της Σοφίας Ξυγκάκη
“Από την ημέρα σχεδόν που αυτοκτόνησε η Σύλβια Πλαθ, αντιμετωπίστηκε από μερικούς ως αβοήθητο θύμα του Τεντ Χιουζ. Βιογραφίες που δημοσιεύτηκαν πέρυσι (τη πεντηκοστή επέτειο του θανάτου της) προβάλλουν ότι αυτή η «εμμονή» αποδυναμώνεται και το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στη ζωή της πριν γνωρίσει τον άντρα της”.
Έτσι αρχίζει ένα άρθρο από το πιο πρόσφατο τεύχος του TLS, το αυστηρό και εκλεκτικό αγγλικό περιοδικό, με τη φωτογραφία της Πλαθ στο εξώφυλλο.
Όταν το 1965 πρωτοδημοσιεύτηκε το Άριελ, με την επιμέλεια του Τεντ Χιουζ, το φεμινιστικό αγγλικό κίνημα της δεκαετίας του ’60 ήδη μετρούσε μερικές σημαντικές νίκες: το 1961 είχε νομιμοποιηθεί το αντισυλληπτικό χάπι, το 1964 το οικογενειακό δίκαιο σε ό,τι αφορά τη περιουσία των γυναικών βελτιώθηκε παρέχοντάς τους μεγαλύτερη ανεξαρτησία ενώ 3 χρόνια αργότερα, το 1967, θα νομιμοποιηθεί η έκτρωση.
Το ταμπού της προσωπικής ζωής καταρρίπτεται και η ζωή της Σύλβιας Πλαθ αποκτά θρυλικές διαστάσεις. Κι ενώ το έργο της πολύ γρήγορα εντάσσεται στην ύλη της αγγλικής λογοτεχνίας των πανεπιστημίων για την αξία του, έξω από τον ακαδημαϊκό χώρο η ίδια γίνεται φεμινιστικό σημείο αναφοράς ως θύμα!
Ο θόρυβος γύρω από τη σχέση της με τον Χιουζ και την προδοσία του καταλήγει να καταπιεί τη δυσανεξία της, ήδη μια πολιτική πράξη άρνησης, απέναντι στο υπερσυντηρητικό κατεστημένο του ‘50, την προσπάθειά της να ζήσει έξω από τους κατεστημένους ρόλους που της επέβαλλε μια βαθιά υποκριτική κοινωνία αλλά και τον τρόπο με τον οποίο τα αποτύπωσε όλα αυτά στο έργο της.
Η προσπάθεια να μιλήσουμε, χωρίς κορώνες γι’ αυτήν εμπεριέχει τον κίνδυνο να αντιμετωπίσουμε απορίες του τύπου: ναι, αλλά τι φεμινιστικό έκανε;
Η Σύλβια Πλαθ γεννήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 1932 στη Βοστώνη. Μητέρα της ήταν η Αουρέλια Σόμπερ, αυστριακής καταγωγής που δίδασκε αγγλικά σε ένα σχολείο και πολύ απρόθυμα αναγκάστηκε να αφήσει τη δουλειά της εξαιτίας της επιθυμίας του άντρα της να ασχολείται μόνο με το σπίτι. Ο πατέρας της Ότο Πλαθ ήταν γνωστός βιολόγος και εντομολόγος. Οι γονείς του ήταν Γερμανοί παρόλο που δεν είναι βέβαιη η καταγωγή του. Όταν γεννήθηκε η κόρη του είπε στους συναδέλφους του ότι ελπίζει σε δυόμιση χρόνια να αποκτήσει κι ένα αγόρι. Όταν πράγματι το 1935 γεννήθηκε ο γιος, αυτοί είπαν «πως πρόκειται για έναν άνθρωπο που αποκτά ό,τι θέλει, όποτε το θέλει». Εγκαταστάθηκαν σε μια μικρή πόλη, το Winthrop, στον ωκεανό. Χρόνια αργότερα, η Πλαθ σε μια συνέντευξή της στο ραδιόφωνο θα πει ότι από την παιδική της ηλικία θυμάται τη θάλασσα και τους τυφώνες∙ η θάλασσα επιστρέφει στα ποιήματά της χωρίς η ίδια να το καταλαβαίνει. Θα γράψει στο αυτοβιογραφικό Ocean1212 W: «Το τοπίο της παιδικής μου ηλικίας δεν ήταν η γη, ήταν το τέλος της γης – οι κρύοι, αλμυροί, φουρτουνιασμένοι λόφοι του Ατλαντικού».
Όταν είναι 8 χρονών ο πατέρας της πεθαίνει. Η μητέρα της αρχίζει να εργάζεται και πάλι και μετακομίζουν στο Wellesley, στη Βοστώνη. Δημοσιεύεται το πρώτο της ποίημα στη Sunday Herald.
Αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό του σχολείου. Μια καθηγήτρια λέει: «Είναι απίστευτο ότι ένα τόσο νέο κορίτσι έχει τόσο σπαρακτικές εμπειρίες».
Γράφει στο ημερολόγιό της: «Θέλω να ζήσω έντονα …Θέλω να είμαι ελεύθερη… νομίζω θέλω να είμαι παντογνώστρια … θα μπορούσα να με αποκαλώ «το κοριτσάκι που ήθελε να είναι Θεός..».
Το 1950 κερδίζει μια υποτροφία για να σπουδάσει στο Smith.
Οι κοινωνικές και καλλιτεχνικές παράμετροι του προνομιακού μικρόκοσμου αυτού του κολεγίου, εκείνη την εποχή, δεν αντανακλούν απαραίτητα τα χαρακτηριστικά της Silent Generation[1] που στη συνέχεια θα ενισχυθεί και από τα «ιδεώδη» της μακαρθικής εποχής. Μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ασκείται πίεση να επιστρέψουν οι γυναίκες στο σπίτι, για να φροντίσουν τους τραυματισμένους σωματικά και ψυχικά άντρες που γύρισαν από τον πόλεμο και να προστατέψουν τα παιδιά από τη βία που έμμεσα ή άμεσα είχαν βιώσει. Εκείνη την εποχή, γι’ αυτό τον σκοπό, πρωτοστατούν όχι μόνο η Hoover και άλλες εταιρείες ηλεκτρικών ειδών που ανταγωνίζονται η μια την άλλη στην παραγωγή μικροσυσκευών, με απόλυτα αντικείμενα του πόθου τις ηλεκτρικές σκούπες και τα μίξερ, αλλά επιστρατεύονται και σταρ του Χόλυγουντ, συχνά σε «κόντρα ρόλο», για να τα διαφημίσουν – χτυπητό παράδειγμα η Μπέτυ Ντέιβις, ταυτισμένη στο μεσοπόλεμο με τις πιο ενδιαφέρουσες και αντισυμβατικές γυναίκες, να ποζάρει με ηλεκτρικό ανοιχτήρι κονσερβών και με κοκαλωμένο χαμόγελο ευτυχίας στο πρόσωπο. Επίσης, ένα νέο ελπιδοφόρο επάγγελμα γνωρίζει λαμπρές μέρες, αυτό του πλασιέ, καίτοι ενίοτε, όπως μαθαίνουμε από τα θεατρικά, κινηματογραφικά και λογοτεχνικά έργα της περιόδου, θέτει σε κίνδυνο την οικογενειακή γαλήνη.
Στον ακαδημαϊκό χώρο επικρατεί ο πραγματισμός που στη λογοτεχνία μεταφράζεται σε αναζήτηση νέων εκφραστικών μέσων, σε αγωνία να αποτυπωθεί η εμπειρία της καθημερινότητας, να γίνουν γνωστά στις νέες γενιές τα αντιπολεμικά ιδεώδη «μιας ποίησης που προκρίνει την καθαρότητα της στιχουργίας και της εικόνας, προτείνοντας ένα είδος εκστατικής αντικειμενικότητας στη θέση του ανεξέλεγκτου λυρισμού της δεκαετίας του ’40, κύριος αντιπρόσωπος του οποίου ήταν ο Ντύλαν Τόμας».
Η θεώρηση ζωής και οι αντιλήψεις της Σύλβια Πλαθ, παρόλο που δεν θέτουν σε αμφισβήτηση τη μεσοαστική τάξη της, γιατί δεν την αντιμετωπίζει με κριτική ματιά ή και υπεροψία όπως για παράδειγμα ο μαρξιστής W.H.Auden, και δεν συγκρούεται μαζί της όπως η ισχνή πρωτόλεια μπήτνικ παρουσία στους χώρους του πανεπιστημίου, ωστόσο, στα γράμματα προς τη μητέρα της εκδηλώνει τα πρώτα συναισθήματα αποξένωσης∙ ενώ επιθυμεί τόσο να είναι μέρος της κοινωνικής ζωής του κολεγίου, «δεν μπορώ να πιστέψω ακόμα ότι ΕΙΜΑΙ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ SMITH», γράφει όλο ενθουσιασμό, και θέλει να συμμερίζεται την αντίληψη των συμφοιτητριών της σε ό,τι αφορά τα αγόρια και τη σπουδαιότητα των εξόδων μαζί τους «….το πρώτο ραντεβού στο κολέγιο είναι γεγονός και τώρα αισθάνομαι επιτέλους ότι συμμετέχω στη ζωή», μερικές βδομάδες αργότερα, στις 19 Οκτωβρίου 1950, θα γράψει «…Αυτό το Σάββατο βγήκα με τον Μπιλ. Βγήκαμε διπλό ραντεβού με την An Davidow, τη χαριτωμένη κοπέλα για την οποία σου μίλησα. Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει με τα ραντεβού. Τα αγόρια πηγαίνουν τα κορίτσια στο δωμάτιο, συνήθως για να πιουν κάτι. Μετά την πρώτη ώρα, οι ομάδες διαλύονται και τα ζευγάρια περιφέρονται αναζητώντας ένα πλήθος στο οποίο να ανακατευτούν ή ένα «πάρτι» για να συναγελαστούν. Είναι σαν να παραπατούν, να σκουντουφλούν πηγαίνοντας από τον έναν θάλαμο στον άλλον, μαζεύοντας τα υπόλοιπα μιας βραδιάς που έχουν διασκορπιστεί εδώ κι εκεί. Πρέπει να πω ότι δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου».
Παράλληλα, με συστηματικότητα συγκεντρώνει ποιητικά βραβεία, συμμετέχει σε διαγωνισμούς, κερδίζει υποτροφίες.
Το 1953, το διήγημά της Sunday at the Mintons κερδίζει το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό του νεανικού γυναικείου περιοδικού Mademoiselle καθώς και μια υποτροφία για ένα μήνα στη Ν. Υόρκη ως προσκεκλημένη συντάκτρια περιοδικού. Το 1960 θα γράψει στο Γυάλινος κώδων, το μοναδικό της μυθιστόρημα, που αναφέρεται σε αυτή την περίοδο:
«Ήταν ένα περίεργο αποπνικτικό καλοκαίρι, το καλοκαίρι που οι Ρόζενμπεργκ οδηγήθηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα κι εγώ ούτε που ήξερα τι γύρευα στη Νέα Υόρκη. Τα χάνω με τις εκτελέσεις. Η ιδέα της θανάτωσης με ηλεκτροπληξία με αρρωσταίνει κι ήταν το μόνο πράγμα για το οποίο έγραφαν οι εφημερίδες – οι επικεφαλίδες με κοιτούσαν επίμονα σαν γουρλωμένα μάτια στη γωνιά κάθε δρόμου και στις μουχλιασμένες εξόδους του μετρό που μύριζαν φιστίκια. Δεν είχε καμία σχέση με μένα, μα δεν μπορούσα να σταματήσω να αναρωτιέμαι πώς θα ήταν να καίγεσαι ζωντανός, η φωτιά να διατρέχει όλα σου τα νεύρα»
Δώδεκα κοπέλες που είχαν κερδίσει όλες στο διαγωνισμό ενός περιοδικού μόδας, γράφοντας δοκίμια, ποιήματα, κριτικές μόδας έμεναν το ίδιο ξενοδοχείο με όλα τα έξοδα πληρωμένα και ένα σωρό δωρεάν προνόμια, όπως εισιτήρια θεάτρου, χτενίσματα σε ακριβά κομμωτήρια, πολύτιμες συμβουλές καλλωπισμού, την ευκαιρία να γνωρίσουν επιτυχημένους ανθρώπους.
Γράφει: «Ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα εκείνο το καλοκαίρι, γιατί το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν οι Ρόζενμπεργκ και πόσο χαζή ήμουν που είχα αγοράσει όλα εκείνα τα άβολα, ακριβά, ρούχα, που κρέμονταν πλαδαρά σαν ψάρια μέσα στη ντουλάπα μου και πώς όλες οι μικρές επιτυχίες που είχα συναθροίσει με τόση χαρά στο κολέγιο εξατμίζονταν έξω από τα στιλπνά μάρμαρα και τις κρυστάλλινες προσόψεις της Μάντισον Άβενιου [..] Υποτίθεται ότι ήμουν το αντικείμενο φθόνου χιλιάδων άλλων κοριτσιών που φοιτούσαν όπως κι εγώ στο κολέγιο σε ολόκληρη την Αμερική». Που ενώ ζει τόσο φτωχικά τώρα «καταλήγει να οδηγεί τη Ν. Υόρκη σαν να είναι προσωπικό της όχημα. Μόνο που εγώ δεν οδηγούσα τίποτα, ούτε καν τον εαυτό μου. Απλώς σκουντουφλούσα από το ξενοδοχείο μου στη δουλειά και τα πάρτι και από τα πάρτι στο ξενοδοχείο μου και πίσω στη δουλειά σαν χαλασμένο τρόλεϊ».
Η πίεση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις και την έντονη κοινωνική ζωή μιας Αμερικής που οι αξίες της την απωθούν, έχει ως αποτέλεσμα να επιστρέψει στο σπίτι με βαριά κατάθλιψη, να μεταφερθεί στο νοσοκομείο όπου η αγωγή θα είναι το ηλεκτροσόκ, θα ακολουθήσει απόπειρα αυτοκτονίας και στη συνέχεια νοσηλεία σε ψυχιατρική κλινική. Παρακάτω στο Γυάλινος κώδων γράφει: «…Το πρόβλημα με το σπίτι μας ήταν ότι είχε ακατάλληλα ταβάνια. Ήταν χαμηλά, άσπρα, σοβατισμένα, χωρίς ούτε ένα γάντζο για φωτιστικά, ούτε ένα ξύλινο δοκάρι. […]Αφού τριγύρισα αρκετή ώρα αποκαρδιωμένη με το μεταξωτό κορδόνι να κρέμεται από το λαιμό μου σαν ουρά κίτρινης γάτας χωρίς να βρίσκω πού να το δέσω, κάθισα στην άκρη του κρεβατιού της μητέρας μου και προσπάθησα να τραβήξω το κορδόνι μόνη μου. Όμως κάθε φορά που τραβούσα τόσο το σκοινί ώστε να νοιώσω μια βουή στ’ αφτιά μου και το αίμα να βάφει το πρόσωπό μου, τα χέρια μου λύνονταν και ένοιωθα πάλι καλά. Κατάλαβα τότε ότι το σώμα μου έβρισκε κάθε είδους κόλπο, όπως το να κάνει τα χέρια μου να παραλύουν το κρίσιμο δευτερόλεπτο, για να σώζεται, ξανά και ξανά, ενώ αν εξαρτιόταν αποκλειστικά από μένα, θα ήμουν νεκρή στη στιγμή».
Επιστρέφει στο κολέγιο μετά από ένα χρόνο και επιλέγει ως θέμα της διπλωματικής της εργασίας το «διπλό» στα πρόσωπα των μυθιστορημάτων του Ντοστογιέφσκι. Τελειώνει με άριστα και με υποτροφία Fulbright φεύγει για το Κέιμπριτζ, στην Αγγλία.
Εκεί στο πάρτι του πρώτου τεύχους (και μοναδικού τελικά) του λογοτεχνικού περιοδικού St. Botolph’s Review γνωρίζει τον ποιητή Τεντ Χιουζ, που είναι και ένας από τους συντάκτες, ερωτεύονται με πάθος και παντρεύονται μερικούς μήνες αργότερα. Την πρώτη τους χρονιά μαζί, η Πλαθ στέλνει μερικά ποιήματά του σε ένα διαγωνισμό στον οποίο ένας από τους κριτές είναι και ο W.H.Auden, και κερδίζουν το πρώτο βραβείο. Ο Χιουζ είχε μεγαλώσει στην εξοχή, στο Γιόρκσαιρ, τα ποιήματά του συχνά ανακαλούν τη φύση και γι’ αυτό κατά μερικούς κριτικούς παραπέμπει στον Tennyson. Αργότερα θα γίνει γνωστός με το Κοράκι, προσφέροντας μερικές από τις πιο σκληρές και μελαγχολικές εικόνες, ένα έπος, όπως το αποκάλεσε ο ίδιος, γι’ αυτό το πουλί∙ είχε εγκαταλείψει την αγγλική φιλολογία για την αρχαιολογία και την ανθρωπολογία, τομείς, μαζί με τη μυθολογία, από τους οποίους άντλησε την έμπνευσή του σε όλη του τη ζωή. Η Σύλβια Πλαθ με τον Χιουζ εκπληρώνει το κοριτσίστικό της όνειρο του «literary wedding», της ζωής και της δημιουργίας μαζί. Μοιράζονται μαζί τη ζωή και συμβάλλει ο ένας στη δημιουργία του άλλου. Όπως είχε πει ο Χιουζ σε συνέντευξή του οι τεχνικές τους δεν ήταν οι ίδιες. Η δική της ήταν να συλλέγει ένα σωρό ζωντανά αντικείμενα και καλές λέξεις και να φτιάχνει ένα σχέδιο που προβαλλόταν από κάπου βαθιά μέσα της, από τον προσωπικό της μύθο. Η δική του ήταν να αναζητά την άκρη του νήματος από ένα καλά κρυμμένο κουβάρι. Πάντα δείχνουν ο ένας τους στίχους στον άλλο σε κάθε στάδιο, μέχρι τα ποιήματα της από το Ariel, τον Οκτώβριο του 1962, που θα χωρίσουν.
Μαζί θα πάνε στην Αμερική για να διδάξουν. Η Πλαθ παρακολουθεί τα μαθήματα ποίησης του Ρόμπερτ Λόυελ, στο Boston University. Εκεί θα γνωρίσει και θα γίνει φίλη με την Αν Σέξτον.
Αποφασίζουν ότι δεν μπορούν να διδάσκουν και να γράφουν ποίηση ταυτόχρονα. Το 1960 θα επιστρέψουν στην Αγγλία, θα εγκατασταθούν στο Λονδίνο αρχικά και μετά στο Ντέβον. Γεννιέται η κόρη, Φρίντα. Κυκλοφορεί η πρώτη ποιητική συλλογή της Πλαθ Ο κολοσσός. Ο Λόουελ θα χαρακτηρίσει τα ποιήματα χαμηλών τόνων, δομικά τέλεια, με εύκολες παρηχήσεις που μεταδίδουν μια οδυνηρή αγωνία.
Το 1961 αποβάλλει και στο νοσοκομείο γράφει δύο διάσημα ποιήματά της, το Τουλίπες και το In Plaster.
Το 1962 γεννιέται ο γιος τους Νίκολας. Η Πλαθ γράφει ένα ραδιοδράμα για το BBC Οι τρεις γυναίκες εμπνευσμένο από ταινία του Μπέργκμαν. Ανακαλύπτει ότι ο Χιουζ έχει σχέση, η σύγκρουση είναι τεράστια και ο πόνος αφόρητος , εντέλει το Δεκέμβριο με τα παιδιά εγκαθίσταται στο Λονδίνο, στο σπίτι που πριν κατοικούσε ο Γέιτς. Είναι η περίοδος, πολύ παραγωγική, που γράφει τα ποιήματα της συλλογής Άριελ. Η κόρη της, Φρίντα Χιουζ, που επιμελήθηκε την τελευταία έκδοση του Άριελ, γράφει: «Η μητέρα μου είχε γράψει ότι το Άριελ άρχιζε με τη λέξη «αγάπη»* και τελείωνε με τη λέξη «άνοιξη»** και ήταν φανερό ότι κάλυπτε τη διαδρομή λίγο πριν από τη διάλυση του γάμου ως την απόφαση για μια καινούρια ζωή, με όλες τις αγωνίες και τα πάθη στο μεσοδιάστημα. […] Το χειρόγραφο έφερνε στο φως όσα πρέπει να ξεφορτωθεί κανείς προκειμένου να προχωρήσει».
Εκείνος ο xειμώνας ήταν ασυνήθιστα βαρύς, το κρύο είχε παγώσει την πόλη έτσι όπως το περιγράφει η Βιρτζίνια Γουλφ στον Ορλάντο: «οι σωλήνες του νερού είχαν μετατραπεί σε συμπαγείς μάζες πάγου, η ψυχραιμία μας χανόταν και οι γάμοι κατέρρεαν». Η Πλαθ σηκωνόταν 4.30 το πρωί, τη δική της ώρα, «την ασάλευτη ώρα, πριν από το λάλημα του κόκορα, πριν το κλάμα του μωρού..». Ετοιμάζει μια εκπομπή για το BBC με ανάγνωση των τελευταίων ποιημάτων της. Γράφει στη μητέρα της: «…Δεν επιθυμώ καθόλου να επιστρέψω στην Αμερική. Τουλάχιστον όχι προς το παρόν. [..] το Λονδίνο είναι η μόνη πόλη στην οποία επιθυμώ να ζήσω με τους καλούς γιατρούς, τους ευγενικούς γείτονες, τα πάρκα, τα θέατρα και το BBC – εκεί ποτέ δεν θα δημοσιεύσουν τη δουλειά μου, τα ποιήματα και τα μυθιστορήματα, όπως εδώ. Έγραψα ένα άρθρο για τα σχολικά μου χρόνια[…] κι έχω την ευκαιρία να συμμετάσχω σε ένα πρόγραμμα κριτικής του BBC για τρεις βδομάδες τον Μάιο, με 150 δολάρια τη βδομάδα, μια καταπληκτική ευκαιρία που ελπίζω να εκμεταλλευτώ με τον καλύτερο τρόπο…»
Στις 11 Φεβρουαρίου ετοιμάζει το γάλα των παιδιών, κλείνει καλά πόρτα της κουζίνας και ανοίγει το γκάζι.
Τρεις μέρες αργότερα κυκλοφορεί Ο γυάλινος κώδων.
Το 1965 κυκλοφορεί η πρώτη έκδοση του Άριελ, σε επιμέλεια Τεντ Χιουζ.
Κατά τον Ρόμπερτ Λόουελ, που γράφει τον πρόλογο, αυτά τα ποιήματα είναι μια βαθιά εξομολόγηση που εκφράζεται ως ελεγχόμενη παραίσθηση, είναι η αυτοβιογραφία ενός πυρετού.
Η κόρη της, Φρίντα Χιουζ, πενήντα χρόνια αργότερα θα γράψει: «… Νομίζω ότι η μητέρα μου ήταν εκπληκτική στη δουλειά της και γενναία στην προσπάθειά της να πολεμήσει την κατάθλιψη που την καταδίωκε όλη της τη ζωή. Χρησιμοποίησε κάθε συναισθηματική εμπειρία σαν να ήταν ένα κομμάτι ύφασμα από το οποίο μπορούσε να φτιαχτεί ένα υπέροχο φόρεμα· δεν σπατάλησε τίποτα απ’ όσα είχε αισθανθεί κι όταν πήρε τον έλεγχο αυτών των θυελλωδών συναισθημάτων, μπόρεσε να συμπυκνώσει και να κατευθύνει το απίστευτο ποιητικό της ταλέντο σε ένα υπέροχο αποτέλεσμα».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πλαθ Σύλβια, 2012, Άριελ , εισαγωγή Κατερίνα Ηλιοπούλου, μτφ σημ. χρον. Κατερίνα Ηλιοπούλου & Ελένη Ηλιοπούλου, Εκδόσεις Μελάνι
Plath Sylvia, 1975, Lettere alla madre, c. Marta Fabiani Ed. Guanda
Plath Sylvia, 1966, The bell Jar, faber and faber
Πλαθ Σύλβια, 2007, Ο γυάλινος κώδων, μτφ Ελένη Ηλιοπούλου, Εκδόσεις Μελάνι
[1] Υπάρχουν διάφορες εκδοχές σχετικά με την προέλευση του όρου – κατά την επικρατέστερη ο όρος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο εξώφυλλο των Times το Νοέμβριο του 1951 και αναφερόταν στους νέους που είχαν γεννηθεί το 1925-45 και τους χαρακτήριζε ο συντηρητισμός, η έλλειψη ιδανικών, η ατολμία.