της Αλεξάνδρας Τζαβέλλα
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Κατσής
Η Τζούντι Πρότσναλ είναι άνεργη καθαρίστρια από την Πολωνία που αποφάσισε να εξασκήσει μια ξεχασμένη τέχνη που είχε μάθει στα νιάτα της: Αυτή της κομμωτικής. Άχτι το ‘χε να δουλέψει ως φριζιέρκα -ήρθε η ώρα. Πελάτες της είναι οι άστεγοι στην Αθήνα, την πόλη που ζει από 19 της. Παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια τώρα που έχει αναδουλειές πήρε πινέλο, βαφές και ψαλίδι και ανέλαβε την κουπ των αστέγων της πόλης. Δωρεάν. «Πέρα από το φαγητό έχουν ανάγκη και κάποιον να τους νοιάζεται», λέει, ενώ η σημερινή πελάτισσά της η Μαρία προετοιμάζεται για ριζική ανανέωση. Η Μαρία είναι άστεγη και ζει στο Μεταξουργείο. Για την ώρα φιλοξενείται στο καλλιτεχνικό στέκι «Ορίζοντας».
«Οτι θα έφτανα στο σημείο να βάφω τα μαλλιά και να με φωτογραφίζουν, λες και είμαι μοντέλο, λες και είμαι η – πώς τη λένε μωρέ τη γυναίκα του Ρουβά; Α, ναι Ζυγούλη. Ε, αυτό δεν το περίμενα ποτέ!», πνίγεται στα γέλια. Έχει μερικά κενά στην οδοντοστοιχία της, αλλά το χαμόγελο είναι φαρδύ πλατύ, καμία σχέση με το παγερό, αψεγάδιαστο χαμόγελο της μοντέλας που απεικονίζεται στο κουτί που κρατάει. Περιέχει τη βαφή μαλλιών -επί ένα μήνα μάζευε χρήματα για να την αγοράσει. Η συσκευασία είναι λίγο ταλαιπωρημένη κι αυτή τη μάρκα δεν την έχω ξαναδεί ποτέ «φτηνή βουλγάρικη, με τρία ευρώ» λέει η Τζούντι. Είναι σκυμμένη πάνω από τα σωληνάρια τα οποία αδειάζει και αναμειγνύει με ύφος πεπειραμένου χημικού. «Τι σου λένε όταν τους συναντάς πρώτη φορά;». «Οι γυναίκες με ρωτάνε τι χρώμα τους πάει -τι είναι της μόδας».
Η Τζούντι είναι κομμώτρια από χόμπι. «Δεν έχω πληρωθεί ποτέ, το κάνω γιατί μου αρέσει», διευκρινίζει καθώς καλύπτει με τη βαφή, το ξεθωριασμένα κόκκινα μαλλιά της Μαρίας. Κάποτε τα έβαφε στο κομμωτήριο. Δούλευε τότε ως τηλεφωνήτρια, και ο μισθός της επαρκούσε για να δίνει «και 60 και 80 ευρώ για μαλλιά. Δεν είχα φανταστεί ότι θα περνούσα τόσο μεγάλες δυσκολίες, ότι θα βρισκόμουν στο δρόμο».
Όρθια από πίσω της η Τζούντι, βγάζει με μια κίνηση τα λαστιχένια γάντια της. «Μισή ωρίτσα με 40 λεπτά και μετά λούσιμο», αναφωνεί. Ανάβει κι εκείνη τσιγάρο και πιάνει την κουβέντα, για τις «τάσεις στο δρόμο» όπως οι κομμώτριες στο διάλειμμά τους. Μόνο που όταν η Τζούντι λέει δρόμο, εννοεί το πεζοδρόμιο, τις γέφυρες και τις στοές. Εκεί που ζουν οι δικές της «πελάτισσες».
«Μου είπε και η Χριστίνα ότι θέλει βάψιμο και κούρεμα. Ή μελί ή σοκολατί, θα της τα κάνω. Αυτή θέλει καστανόξανθο» λέει στη Μαρία, αναφερόμενη σε μια άλλη άστεγη κοπέλα. «Θα την κουρέψω κιόλας. Στα κορίτσια φέτος, αποφεύγουμε τα έντονα σχήματα, το καρέ πρέπει να είναι απλό. Παίζουμε μόνο με τα χρώματα», λέει η Τζούντι.
«Όποιος γουστάρει έρχεται και τον κουρεύω. Κι όποια κυρία θέλει την βάφω. Αν έχω χρήματα πληρώνω μόνη μου τη βαφή. Συνήθως την αγοράζουν οι ίδιες» μου είχε πει όταν τη συνάντησα στο σπίτι της στα Πετράλωνα. Εκεί πηγαίνουν όσοι άστεγοι, έχουν μάθει ότι προσφέρει τις υπηρεσίες της δωρεάν. «Προτιμώ να έρθει να λουστεί ο άνθρωπος, να τον κουρέψω, να τον χτενίσω όπως πρέπει. Να νιώσει καλά. Να στεγνώσω την κυρία, να της φτιάξω το μαλλί, να της βγάλω λίγο τα φρύδια». «Μα καλά, στο σπίτι σου; Είσαι τρελή; Δε φοβάσαι;». Αυτά σκέφτομαι από μέσα μου. Αλλά δε ρωτάω τίποτα. Δεν έχω το δικαίωμα να ακυρώσω με τις μικροφοβικές μου ερωτήσεις, μια σπουδαία πράξη αγάπης. Ας κρατήσω τις απορίες και τις αναστολές μου για τον δικό μου αποστειρωμένο κόσμο. Η Τζούντι διάβασε τη σκέψη μου.
«Είμαι εξοικειωμένη με τους άστεγους», λέει. «Φιλοξένησα δύο, στο παρελθόν. Ο ένας έμεινε ένα χρόνο και ο άλλος 1,5 χρόνο. Κι ήμουν ήσυχη. Από τη στιγμή που τον παίρνω στο σπίτι, είπα, θα μου ανταποδώσει το ευχαριστώ. Όμως ό,τι μεροκάματο τους έβρισκε ο σύζυγος μου, το έδιναν στο ποτό. Κι έτσι τους είπα να φύγουν. Ο ένας, μπήκε στο σπίτι και με έκλεψε. Από τότε αποφάσισα να βοηθάω μόνο στο δρόμο».
Η Μαρία, δεν είναι άστεγη του περιθωρίου. Συμμετέχει σε ομάδες αλληλεγγύης, είναι βασικό μέλος της Κοινωνικής Κουζίνας «ο Άλλος Άνθρωπος» και καθημερινά μοιράζει φαγητό σε ανθρώπους που έχουν ανάγκες, ίδιες με τις δικές της. Τα κρύα βράδια, κοιμάται στο υπνωτήριο του δήμου Αθηναίων. «Έχει κρεβάτι και ζέστη εκεί. Και ζεστό νερό» λέει. «Ο χειμώνας είναι δύσκολος. Την άνοιξη είναι καλύτερα. Την άνοιξη είναι ωραία». Από το μπάνιο, ακούγεται η φωνή της Τζούντι που ετοιμάζει το νερό για να βγάλει τη μπογιά. «Την άνοιξη θα ανοίξουμε λίγο το μαλλί!», φωνάζει. «Θα γίνεις ξανθιά;», ρωτάω τη Μαρία. «Με τίποτα. Το έχω δοκιμάσει και δε μου πάει καθόλου. Έχω κάνει και ανταύγειες. Μέχρι και καροτί έχω κάνει. Το τελευταίο βάψιμο το έκανα μόνη μου, μια μέρα που δεν είχα τι να κάνω».
Φλας μπακ στο παρελθόν. Στην εποχή που η Μαρία έμενε στα Πατήσια. «Δεν ξέρετε τι έπαθα» λέει η ίδια. «Ξεκινάει μια κομμώτρια στις 10 το πρωί να μου βγάλει το δικό μου σκούρο χρώμα για να μου τα ξαναβάψει κόκκινα. Περνάει μία ώρα, δύο ώρες. Λέω ρε κοπελιά, δυο ώρες πέρασαν, εγώ πρέπει να φύγω, να πάω στο αεροδρόμιο που δουλεύω. Τα βγάζει και τί να δω! Καροτί! Έλεος! Τι είναι αυτό ρε γαμώτο; Θα μ’ απολύσουν, πώς θα πάω έτσι στη δουλειά; Με άκουσε όλη η Αγίου Μελετίου, μέχρι και η κομμώτρια από το παραπέρα κομμωτήριο. Και θες και 80 ευρώ; Θα τα κάνω εδώ μέσα λαμπόγυαλο. Μου έβαλε μετά ένα κόκκινο σκούρο, ‘αγχωθήκατε’, μου λέει, ‘και δεν έπιασε η βάση’. Φεύγοντας μου ζήτησε τα μισά, 40 ευρώ, της τα έδωσα και της λέω άντε γεια κι αν με ξαναδείς να μου τηλεφωνήσεις. Πήγα μετά σε μια Αλβανίδα, και με μεταμόρφωσε. Της έδωσα τα 60 ευρώ και το χάρηκα. Της είπα πάρε και 5 ευρώ παραπάνω».
«Αχ ωραίο το κομμωτήριο. Ανανεώνεσαι με τη βαφή» λέει καθώς η Τζούντι της σκουπίζει τα μαλλιά. «Μόλις μου στεγνώσεις τα μαλλιά θα σου φέρω τα καλλυντικά να με βάψεις λίγο». Την είδα που γελούσε καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη. Παρατηρούσε εκτός από τα μαλλιά και το πρόσωπό της. Όταν είσαι άστεγος, το να βρίσκεται μπροστά στον καθρέφτη είναι πολυτέλεια.
«Είδες που είχα δίκιο; Μέσα στο μαύρο πρέπει να έχει και λίγο πιο ανοιχτό. Να μην είναι κατάμαυρο. Να σπάει λίγο» λέει η Τζούντι. Απόφθεγμα ζωής. Βασισμένο στο χρώμα μιας φτηνής βαφής μαλλιών.
Πηγή: vice