berlingegennazis

της Αndrea Schellinger

Η στροφή νέων ανθρώπων στον δεξιό εξτρεμισμό μπορεί να κατανοηθεί μόνο ως συνισταμένη πολλών παραγόντων και εμπειριών. Η Michaela Köttig εξηγεί πώς η σιωπή γύρω από βιώματα της περιόδου του Εθνικοσοσιαλισμού έσπασε μόλις στην τρίτη γενιά, που μυείται, μέσα σε ένα κλίμα μυστικοπάθειας, στις ιστορίες των παππούδων – ιστορίες με πολλά θύματα και πολλή οδύνη.

Πώς γεννιούνται οι ακροδεξιές πεποιθήσεις;

Michaela Köttig: Το υπόστρωμα της γένεσης του δεξιού εξτρεμισμού είναι εξαιρετικά σύνθετο. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν ανάγεται επ’ ουδενί σε ένα συγκεκριμένο αστερισμό συνθηκών του παρελθόντος, όπως π.χ. Γερμανία και Εθνικοσοσιαλισμός ή στη σημερινή απουσία προσανατολισμού σε συνδυασμό με ολοένα πιο εξατομικευμένους τρόπους ζωής ή σε δυσμενείς κοινωνικές συνθήκες (ανεργία, δύσκολη παιδική ηλικία). Κάθε ένας απ’ αυτούς τους παράγοντες μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για μια σειρά εναλλακτικών δυνατοτήτων δράσης και εξέλιξης, που δεν έχουν καμιά σχέση με τον δεξιό εξτρεμισμό. Για να δημιουργηθούν συνθήκες πρόσφορες στον δεξιό εξτρεμισμό πρέπει να υπάρξει μια ειδοποιός σύνδεση και σύζευξη τριών επιπέδων, δηλ. της οικογενειακής ιστορίας, του κοινωνικού παράγοντα και της ατομικής βιογραφίας. Σε ό,τι αφορά τους εφήβους, πρέπει να υπάρχει ένα παρελθόν της γενιάς των παππούδων στην περίοδο του Εθνικοσοσιαλισμού, το οποίο η γενιά αυτή αποσιώπησε από την επόμενη, δηλ. τη γενιά των γονέων. Έτσι οι έφηβοι (δηλ. η τρίτη γενιά) εισπράττουν σιωπή απ’ τους γονείς, με αποτέλεσμα να μαθαίνουν για την περίοδο αυτή από τους παππούδες, που είχαν πάνω κάτω την ηλικία τους στη δεκαετία του 1930, και να ταυτίζονται με τις ιστορίες τους. Ένας παράγοντας που ενισχύει τις διεργασίες αυτές είναι ότι οι σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών σε τέτοιες οικογένειες δεν προσφέρουν συναισθηματική σταθερότητα, με αποτέλεσμα τα παιδιά να αναπτύσσουν μεγαλύτερη εγγύτητα με τη γιαγιά και τον παππού.

Οι έρευνές σας αφορούν νεαρές ακροδεξιές γυναίκες. Τα πορίσματά σας επιδέχονται γενίκευση;

Συγκριτικές έρευνες, οι οποίες όμως διεξήχθησαν στην Ελβετία, κατέληξαν στα ίδια συμπεράσματα για νεαρούς άνδρες. Υποθέτω λοιπόν ότι οι θέσεις μου μπορεί να ισχύουν και για άρρενες εφήβους. Σε ό,τι αφορά το βιογραφικό υπόβαθρο, έχω καταλήξει σε τρία σχήματα: Πρώτον: Μπορεί να υπάρχει μια συνέχεια διαμέσου των γενεών, η οποία διευκολύνει τη μεταφορά τέτοιων πεποιθήσεων σε κάθε επόμενη γενιά. Δεύτερον: Έχω διαπιστώσει, ότι κόρες που έχουν υποστεί σοβαρά ψυχικά τραύματα είτε στη σχέση με έναν γονέα είτε από την απώλεια ενός γονέα αναπτύσσουν σχέσεις ιδιαίτερης εγγύτητας με τον παππού και τη γιαγιά. Μια τρίτη κατηγορία αφορά περιπτώσεις όπου οι οικογενειακοί δεσμοί είναι ασταθείς, ενώ παράλληλα η σχέση με τη μητέρα είναι εντόνως συμβιωτική.

Και τώρα οι κοινωνικοί παράγοντες: ακροδεξιές οργανώσεις φέρνουν νεαρές γυναίκες σε επαφή με διάφορα κοινωνικά ζητήματα, απέναντι στα οποία καλούνται να πάρουν θέση – π. χ. ανεργία, μετανάστευση κ.λπ. Η προτίμηση των γυναικών συναρτάται πάλι στενά με το οικογενειακό ιστορικό, αλλά και την ατομική βιογραφία.

Μπορείτε να μας δώσετε κάποιους αριθμούς όσον αφορά τη δυναμική του δεξιού εξτρεμισμού στη Γερμανία;

Είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον να μιλήσει κανείς με ποσοστά – εκτός ίσως αν πρόκειται για εκλογικά ποσοστά! Περίπου 1/3 των ακροδεξιών ψηφοφόρων είναι γυναίκες. Επιπλέον υπάρχουν περίπου 40.000 οργανωμένα ακροδεξιά άτομα όλων των ηλικιών, μεταξύ των οποίων 40% γυναίκες. Υπάρχουν επίσης νεανικές οργανώσεις και όμιλοι με περίπου 12.000 μέλη, από τα οποία το 30-60% είναι κορίτσια ή κοπέλες. Και, φυσικά, υπάρχουν και τα αντίστοιχα κόμματα. Η ΝDP διαθέτει 20% στελέχη θηλυκού γένους. Γεγονός είναι ότι κάθε παιδί από 12 ετών μπορεί να κοινωνικοποιηθεί μέσα σ’ αυτές τις δομές και να στρατευθεί σταδιακά σε διάφορες ομάδες.

Ποιος είναι ο ρόλος των γυναικών μέσα σε αυτό το πλαίσιο;

Για ένα μεγάλο διάστημα οι ακροδεξιές γυναίκες δεν πολυεμφανίζονταν στο προσκήνιο κι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο αρνιόμασταν να συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχουν και γυναίκες που δραστηριοποιούνται σ’ αυτόν τον χώρο. Στο μεταξύ βγήκαν και αυτές στην επιφάνεια, είτε με αποδεδειγμένη συμμετοχή σε βιαιοπραγίες, είτε ως στελέχη, είτε με την ιδιότητα του δικηγόρου. Επίσης το στερεότυπο του τραμπούκου ακροδεξιού δεν αντιστοιχεί πια στην πραγματικότητα. Η ακροδεξιά σκηνή στη Γερμανία έχει υιοθετήσει από καιρό μιαν άλλη στρατηγική. Έως περίπου το 2005 κρατούσε αποστάσεις από τους κοινωνικούς θεσμούς και φρόντιζε να ξεχωρίζει συνειδητά από το κυρίαρχο ρεύμα – και ως προς την εμφάνιση. Τώρα πια προσπαθεί να το υπονομεύσει, συμμετέχοντας π.χ. σε αθλητικούς συνδέσμους ή σε πρωτοβουλίες πολιτών, με σκοπό τη σταδιακή διάδοση ακροδεξιών στάσεων και απόψεων.

Τι δυνατότητες παρέμβασης υπάρχουν και ποιος θεσμός θα έπρεπε να αναλάβει δράση;

Αρχικά καλούνται όλοι οι κοινωνικά ενεργοί παράγοντες –από τον δημοσιογραφικό, τον δημοσιογραφικό και τον αστυνομικό κλάδο– να ευαισθητοποιηθούν και να δουν την κατάσταση κατάματα. Σε ό,τι αφορά τη δραστηριοποίηση σε κοινωνικό επίπεδο, πρέπει να έχει διπλή κατεύθυνση: να είναι δηλαδή και προληπτική και παρεμβατική, με σκοπό την υποστήριξη όσων επιλέγουν να αποχωρήσουν από την ακροδεξιά σκηνή. Αν κάποιος είναι πολύ χωμένος στην οργάνωση, οι πιθανότητες να τον βγάλουμε είναι ελάχιστες και συνεπώς η δουλειά του κοινωνικού λειτουργού δεν έχει καμιά χρησιμότητα στη φάση αυτή. Όσοι πάλι είναι έτοιμοι να πάρουν έναν τέτοιο δρόμο, προδίδονται πρώτ’ απ’ όλα από την εμφάνισή τους – το ντύσιμο, τα σήματα ή σύμβολα που κολλάνε στα ρούχα τους κ.λπ. Επίσης από το ότι, στην αρχή τουλάχιστον, κοιτάζουν να δουν τις αντιδράσεις του περιβάλλοντός τους. Στο στάδιο αυτό η κοινωνική λειτουργός δεν πρέπει να επιδιώκει καθόλου πολιτική συζήτηση, αλλά να προσπαθεί να καταλάβει ποιος συνδυασμός παραγόντων οδηγεί το συγκεκριμένο άτομο σε αυτή την κατεύθυνση. Εάν σε μια περιοχή δεν υπάρχουν επαρκείς δομές για τη δουλειά με εφήβους, τότε πρέπει να εκπαιδευτούν εργαζόμενοι σε άλλους θεσμούς – για παράδειγμα καθηγητές και καθηγήτριες.

Δυστυχώς στη Γερμανία, τόσο στη δυτική όσο και στην ανατολική, τα σχολεία και άλλοι θεσμοί που ασχολούνται με εφήβους, δεν αντιτάσσονται όσο θα έπρεπε στις ακροδεξιές δραστηριότητες. Στην ανατολική το φαινόμενο φαίνεται πως έχει μεγαλύτερη δημόσια παρουσία, ενώ στη δυτική έχουν αναπτυχθεί από παλιά αντίρροπες δομές της κοινωνίας των πολιτών, οι οποίες αντιδρούν σε επίπεδο ηθικής τάξης. Εν πάση περιπτώσει αυτό δεν αλλάζει και πολύ τα πράγματα: το πρόβλημα γενικά υπάρχει λίγο πολύ παντού στη Γερμανία.

Πώς θα εξηγούσατε τη γένεση ακροδεξιών συσπειρώσεων στην Ελλάδα, με δεδομένο το τραυματικό παρελθόν στη διάρκεια της Κατοχής;

Ως προς το ζήτημα αυτό μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω. Στην Ελλάδα υπάρχει πράγματι ένα επώδυνο παρελθόν όσον αφορά τον Εθνικοσοσιαλισμό, και πολλά θύματα. Δεν πρέπει ωστόσο να θεωρεί κανείς δεδομένο πως η ιστορία αυτή είχε μια μόνο, ξεκάθαρη όψη, και πως αφορούσε όλους στον ίδιο βαθμό. Εκτός από τους πολίτες που βίωσαν επώδυνα την Κατοχή, υπήρχαν ασφαλώς και συμπαθούντες, και συνεργάτες. Αυτό με οδηγεί στην κατ’ αρχήν υπόθεση ότι τα τωρινά φαινόμενα του δεξιού εξτρεμισμού συνδέονται μάλλον με αυτή την όψη του παρελθόντος. Είναι πιθανό να πρόκειται για άτομα ή οικογένειες που είχαν ανάμειξη στα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Η Ελλάδα υπέφερε από τους Γερμανούς τότε, εκτελέστηκαν πολλοί αντιστασιακοί, αλλά και απλοί πολίτες, υπήρχαν ωστόσο και άνθρωποι που ασπάζονταν αυτή την ιδεολογία. Είναι πιθανόν η ιδεολογική αυτή ροπή να μεταδόθηκε, ας πούμε στο πλαίσιο μιας οικογενειακής παράδοσης. Είναι επίσης πιθανόν, τα άτομα αυτά να φαντάζονται ότι με τις ιδέες τους αυτές λειτουργούν ως αντίποδας στην κομμουνιστική ή σοσιαλιστική ιδεολογία.

Πρέπει να λάβει κανείς υπόψη, ότι στις κοινωνικοπολιτικές αντιπαραθέσεις στην Ελλάδα εμπλέκεται και ο Εμφύλιος – ένα ζήτημα που (αν έχω καταλάβει σωστά) το περιέβαλλε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα απόλυτη σιωπή και που ακόμα και σήμερα αποτελεί ένα θέμα ευαίσθητο. Δεν θα με εξέπλησσε λοιπόν, αν μέσα από μια εκτεταμένη έρευνα πύκνωναν οι ενδείξεις, ότι τα σημερινά φαινόμενα αναπτύχθηκαν πάνω σε ένα τέτοιο ιστορικό υπόβαθρο. Σε κάθε περίπτωση πάντως δεν πιστεύω ότι η αιτιολογική αλληλουχία στην Ελλάδα εδράζεται απλά και μόνο στην οικονομική κρίση. Θα ήταν πολύ κοινότοπο. Άλλωστε, σε εποχές κρίσης επικρατούν και κινήματα άλλων αποχρώσεων.

H Michaela Köttig είναι καθηγήτρια στα ΤΕΙ της Frankfurt a. M. για επικοινωνία και επεξεργασία συγκρούσεων. H δουλειά της επικεντρώνεται στη βιογραφική έρευνα και σε αναλύσεις διαντίδρασης στα θέματα ισότητας φύλων, δεξιού εξτρεμισμού, μετανάστευσης και μετάβασης από το σχολείο στο επάγγελμα.

μετάφραση: Έμη Βαϊκούση

Πηγή:  Goethe Institut