταν, κατά τη γνώμη μου, η απολογία του κατηγορουμένου. Εξιστορούσε τα περιστατικά χωρίς ίχνος συναισθήματος στην φωνή του. Ακόμα και όταν του ζητήθηκε από την πρόεδρο του δικαστηρίου να περιγράψει με λεπτομέρειες το βιασμό και τον εμπρησμό της Ζωής, διηγούνταν τα περιστατικά με έναν ουδέτερο τόνο στη φωνή. Ο κατηγορούμενος υποστήριξε μεταξύ των άλλων ότι είχε πιει πολύ και δεν θυμόταν τι έκανε, όμως όπως εύστοχα σχολίασε η πρόεδρος του δικαστηρίου: «αν όλα αυτά τα κάνατε ενώ ήσασταν μεθυσμένος σκεφτείτε τι θα κάνατε αν ήσασταν νηφάλιος!». Ο κατηγορούμενος είπε χαρακτηριστικά: «της έβαλα φωτιά για να σβήσω τα αποδεικτικά στοιχεία». Όταν ερωτήθηκε γιατί βρέθηκε το κινητό της Ζωής στο πατάρι του σπιτιού του, δήλωσε ότι «ήταν καλό κινητό, καλή μάρκα, ήθελα να το χρησιμοποιήσω». Έπειτα τον βιασμό και τον εμπρησμό του θύματος, ο κατηγορούμενος επέστρεψε σπίτι του και την επόμενη ημέρα πέρασε από τον τόπο του εγκλήματος και έπειτα άνοιξε το μανάβικο το οποίο διατηρούσε.
Ένιωσα μέσα μου τόσο θυμό και πιο πολύ θλίψη για την οικογένεια της Ζωής που έπρεπε να είναι παρόντες και να ακούνε ξανά και ξανά λεπτομέρειες του αποτρόπαιου αυτού εγκλήματος.
Η αγόρευση της συνηγόρου της οικογένειας ήταν ιδιαίτερα συγκινητική καθώς ζήτησε από την Έδρα να υπερασπιστεί τη Ζωή και να καταδικάσει τον κατηγορούμενο προκειμένου να μην κινδυνεύσει και άλλη γυναίκα ποτέ ξανά.
Ο Εισαγγελέας με τη σειρά του ευχαρίστησε την οικογένεια της Ζωής για την αξιοπρέπεια με την οποία παραστάθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης.
Το δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε ισόβια κάθειρξη για την ανθρωποκτονία και 25 χρόνια για τον βιασμό και τον εμπρησμό της άτυχης κοπέλας.
Διαβάστε ακόμα
Δίκη για το φόνο της Ζωής Δαλακλίδου
Μια ημέρα, δύο φόνοι γυναικών…