της Μαρίας Λούκα, Φωτογραφίες: Μενέλαος Μυρίλλας
«Μα καλά, εσύ δεν ξέρεις τι είναι το off side». Είναι μακράν η πιο στερεοτυπική βαρετή ατάκα που ακούει μια γυναίκα μαζί με το all time classic «Άντε πήγαινε να πλύνεις κανένα πιάτο» τη στιγμή που προσπαθείς να παρκάρεις σε στενό ανηφορικό στενάκι στο Γκύζη και σου παίρνει κάτι παραπάνω από πέντε δευτερόλεπτα. Δεν έχει καμία σημασία ποια είσαι, αν ασχολείσαι ή όχι, αν έχεις φιλοξενήσει άπειρα ρεμάλια στο σπίτι σου για να δείτε τον τελικό του Champion Leage, αν έχεις πανηγυρίσει ως έφηβη στο Πασαλιμάνι ή στη Λεωφόρο, αν έχεις γράψει χιλιάδες λέξεις για τη μπάλα. Δεν τη γλιτώνεις. Θα ακούσεις το κλισέ. Δεν έχει νόημα να απαντήσεις σοβαρά στους φίλους και τους συναδέλφους σου που επαίρονται τόσα χρόνια ότι αυτοί δεν είναι σεξιστές.
Καλύτερα να κάνεις λίγο χιουμοράκι και να ενσωματώσεις όσο πιο υπερβολικά γίνεται το αρχέτυπο της ανίδεης γκόμενας πχ «Έλα ρε, θέλω να δω το Νικοπολίδη, είναι κούκλος». Γιατί είσαι τόσο άσχετη που δεν ξέρεις ότι ο Νικοπολίδης έχει σταματήσει εδώ και χρόνια να αγωνίζεται και πλέον είναι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στον Πειραιά. Μετά θα χαμογελάσεις συγκαταβατικά με μια εσάνς αθώας απορίας στο πιο πατερναλιστικό «Να προσέχεις» και θα πας.
Έκανα την τελετουργία λοιπόν και πήγα! Με απόλυτη επίγνωση ότι το ποδόσφαιρο είναι το πιο άκαμπτο ανδρικό οχυρό σε όλα τα επίπεδα, από τους παίκτες και τις διοικήσεις των ομάδων, μέχρι τους οπαδούς και τους αθλητικούς συντάκτες. Είναι αυτό που έγραφε ο Ερικ Ντάνινγκ στη μελέτη του «Κοινωνικός δεσμός και βία στον αθλητισμό»: «Το ποδόσφαιρο ως έκφραση μιας έντονης ανδρικής κυριαρχίας που αποτυπώνει σχετικά απροκάλυπτα τις ματσό αξίες». Προφανώς ισχύει. Το ποδόσφαιρο είναι η αναπαράσταση της «επιθετικής αρρενωπότητας», όπου η αντιπαράθεση των ομάδων έχει το χαρακτήρα μιας εικονικής μάχης σ’ ένα συμβολικό σύμπαν σημείων και λέξεων που κανονικοποιεί τον ακραίο ανταγωνισμό και διαμορφώνει σχέσεις υποταγής. Ο αντίπαλος «εξαφανίζεται» ή «ξεφτιλίζεται».
Η σεξουαλική πράξη εντάσσεται σ’ ένα πρίσμα σχέσεων εξουσίας στο συνθηματικό λόγο των φιλάθλων «ΠΑΟΚ γ… τη Λεωφόρο και κάθε π… φλώρο Παναθηναϊκό» και η γυναίκα στην καθαγιασμένη μορφή της «μάνας» για την ελληνική κοινωνία γίνεται αντικείμενο υπέρτατης προσβολής και ταπείνωσης του αντιπάλου «Είναι π… των … οι μάνες». Σ’ αυτό το συμβολικό σύμπαν δε χωράει η ετερότητα και η γυναίκα παίρνει το ρόλο αυτής που βαριεστημένα συνοδεύει κάποιον παράγοντα στις κερκίδες των επισήμων ή μιας μικρής μειοψηφίας στους φιλάθλους που για να κάνει αποδεκτό τον εαυτό της ως κάτι παραπάνω από life style πρέπει να οικειοποιηθεί στοιχεία αρσενικής σημειολογίας.
Βέβαια, επειδή το ποδόσφαιρο είναι κάτι πολύ παραπάνω από πεδίο κοινωνιολογικής έρευνας ή ελιτίστικης καταγγελίας, είναι συνάμα το άθλημα με το μεγαλύτερο λαϊκό έρεισμα, καθηλωτική ισχύ και συναρπαστικό θέαμα, δε γίνεται να χάσεις τον τελικό που περίμενε η Τούμπα 11 χρόνια , χωρίς τον Ολυμπιακό στους φιναλίστ και τον Άρη Πορτοσάλτε να κάνει σχόλιο δίπλα στους sportcasters. Πραγματικά αν ισχύει αυτό που έλεγε ο Εντουάρντο Γκαλεάνο ότι «ένας αγώνας χωρίς οπαδούς, είναι σα χορός χωρίς μουσική», απλά η ομάδα του ΠΑΟΚ έχασε τα βήματα γιατί μουσική υπήρχε.
Ήταν η μεγάλη κάθοδος, 220 πούλμαν, χιλιόμετρα στην Εθνική, 14 ώρες στο πούλμαν , επίθεση με μολότοφ στη διαδρομή, αμπαρωμένοι στο ΟΑΚΑ από τις 3 το μεσημέρι αλλά δε μασήσανε. Είχαν κέφι, πάθος και χιούμορ. Ακόμα και το τεράστιο πανό που τόσο πολύ συζητήθηκε «Η μεγαλύτερη μετακίνηση ναρκωτικών στην Ελλάδα» ήταν μια ευρηματική κι ίσως λίγο υπερβολική απάντηση στους φιλάθλους του Άρη στον τελικό του 2010 που ισχυρίζονταν ότι επρόκειτο για τη μεγαλύτερη μετακίνηση οπαδών στην Ελλάδα. Αντίστοιχα απάντησαν και τους οπαδούς του Παναθηναϊκού, όταν έβγαλαν μαζικά πράσινα σημαιάκια στην εξέδρα. Αυτοί έβγαλαν μαζικά τις μπλούζες τους. Βράχηκαν, εκδικήθηκαν το γκρίζο αθηναϊκό ουρανό με φωτοβολίδες και πάγωσαν μόνο μετά το 3ο γκολ. Φεύγοντας έφαγαν και ξύλο από την αστυνομία.
Η ομάδα από την άλλη εξάντλησε όλη την ενέργεια στον ημιτελικό με τον Ολυμπιακό και δεν τραβούσε. Σε αντίθεση με την ομάδα του Παναθηναϊκού, που η αλήθεια είναι ότι έγραψε μια νέα σελίδα φέτος για το ελληνικό ποδόσφαιρο, δείχνοντας ότι μπορεί μια ομάδα με τεράστια οικονομικά και διοικητικά προβλήματα, χωρίς ακριβές μεταγραφές , να έχει ψυχραιμία και συνοχή και να νικάει. Τώρα η εικόνα της κοινής εισόδου Σαββίδη – Αλαφούζου και η προτροπή προς τους φιλάθλους να τιμηθεί ο θεσμός και να προασπιστούν τα συμφέροντα των ομάδων, πολύ λίγο πείθει για το λανσάρισμα ενός νέους «ήθους» και περισσότερο μοιάζει με μια επικοινωνιακή στρατηγική σε μια περίοδο έντονων επιχειρηματικών διενέξεων των παραγόντων των ΠΑΕ (Μαρινάκης, Μελισσανίδης, Σαββίδης, Αλαφούζος).
Εξάλλου πολύ λίγο φταίνε οι οπαδοί για τις άδειες κερκίδες, τα στημένα ματς, την ακραία βία. Το ποδόσφαιρό έχει προ πολλού απομακρυνθεί από τη ρομαντική αντίληψη της «φανέλας» και έχει μετατραπεί σε μια υπόθεση πολλών δισεκατομμυρίων. Υπάρχει μια διαρκής υποτίμηση των οπαδών. Οι αρχές τους αντιμετωπίζουν ως κάφρους, η σύγχρονη διανόηση ως υποκείμενα που έμειναν ανέγγιχτα από την τομή του Διαφωτισμού και οι αθλητικοί συντάκτες ως αναλφάβητους που πρέπει να τους απευθύνεται με ιαχές και κοφτό, διχαστικό λόγο.
Όχι πως είναι όλοι αγγελούδια. Ειδικά τα «κεφάλια» των συνδέσμων βρίσκονται συχνά σε ανοιχτή γραμμή με τις διοικήσεις των ομάδων, επιδίδονται σε μαφιόζικες πρακτικές, κάνουν business και εύκολα στελεχώνουν εξτρεμιστικά πολιτικά σχέδια. Αυτή πραγματικότητα όμως δεν αρκεί να χαρακτηρίσει ολόκληρο το οπαδικό κίνημα. Κάπως σκόπιμα καλλιεργήθηκε και αναπαράγεται το στερεότυπο του «ανεγκέφαλου χούλιγκαν», για να αποσείει τις ευθύνες των ΠΑΕ και της Πολιτείας, να εγκλωβίζει ένα δυναμικού στη λειτουργία του «ιδιωτικού στρατού» και να επιτυγχάνεται ο κοινωνικός αντιπερισπασμός.
Η χθεσινή εικόνα της Αστυνομίας το επιβεβαίωσε. Δημιουργήθηκε μια δραματοποιημένη εικόνα στην πόλη για την «κάθοδο των βαρβάρων», γέμισαν οι δρόμοι με κλούβες και άδειασαν από κατοίκους. Παρά όμως τις επισημάνσεις για τα ασφυκτικά μέτρα ασφαλείας και τους πολλαπλούς ελέγχους πάντα περνάνε τα πάντα στον αγωνιστικό χώρο, πάντα παίρνεις μια τζούρα από δακρυγόνα και ποτέ δε μπορεί να διασφαλιστεί ένα ασφαλές αλλά όχι τρομολαγνικό πλαίσιο για τη διεξαγωγή ενός αγώνα.
Στη δική της τελετουργία, η Αστυνομία στο τέλος επιτίθεται στους οπαδούς που απλώς μπαίνουν στα πούλμαν για να αποχωρήσουν. Προφανώς οι οπαδοί, ειδικά σ’ αυτή τη συγκυρία της γενικευμένη αποστέρησης νοήματος και της πλήρους εξατομίκευσης, συσπειρώνονται γύρω από τις ομάδες γιατί η ομοιομορφία και ο κοινός σκοπός , διαμορφώνουν μια έννοια ταυτότητας στο εσωτερικό τους. Είναι μια διαδικασία συλλογικής αποφόρτισης, που συχνά παρεκτρέπεται στην παραβατικότητα και τη βία αλλά διατηρεί πάντα στο συλλογικό υποσυνείδητο το απωθημένο του παιχνιδιού.
Σ’ αυτό το παιχνίδι όμως έπρεπε να χωράνε όλοι, γυναίκες, παιδιά, ομοφυλόφιλοι, ανάπηροι, μετανάστες. Σα γυναίκα λοιπόν, που δεν καταλαβαίνει τι είναι το off side, κρατάω από τον Τελικό Κυπέλλου τις πιο σημαντικές στιγμές: τη φωτογραφία του Φιλόπουλου στην εξέδρα του Παναθηναϊκού ως διαρκή υπόμνηση αυτού που δεν πρέπει να είναι το ποδόσφαιρο και ως απώλεια που δεν έχει δικαιωθεί, το 16χρονο που έψαχνε τσιγάρο τα μεσάνυχτα στο έξω από την πόρτα του ιατρείου του ΟΑΚΑ περιμένοντας το χτυπημένο με γκλοπ φίλο του με τα πούλμαν να έχουν αποχωρήσει, το γιατρό που αρνήθηκε να δώσει τα στοιχεία των τραυματιών στην Αστυνομία κι ένα ποστάρισμα των οπαδών του ΠΑΟΚ στο δρόμο της επιστροφής που δείχνει ότι η νίκη ή η ήττα είναι απλώς το αποτέλεσμα ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Nothing more. «Με τέτοια βροχή στα επόμενα διόδια στο γκισέ θα μας περιμένει γοργόνα»…
Πηγή: vice