του Στρατή Μπουρνάζου
Συνέντευξη των ιστορικών Ρίκης Βαν Μπούσχοτεν και Ποθητής Χαντζαρούλα
Μιλάνε για την «ιστορία από τα κάτω», την επιλεκτικότητα της μνήμης, το τραύμα, την κρίση, τη μνήμη και τον δημόσιο χώρο
Οι μνήμες και οι αποσιωπήσεις του παρελθόντος της πόλης, ο βιωμένος χώρος και οι μαζικές μετακινήσεις του 20ού αιώνα, η προσφυγιά, ο αποκλεισμός, του οι Άλλοι, η εσωτερική μετανάστευση, οι τόποι μαρτυρίου και λατρείας, η κρίση και οι εικόνες του παρελθόντος που ανακαλεί: Όλα αυτά, με πεδίο μελέτης τον αστικό χώρο, με εργαλείο την προφορική ιστορία, και με άξονα τη μνήμη, θα αναπτυχθούν στο δεύτερο διεθνές συνέδριο προφορικής Ιστορίας με τίτλο «Η μνήμη αφηγείται την πόλη… Προφορικές μαρτυρίες για το παρελθόν και το παρόν του αστικού χώρου» οργανώνουν το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και η Ένωση Προφορικής Ιστορίας, στο αμφιθέατρο Αργυριάδη (στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών στις 6-8 Μαρτίου και στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (Πειραιώς 206), στις 9 Μαρτίου). Μιλήσαμε για όλα αυτά με τις ιστορικούς Ποθητή Χαντζαρούλα (Πανεπιστήμιο Αιγαίου) και Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας), μέλη της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου.
Γιατί διαλέξατε την πόλη, τον αστικό χώρο ως θέμα αυτού του δεύτερου συνεδρίου προφορικής Ιστορίας;
Ποθητή Χαντζαρούλα: Τα τελευταία χρόνια στις κοινωνικές επιστήμες το ενδιαφέρον των ερευνητριών έχει στραφεί στη μελέτη του χώρου. Οι πόλεις αναδύονται ως πεδία διακυβέρνησης, αλλά και ως πεδία διεκδίκησης από διάφορες κοινωνικές ομάδες, συγκρότησης διαφορετικών μορφών κατοίκησης, συμβίωσης, έκφρασης, διαμόρφωσης υποκειμενικοτήτων, νέων μορφών αλληλεγγύης καθώς και ελέγχου.
Ενώ οι ιστορικοί σχετικά πρόσφατα άρχισαν να επικεντρώνονται στον χώρο, η μνήμη ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα θεωρούνταν ενσωματωμένη στο χώρο, εν-τοπισμένη. Ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της, ο Maurice Halbwachs, υποστηρίζει ότι η μνήμη, η πιο προσωπική λειτουργία, δεν υφίσταται εκτός του κοινωνικού πλαισίου (Κοινωνικά πλαίσια της μνήμης, μτφ. Ελευθερία Ζέη, Νεφέλη 2013). Ιδιαίτερα σημαντικό πλαίσιο για να θυμηθούμε και να αποκτήσουν νόημα οι αναμνήσεις μας είναι ο χώρος. Αλλά και η συλλογική μνήμη απορρέει από ένα χωρικό πλαίσιο. Τη δεκαετία του 1980 ο Πιερ Νορά θα κατανοήσει τη συλλογική μνήμη μέσα από τη χωρική εγγραφή της, κάνοντας αντικείμενο της έρευνάς του τους «μνημονικούς τόπους» (Les Lieux de mémoire, Παρίσι 1984).
Η σύνδεση της προφορικής ιστορίας με την πόλη έρχεται να δώσει χώρο σε μια οπτική που θα αφηγηθεί την ιστορία της πόλης μέσα από διαφορετικές θέσεις των δρώντων υποκειμένων. Στόχος λοιπόν είναι να έρθουν στο φως πολλαπλές ιστορίες της πόλης, διαφορετικές σημασιοδοτήσεις της, αντιμαχόμενες ιστορίες, αποκλεισμοί. Με άλλα λόγια, η πόλη να γίνει αφηγήσιμη μέσα από την οπτική των διαφορετικών υποκειμένων. Ταυτόχρονα, πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι δεν παράγονται μόνο ιστορίες της πόλης από τις αφηγήσεις των ανθρώπων αλλά και ο ίδιος ο εαυτός μέσα από τη σχέση του με την πόλη. Η πόλη, ο τρόπος με τον οποίο κατοικούν οι άνθρωποι την πόλη, διαμορφώνει την ταυτότητά τους. Η προφορική μαρτυρία είναι λοιπόν ένας προνομιακός χώρος για να κατανοήσουμε τη διαμόρφωση των υποκειμένων και των ταυτοτήτων.
Έχετε θέσει, όπως διαβάζω, ως κεντρικό στόχο του συνεδρίου «την από τα κάτω οπτική της σχέσης ανάμεσα στην πόλη και τη μνήμη». Πείτε μας για αυτή την «από τα κάτω οπτική».
Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν: Η «από τα κάτω οπτική» ήταν το καινοτόμο στοιχείο που έδωσε φτερά στην ανάπτυξη της προφορικής ιστορίας τη δεκαετία του 1970. Δίνοντας φωνή στους «αφανείς της ιστορίας», σε γυναίκες, παιδιά, μετανάστες και άλλες «αόρατες ομάδες», η προφορική μαρτυρία άλλαξε συθέμελα το τοπίο της ιστοριογραφίας, παρά τις αντιδράσεις που υπήρχαν –και εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα– από «παραδοσιακούς» ιστορικούς. Βέβαια, η «από τα κάτω οπτική» υπήρχε ανέκαθεν στις κοινωνικές επιστήμες, στην ανθρωπολογία και στην κοινωνιολογία, ιδίως στον αγγλοσαξονικό χώρο, και στην Ελλάδα στη λαογραφία. Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονίσουμε ότι το σημερινό διεθνές ρεύμα προφορικής ιστορίας είναι ένα διεπιστημονικό πεδίο, όπου συναντιούνται η ιστορία με τις κοινωνικές επιστήμες, την κοινωνική ψυχολογία, την πολιτική επιστήμη, αλλά και με την τέχνη και την αρχιτεκτονική, όπως θα δείξουν οι ανακοινώσεις της Κυριακής.
Πώς εκφράζεται αυτή η «από τα κάτω οπτική» πιο συγκεκριμένα στη σχέση πόλης και μνήμης; Κεντρική έννοια για τη μνήμη της πόλης είναι η έννοια του χώρου. Ο πρωτοπόρος γάλλος κοινωνιολόγος της μνήμης Maurice Halbwachs έχει γράψει πολύ όμορφες σελίδες για το πώς οι αναμνήσεις συνδέονται με συγκεκριμένους χώρους και τη βίωση του χώρου από κοινωνικές ομάδες και άτομα. Στο συνέδριο θα δούμε πώς διάφορες «αόρατες» κοινωνικές ομάδες (Εβραίοι, μετανάστες, Μικρασιάτες πρόσφυγες, ανήλικα παιδιά, πόρνες, μουσικοί) βίωσαν τους χώρους της πόλης, πως διαμορφώνονται ενίοτε νοητικά –αλλά και πολύ υλικά– εσωτερικά σύνορα μέσα στην πόλη, πώς αλλάζει η κοινωνική γεωγραφία της πόλης ανάλογα με την πολιτική συγκυρία και πώς ανασημασιοδοτούνται συγκεκριμένα κτίρια, όταν αλλάζει η χρήση τους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από την πόλη του Βόλου, όπου συγκεντρώνουμε προφορικές μαρτυρίες για το μελλοντικό Μουσείο της Πόλης, είναι το κτίριο Σπύρερ: προπολεμικά καπναποθήκη, έδρα του Εργατικού Κέντρου το 1945, στρατοδικείο στον Εμφύλιο και σήμερα έδρα του Δημοτικού Κέντρου Ιστορίας. Μια τελευταία οπτική της μνήμης της πόλης, που μόνο η προφορική μαρτυρία μπορεί να μας δώσει, είναι πως διαπλέκονται τα συναισθήματα (ο φόβος, ο έρωτας) με συγκεκριμένους χώρους της πόλης.
Πέρα όμως από την «από τα κάτω» οπτική, το συνέδριό μας δίνει χώρο και στην «από τα πάνω οπτική», όχι με την έννοια της θεσμικής «επίσημης» μνήμης, αλλά από την άποψη της βιωμένης εμπειρίας των αστικών ελίτ (π.χ. για τα καλλιτεχνικά σαλόνια της Κωνσταντινούπολης στη δεκαετία του 1950), και των στελεχών επιχειρήσεων που καθορίζουν τις ζωές μας. Στο πλαίσιο αυτό, ο Ρομπ Περκς, διευθυντής του Εθνικού Αρχείου Αφηγήσεων Ζωής της Βρετανικής Βιβλιοθήκης, θα μας μιλήσει στην κεντρική ομιλία του, την Παρασκευή, για πρωτοποριακές έρευνες προφορικής ιστορίας που έγιναν στην Αγγλία για τους κύκλους του χρηματιστικού κεφαλαίου του Λονδίνου και μια μεγάλη αλυσίδα σουπερμάρκετ.
Πώς η μνήμη επιλέγει και διαμεσολαβεί την εμπειρία της πόλης, τι αποσιωπά, πώς διαχειρίζεται το τραυματικό;
Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν: Πρωτοποριακή όσον αφορά τον ρόλο των σιωπών στην προφορική μνήμη των πόλεων ήταν η έρευνα της Λουίζα Πασσερίνι για την εργατική τάξη του Τορίνου τον Μεσοπόλεμο (Fascism in Popular Memory. The Cultural Experience of the Turin Working Class, 1987). Εκεί διαπίστωσε ότι –σε αντίθεση με τις ηρωικές αφηγήσεις των γραπτών πηγών για αντίσταση της εργατικής τάξης στο φασιστικό καθεστώς του Μουσσολίνι– υπήρχε μια μεγάλη σιωπή, αλλά ταυτόχρονα ανακάλυψε στις μαρτυρίες αυτές πιο λεπτές και υπόγειες μορφές αντίστασης (ειρωνεία, ανέκδοτα, ακόμα και η έκτρωση). Σε άλλα κείμενά της, η Πασσερίνι μας έδειξε ότι οι σιωπές μπορεί ενίοτε να είναι και αναγκαίες, προκειμένου να βρεθεί ένα modus vivendi σε κοινότητες που έζησαν τραυματικά γεγονότα. Μπορεί να είναι και ένα δικαίωμα των πληροφορητών μας, το οποίο οφείλουμε να σεβαστούμε.
Αυτή η επιλεκτικότητα της προφορικής μνήμης όμως χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις. Από τη μια πλευρά τραυματικά γεγονότα, όπως το Ολοκαύτωμα, η βία της Κατοχής και του Εμφυλίου, αλλά και η ενοχή, η ντροπή, ο φόβος, το στίγμα, η αμηχανία μπορεί να οδηγήσουν στη σιωπή. Από την άλλη πλευρά όμως οι εμπειρίες αυτές σπάνια ξεχνιούνται ολότελα και οι σχετικές αναμνήσεις μπορούν να αναβλύζουν κάποτε απροσδόκητα στη διάρκεια μιας συνέντευξης, είτε αυτούσια είτε με αλλοιωμένη μορφή (όπως στα ανέκδοτα για τα οποία μιλάει η Πασσερίνι). Έτσι, όπως θα δούμε και στο συνέδριο, οι προφορικές μαρτυρίες μας μιλάνε για θέματα-ταμπού, για θέματα που έχουν εξοστρακιστεί από την κυρίαρχη κοινωνική μνήμη και τις γραπτές πηγές. Τέτοια θέματα είναι, για παράδειγμα, η σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας, η παιδική εργασία, η πορνεία, οι συγκρούσεις γηγενών-προσφύγων, ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός, και –προπαντός– η εμφύλια βία του τέλους της Κατοχής. Η εικόνα της πόλης που αναδύεται μέσα από τις μαρτυρίες αυτές είναι συχνά μια εικόνα που βρίσκεται στον αντίποδα του ωραιοποιημένου παρελθόντος που βρίσκουμε σε πολλές γραπτές πηγές. Είναι ένα «δύσκολο παρελθόν» γεμάτο ανατροπές και ρήξεις, αλλά και ένα παρελθόν πιο πλούσιο και πιο περίπλοκο που μπορεί να εξοπλίζει τους κατοίκους καλύτερα για το μέλλον.
Πώς επιδρούν οι εποχές κρίσης, όπως η σημερινή, στις πόλεις όσον αφορά τη μνήμη;
Ποθητή Χαντζαρούλα: Η συζήτηση για την πόλη συνδέεται με τη δημοκρατία και την έννοια του δημόσιου χώρου. Η ανάγκη θέσμισης ενός δημοκρατικού δημόσιου χώρου αναδύεται ως διακύβευμα τη στιγμή που ο νεοφιλελευθερισμός και ο φιλελεύθερος ατομικισμός προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν ή να ιδιωτικοποιήσουν τον δημόσιο χώρο, να δημιουργήσουν ζώνες «ασφάλειας», από τις οποίες κοινωνικές ομάδες θα αποκλείονται. Σε αυτό το μοντέλο, η πόλη ως τόπος πραγμάτωσης ατομικών επιθυμιών και αναγκών συνδέεται με πολιτικές πρόσβασης στο χώρο. Τα κράτη θέτοντας την ασφάλεια ως πεδίο στο οποίο εμφανίζονται χρήσιμα και αποφασιστικά, εστιάζουν κατεξοχήν στη μορφή του μετανάστη, σε αυτόν-ήν που περιφέρεται «ύποπτα», που «παρενοχλεί». Ταυτόχρονα, εμφανίζονται μορφές κοινότητας που ορίζουν την ταυτότητά τους μέσα από μια συγκεκριμένη τοπικότητα και μέσα από τη διαφοροποίησή τους από άλλες ομάδες που φοβίζουν, περιφρονούνται ή απλώς υποτιμώνται (Iris Marion Young, «Η ζωή στην πόλη και η διαφορά», μτφ. Δ. Λάλλας, σημειώσεις, τχ. 77, Ιούνιος 2013). Οι μύθοι της κοινότητας παράγουν και νομιμοποιούν ρατσιστικές και ταξικές συμπεριφορές και πολιτικές. Η Μικαέλα Κέτινγκ στην κεντρική ομιλία της, την Πέμπτη, θα φωτίσει μέσα από την οικογενειακή ιστορία έμφυλες πλευρές του ακροδεξιού εξτρεμισμού στη Γερμανία.
Από την άλλη, εμφανίζονται ομάδες που επικαλούνται ένα ιδεώδες αστικής ζωής σύμφωνα με το οποίο τα σύνορα είναι ανοιχτά και μη διευθετήσιμα. Αντιλαμβάνονται την ζωή στην πόλη ως μια μορφή κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα σε ξένους, όπου άνθρωποι και ομάδες αλληλεπιδρούν. Η κοινωνική δικαιοσύνη απαιτεί την πραγματοποίηση μιας πολιτικής της διαφοράς, ενός δημόσιου χώρου όπου όλοι συμμετέχουν και το οποίο είναι ανοιχτό και προσβάσιμο σε όλους.
Καθώς η σχέση του χώρου και των υποκειμένων στην κοινωνία είναι πάντοτε ιεραρχική, η θέση των υποκειμένων στον χώρο εκφράζει τις κοινωνικές αντιθέσεις, ενώ το υποκείμενο νοηματοδοτείται από την τοποθέτησή του στον χώρο. Για παράδειγμα, οι άστεγοι θεωρούνται κοινωνικά ανύπαρκτοι, ενώ η θέση των γυναικών εξαρτάται από τη δυνατότητα πρόσβασής τους σε συγκεκριμένους χώρους. Ο χώρος που καταλαμβάνει ένα υποκείμενο χάρη στην ιδιοκτησία το τοποθετεί ανάλογα και σε μία συγκεκριμένη κοινωνική θέση και του αποδίδει αξία ή απαξία. Πώς εκφράζεται η πάλη για το χώρο; Ποιες συλλογικές μορφές αναδύονται; Πώς οι πολιτικές ενός πατριαρχικού, γραφειοκρατικοποιημένου, καπιταλιστικού συστήματος βιώνονται από τους ανθρώπους, πώς η μνήμη τις επεξεργάζεται, πώς γίνονται αντικείμενο πάλης και αντίστασης; Πώς ανασυγκροτείται η πόλη στη μνήμη για να εκφράσει και να κατανοήσει το υποκείμενο τις εμπειρίες του πολέμου, την καταστροφή των κοινωνικών σχέσεων, την απουσία και το τραύμα στην εμπειρία του Ολοκαυτώματος; Με ποιο τρόπο η μνήμη νοηματοδοτεί το παρόν, πώς η παρούσα κρίση ενεργοποιεί την επαναδιαπραγμάτευση των εμπειριών του παρελθόντος και νέες νοηματοδοτήσεις του; Η Ομάδα της Προφορικής Ιστορίας της Κυψέλης για την Κρίση, λ.χ., φέρει στο προσκήνιο μαρτυρίες για το πώς οι άνθρωποι βιώνουν την κρίση.
αναλυτικά το πρόγραμμα του συνεδρίου στο goo.gl/IcfOIF
Πηγή: ενθέματα