της Μαρίας Στρατηγάκη*
Στις 6 Φεβρουαρίου 2014 ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών αποφάσισε να «συμπληρώσει» τους σκοπούς του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ) με δράσεις για την καταπολέμηση των διακρίσεων «που υφίστανται ευπαθείς ομάδες και ιδίως λόγω φύλου, εθνικότητας (μετανάστριες), θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, ηλικίας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού».
Η εξέλιξη αυτή αποτελεί την πρώτη θεσμική υποβάθμιση των πολιτικών ισότητας των φύλων στη Ελλάδα από την ίδρυση της Γενικής Γραμματείας Ισότητας στις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Η «συμπλήρωση» αυτή (τι ευφημισμός!) περιλαμβάνει σε μία φράση δύο καταστροφικές για την ισότητα των φύλων έννοιες και προοπτικές.
Η πρώτη αφορά την υπαγωγή των γυναικών στις ευπαθείς ομάδες. Η υπαγωγή αυτή ρίχνει στον κάλαθο των αχρήστων την αντιμετώπιση των γυναικών ως του μισού του πληθυσμού και του φύλου ως δομικού στοιχείου συγκρότησης της κοινωνίας. Η έννοια της «ευπάθειας» παραγνωρίζει ακόμα και το γεγονός ότι οι γυναίκες είναι ενεργά υποκείμενα και ότι οι διακρίσεις που αντιμετωπίζουν λόγω φύλου εκτείνονται σε όλους τους τομείς της πολιτικής, πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής και όχι μόνο στις περιπτώσεις των ευπαθών κοινωνικών ομάδων στις οποίες προφανώς βρίσκονται και γυναίκες. Για παράδειγμα, ο σεξιστικός λόγος στη Βουλή απευθύνεται σε βουλευτίνες οι οποίες δεν μπορούν να θεωρηθούν ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού. Αραγε η δράση του ΚΕΘΙ για την προώθηση των γυναικών στην πολιτική ζωή θα σταματήσει, αφού οι γυναίκες πολιτικοί δεν είναι κοινωνικά ευπαθείς;
Η δεύτερη λανθασμένη αλλά και καταστροφική έννοια αφορά τη συμπερίληψη του φύλου μαζί με άλλους 6 (τουλάχιστον) παράγοντες διάκρισης, την εθνικότητα, τη θρησκεία, τις πεποιθήσεις, την ηλικία, την αναπηρία και τον γενετήσιο προσανατολισμό. Η συμπερίληψη εντελώς ανομοιογενών ομάδων που υφίστανται διακρίσεις κάτω από τον ίδιο φορέα άσκησης πολιτικής είναι ένα τεράστιο λάθος στρατηγικής στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων, αφού κάθε μία από αυτές τις μορφές ανισότητας έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά και κατά συνέπεια απαιτεί διαφορετικές πολιτικές και μορφές δημόσιας παρέμβασης. Ακόμα και κοινές πιθανόν εμπειρίες, π.χ. η βία κατά των γυναικών μέσα στην οικογένεια και η βία κατά των μεταναστών μέσα στα αστυνομικά τμήματα, είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα. Πόσο μάλλον που καλείται να τα αντιμετωπίσει ένας φορέας με αβέβαιο μέλλον, με μηδαμινό τακτικό προϋπολογισμό και με 7 εργαζομένους αορίστου χρόνου. Εχει άραγε η πολιτική ηγεσία αποφασίσει, αντί να καταργήσει το ΚΕΘΙ, να το ενισχύσει με τον απαραίτητο τακτικό προϋπολογισμό ώστε να αποκτήσει ξεχωριστά τμήματα για κάθε ομάδα που υφίσταται διάκριση;
Δεν ξέρω ποιο πολιτικό πρόσωπο και γιατί ζήτησε αυτή τη «συμπλήρωση» και τι σκέφτεται να κάνει για τις ανισότητες λόγω ηλικίας, σεξουαλικών προτιμήσεων κ.λπ. Αυτό που ξέρω είναι ότι πλήττεται ανεπανόρθωτα η ισότητα των φύλων υπάγοντας τις γυναίκες στις ευπαθείς ομάδες και το φύλο στην ίδια κατηγορία με παράγοντες διάκρισης που συγκροτούν κοινωνικά μειονεκτούσες ομάδες. Οι λόγοι φαίνεται να λιγότερο οικονομικοί και περισσότερο ιδεολογικοί: άτακτη επιστροφή σε συντηρητικές ιδέες και αντιλήψεις για τη διάσταση του φύλου (προσωπικό χαρακτηριστικό αντί για δομικό στοιχείο) και για τις γυναίκες (ευπαθής ομάδα αντί για ενεργά υποκείμενα), όταν μάλιστα η οικονομική και κοινωνική κρίση απαιτεί άμβλυνση των έμφυλων στερεοτύπων και ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας και την πολιτική ζωή.
Ακόμα και η Ευρωπαϊκή Ενωση που συγχωνεύει τις προτεραιότητες για να κάνει οικονομίες κλίμακας στην κοινωνική πολιτική, διατηρεί διακριτό το πεδίο της ισότητας των φύλων από το πεδίο της καταπολέμησης των διακρίσεων στο μεγαλύτερο (και για την Ελλάδα μοναδικό) εργαλείο άσκησης κοινωνικής πολιτικής, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (2014-2020). Ή μήπως το ΚΕΘΙ έχει σκοπό να χρησιμοποιήσει τα 14 Συμβουλευτικά Κέντρα για τις γυναίκες θύματα έμφυλης βίας που διαχειρίζεται (για λογαριασμό της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων) για να καλύψει όλες τις ανάγκες αντιμετώπισης της βίας στην κοινωνία μας, δηλαδή της βίας κατά των παιδιών, κατά των αναπήρων, κατά των υπερηλίκων, κατά των μεταναστών και κατά των ομοφυλοφίλων;
* Επίκουρη καθηγήτρια Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών