2-mariw

της Μαρίας Χαϊδοπούλου-Βρυχέα

Ι. Ο «καναπές»

Έχουν γραφτεί αρκετά άρθρα τα τελευταία χρόνια με επικριτική διάθεση για τον κόσμο που δεν κινητοποιείται, που υποφέρει και «δεν κάνει τίποτα». Σε γενικές γραμμές όλοι συμφωνούν, ακόμα κι αυτοί που το κάνουν («καλά να πάθουμε ….»). Αλλά μήπως πρέπει να δούμε τελικά τι κάνει ο κόσμος; Μήπως η απλή φράση «κάθονται στον καναπέ τους» υποτιμάει βαθύτατα αυτό που ζούμε στο τώρα;

Τα χρόνια της κρίσης έχουν προκαλέσει ριζικές αλλαγές στην καθημερινότητα, κάποιες από τις οποίες έχουν συζητηθεί πολύ, κάποιες άλλες όχι και τόσο. Στις τελευταίες συγκαταλέγεται και το βίωμα του «κάθε μέρα» ως συνόλου δυσκολιών που απαιτούν επίλυση. (Είναι η άλλη όψη της κατάρρευσης των δημόσιων υπηρεσιών, του συστήματος υγείας και γενικά του κράτους πρόνοιας…) Το «εδώ και τώρα» (προσωπικό, οικογενειακό, φιλικό, επαγγελματικό) απαιτεί επεκτατικά χρόνο και χώρο. Το «κάθε μέρα» απαιτεί πλέον πολλή ενέργεια και εργασία (όχι απαραίτητα αναγνωρισμένη ως τέτοια).

Σωρεία πληροφοριών προς επεξεργασία, αγωνία για το αύριο, προβλήματα που προκύπτουν ξαφνικά, αλλαγές προγραμματισμού, να μην ξεχάσω να πληρώσω το λογαριασμό, τα παιδιά, η μόνη μητέρα, η άρρωστη φίλη… έγνοιες και «δουλειές» δημιουργούν μια αίσθηση πνιξίματος και, κυρίως, βάρους. Αυτοί που υποστηρίζουν ότι «μας ψεκάζουν», πέρα από τη σχεδόν μεταφυσική εξήγηση που παραθέτουν, αναγνωρίζουν τη κυριαρχία ενός συλλογικού βιώματος συνεχούς θολούρας στον εγκέφαλο. Η συγκέντρωση έχει γίνει δύσκολη, και οι διαφόρων τύπων δουλειές πιο κουραστικές και χρονοβόρες.

Πάνε χρόνια τώρα που το «κάθε μέρα» βαραίνει, αθροιστικά. Γιατί το «κάθε μέρα» απαιτεί άπειρες και συνεχείς κινητοποιήσεις, ατομικές και συλλογικές. Κινητοποιήσεις ορατές, στους δρόμους, στις πορείες, σε συζητήσεις, σε δράσεις, διαμαρτυρίες. Και κινητοποιήσεις αόρατες, καθώς δεν καταγράφονται οι αυτοκτονίες που αποτράπηκαν, οι άρρωστοι που υποφέρουν λίγο λιγότερο, δεν καταμετρούνται οι τρόποι που χιλιάδες άτομα και δίκτυα, κινούνται καθημερινά για να είμαστε λίγο καλύτερα: πρόκειται για χρόνο και χώρο που διατίθενται σε κάποιους άλλους, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, οργανωμένα ή άτυπα, για να γίνει πιο υποφερτό το «κάθε μέρα» όλων μας, για να είμαστε λιγότερο θλιμμένοι και θλιμμένες.

Σ’ αυτή τη δύσκολη καθημερινότητα ο καναπές γίνεται απαραίτητος για να ανακτήσουμε δυνάμεις, για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το βαρύ «κάθε μέρα». Οι άνθρωποι δεν είναι μηχανές, και όταν τα σώματα και τα πνεύματα καταρρέουν ζητούμενο δεν μπορεί παρά να είναι η ανάπαυλα. Πέρα από την ξεκούραση και το άδειασμα του μυαλού, ο καναπές μπορεί να είναι και ο χρόνος και ο χώρος της επαφής και της περισυλλογής. Μπορεί να είναι ο χρόνος και ο χώρος που μιλάς με την οικογένειά σου και βλέπεις τα παιδιά σου, μπορεί να είναι η ώρα του γέλιου και της χαλάρωσης με φίλους. Ο καναπές μπορεί να είναι χρόνος πολιτικής κριτικής, χλευασμού και απαξίωσης των δελτίων ειδήσεων. Επίσης, ο καναπές μπορεί να είναι ο χρόνος που ενημερωνόμαστε, διαβάζουμε, σκεφτόμαστε για το σήμερα και το αύριο, ή που μιλάμε, συζητάμε και ανταλλάσσουμε απόψεις.

Ο καναπές, ένας καφές, μια γιορτή, ένα γέλιο μπορεί να είναι το κομμάτι του χρόνου και του χώρου που ξεκλέβουμε και επανοικειοποιούμαστε, σηματοδοτώντας μια παύση από το χρόνο που μας επέβαλλαν, μια μικρή παύση σε μια καθημερινότητα συνεχούς άγχους για το αύριο. Αυτοί οι χρόνοι και χώροι μπορεί να είναι αναγκαίοι για να επεξεργαστούμε το «εδώ και τώρα», να πάρουμε μια ανάσα για να δούμε πιο καθαρά όλα τα τραγικά που μας περιτριγυρίζουν. Αυτοί οι χρόνοι μπορεί να αποτελούν μικρά, καθημερινά «ως εδώ», να είναι μέρος μιας άρνησης στο εδώ και τώρα της επιβολής ενός καθεστώτος εξαίρεσης. Γι’ αυτό ας μην τα απαξιώνουμε τόσο, ας μην απαξιώνουμε τις ανάσες, τους αργούς χρόνους και αυτά που μπορεί να φέρουν.

ΙΙ. Ο αργός χρόνος των πολλών

Η αντιπαράθεση μεταξύ αγορών και πολιτικής («οι πολιτικές αποφάσεις καθυστερούν… οι αγορές δεν μπορούν να περιμένουν….»), αφορά μια σύγκρουση για τον χρόνο, γι’ αυτό η μάχη είναι εξαρχής άνιση. Ο χρόνος των αγορών είναι ομοιόμορφος και κενός· όσο πιο σύντομος συνήθως τόσο πιο επικερδής. Η πολιτική, αντίθετα, όσο πιο ανοικτή και συμμετοχική τόσο πιο χρονοβόρα. Οι διαβουλεύσεις (χωρίς εισαγωγικά) χρειάζονται χρόνο όχι μόνο για να εκθέσουμε ό,τι εμείς έχουμε σκεφτεί, αλλά και για να ακούσουμε αυτά που ενδιαφέρουν τον άλλον ή την άλλη να πει. Και μετά να το ξανασκεφτούμε και να το ξανασυζητήσουμε. Ναι, ο διάλογος και η δημοκρατία χρειάζονται χρόνο, στοιχείο ιδιαίτερα προβληματικό όταν εμποδίζει τις αγορές να τρέχουν ακόμα πιο γρήγορα.

Αν «ο χρόνος είναι χρήμα» τότε η συνεχής εντατικοποίηση, η συμπίεση των χρόνων, η μείωση της σημασίας του χώρου είναι ο μόνη δυνατή επιλογή, ο μόνος πιθανός δρόμος. Στην καθημερινότητα, όμως, η οικονομίστικη αντίληψη του χρόνου συγκρούεται με τον χρόνο (και τον χώρο) ως βίωμα, με τους ρυθμούς του σώματος, με συλλογικές ανάγκες που δεν κρίνονται αρκετά παραγωγικές ή λειτουργικές από το οικονομικό σύστημα. Μ’ αυτή την έννοια τα μέτρα που επιβάλλονται στοχεύουν να αναγκάσουν τους «τεμπέληδες του Νότου» να πειθαρχήσουν στον εντατικοποιημένο ρυθμό των αγορών, και άρα να τυποποιήσουν περισσότερο τον χρόνο και τον χώρο (τους) ώστε να μπορούν να γίνουν περισσότερο εκμεταλλεύσιμοι κι επικερδείς. Γι’ αυτό οι επενδύσεις φαστ τρακ έρχονται ως απάντηση στα κινήματα που υπερασπίζονται τον βιωμένο χώρο, της γειτονιάς, ενός πάρκου, ενός δάσους, μιας περιοχής.

Στην καθημερινότητα συντελείται μεγάλο μέρος της πολιτικής επαφής, ζύμωσης, ώσμωσης και διαπραγμάτευσης: στο καφενείο, στο δρόμο, στο τρόλεϊ, στο ψιλικατζίδικο, στα κοινωνικά δίκτυα, στη λαϊκή, στη γειτονιά, στη δουλειά… Και η κοινωνία σήμερα μπορεί να φαίνεται μουδιασμένη, αλλά μιλάει γι’ αυτό, στην καθημερινότητά της μιλάει για την πολιτική, για τα διεθνή και εγχώρια οικονομικά, για το σήμερα και το αύριο. Και ενημερώνεται, και ακούει, και σκέφτεται, και συζητάει. Κι αυτό είναι καλό αλλά, δυστυχώς, χρειάζεται χρόνο, χρόνο «αργό».

Το σύνθημα «οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη», εκτός των άλλων, σημαίνει την υπεράσπιση των διαφορετικών χρόνων και χώρων των πολλών ενάντια στον ομοιόμορφο κενό χρόνο και χώρο του κεφαλαίου. Ο χρόνος των πολλών είναι αργός γιατί περιλαμβάνει πολλούς διαφορετικούς χρόνους, τόπους και ρυθμούς, πολλές διαφορετικές ανάγκες. Η απαξίωση του «αργού», άχρηστου, χρόνου αποτελεί συστατικό χαρακτηριστικό του κυρίαρχου συστήματος, ακριβώς γιατί μπορεί να συμπεριλάβει όλους και όλες και όχι μόνο τους λίγους και πιο «γρήγορους».

ΙΙΙ. «Καλά, και πώς ζείτε;»

Πριν αρκετό καιρό, σε μια κουβέντα με φίλους από το εξωτερικό, κι αφού είχα σκιαγραφήσει με μελανά χρώματα την κατάσταση στην Ελλάδα, την ανεργία, τις μειώσεις στους μισθούς, τους αβάστακτους φόρους, τον παραλογισμό, ήρθε η ερώτηση: «Καλά, και πώς ζείτε;». Μα, θα μου πείτε: «Δεν ζούμε, προσπαθούμε να επιβιώσουμε». Ναι, ακόμα κι έτσι. (Προφανώς και οι κυβερνώσες ελίτ τα ίδια σκέφτονται, για άλλους βέβαια λόγους.)

Και δεν είναι μόνο το πώς ζούμε, αλλά και το πώς δεν έχουμε σφαχτεί μεταξύ μας, για λίγο φαγητό, για μια δουλειά, για μια ιδέα που υπόσχεται κάτι λίγο καλύτερο, τουλάχιστον σε εμάς. Θα μου πείτε: Ε, ψιλοσφαζόμαστε. Ναι, συμφωνώ, αλλά θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα. Ακόμα και η εγκληματικότητα και η βία, δεδομένων των συνθηκών και της φτώχειας, θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερες.

Επιβιώνουμε λοιπόν και δεν έχουμε αλληλοσφαχτεί (τουλάχιστον ακόμα), χάρις στην αυτοοργάνωσή μας, χάρις στα δίκτυα στήριξης κι αλληλεγγύης, οικογενειακά, φιλικά, συλλογικά, οργανωμένα ή άτυπα. Από τις νοικοκυρές που αφήνουν φαγητό στους σκουπιδοντενεκέδες, μέχρι το Μητροπολιτικό Ιατρείο του Ελληνικού, χιλιάδες άνθρωποι με διαφορετικούς τρόπους έχουν συμβάλει ώστε αυτή η κοινωνία να μην κατασπαράξει τις σάρκες της, κυριολεκτικά.

Το γεγονός ότι η αυτοοργάνωση και η αλληλεγγύη στην καθημερινότητα μπορούν να εμφανιστούν άτυπα δεν μειώνει το γεγονός ότι οι αξίες αυτές ισχυροποιούνται μέσα από ποικίλες πρακτικές. Η προσέγγιση του «άλλου» στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι ανοικτή και χωρίς διακρίσεις. Και πιθανώς αυτές οι πρακτικές να ενισχύονται γιατί στηρίζονται σε στοιχεία μιας σύνθετης πολιτισμικής παράδοσης που περιλαμβάνει θετικές μνήμες επαφής με το διαφορετικό και πολλές φορές επιβάλει την αλληλοβοήθεια.Και σίγουρα αυτές οι πρακτικές ισχυροποιούνται στο σήμερα γιατί έχουν προηγηθεί δύο τουλάχιστον δεκαετίες έντονων κινηματικών ζυμώσεων, δράσεων, συζητήσεων, επαφών με το εξωτερικό και στο εσωτερικό. Αυτοί οι χρόνοι και χώροι, οι πρακτικές και τα βιώματα που γέννησαν, τα μικρά λιθαράκια, είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την οικοδόμηση μιας καλύτερης, δικαιότερης, κοινωνίας. Γιατί το αύριο, όποιο κι αν είναι, καθορίζεται από τις αξίες που ενισχύονται στο σήμερα.

Γι’ αυτό νομίζω ότι θα έπρεπε να χαιρόμαστε περισσότερο για τα τόσα πολλά, μικρά και μεγάλα, παραδείγματα (ή αλλιώς χρόνους και χώρους) αντίδρασης, αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης, για όσα έχουν συμβεί και συμβαίνουν μέσα στην καθημερινότητά μας, για τις εμπειρίες που την μπολιάζουν: για τις καθαρίστριες, για το πείραμα της ανοιχτής ΕΡΤ, για τα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα, για τις τόσες συζητήσεις που γίνονται, για αυτά που μας έμαθε το Σύνταγμα, για τους/τις διοικητικούς, τους/τις εκπαιδευτικούς, τους/τις γιατρούς και τους/τις χιλιάδες δημόσιους υπαλλήλους που προσπαθούνε να διορθώσουν τις αδικίες του συστήματος, για αυτές και αυτούς που αντέχουν και ξημεροβραδιάζονται στους δρόμους και στις συναντήσεις, για όσους συντρέχουν στις καραβιές των μεταναστών, για όσες αφήνουν φαγητό και ρούχα δίπλα στους κάδους…

Όλα αυτά να τα αναγνωρίζουμε. Αν δεν υπήρχαν, θα έπρεπε όντως να μεταναστεύσουμε, να πάμε στους φαντασιακούς εκείνους τόπους, που-πάντα-όλα-είναι-καλύτερα-από-δω. Και ναι, προφανώς αυτή είναι μια αισιόδοξη άποψη, αλλά είναι από θέση αισιόδοξη. Αν δεν βλέπουμε στο σήμερα κομμάτια και όψεις του κόσμου που οραματιζόμαστε, μαζί με τις αδυναμίες του/μας, το αύριο δεν θα το δούμε ποτέ.

Η Μαρία Χαϊδοπούλου Βρυχέα είναι δρ πολιτισμικής γεωγραφίας. Από τις εκδόσεις νήσος κυκλοφορεί το βιβλίο της «Για τη σημασία της καθημερινότητας».

Πηγή: ενθέματα