της Δήμητρας Σπανού
Από την περασμένη Πέμπτη παρακολουθούμε τις διαρκείς εξελίξεις στην τραγική δολοφονία της Ρέεβα Στέενκαμπ, που πέθανε ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου από τις σφαίρες του συντρόφου της Όσκαρ Πιστόριους. Τι είναι όμως αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη υπόθεση να αξίζει της προσοχής μας σε σχέση με τα πολλά άλλα εγκλήματα κατά των γυναικών;
Αυτό που προκάλεσε το ενδιαφέρον των μέσων διεθνώς είναι ότι μια όμορφη και αρκετά διάσημη γυναίκα πέθανε από το χέρι ενός ακόμα πιο διάσημου άντρα. Ενός λευκού στη Νότια Αφρική -το τονίζω- και μάλιστα εθνικού ήρωα και γνωστού διεθνώς αθλητή.
Σε κάποια πηγαδάκια άκουσα ότι φταίει η αναπηρία του. Όπως πάντα, τα τραγικά εγκλήματα οφείλονται σε ψυχολογικά προβλήματα, γιατί οι λεγόμενοι “καθημερινοί” άντρες δεν βιάζουν ή σκοτώνουν. Ίσως ζήλευε, ίσως ένιωθε μειονεκτικά, κοκ. Ακούγοντας δε τις διάφορες ανταποκρίσεις μαθαίνουμε και για άλλες εικασίες, όπως ότι μπορεί να ήταν υπό την επήρεια ουσιών ή να ζήλευε τη σύντροφό του. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι, βασικά, δεν μας νοιάζει. Αν είχε προβλήματα, ας τα αντιμετώπιζε.
Το λυπηρό με όλες αυτές τις εικασίες είναι ότι συγκρίνουν πάντα τον θύτη με έναν ιδεατό άντρα, που φέρει τα γνωστά χαρακτηριστικά του πετυχημένου λευκού, αρτιμελή, ετεροφυλόφιλου κτλ ώστε να εξηγήσουν τη συμπεριφορά του με βάση κάποια υποτιθέμενη έλλειψη. Τι κι αν ο Πιστόριους είναι ολυμπιονίκης και έχει πετύχει μοναδικά ρεκόρ; Δεν μπορεί, κάποιο κουσούρι θα του έχει αφήσει η “έλλειψή” του, αλλιώς δεν θα σκότωνε. Αυτού του είδους οι εξηγήσεις είναι μεν κατανοητές, ως απόπειρες εκλογίκευσης τέτοιων ενεργειών. Παραλείπουν όμως το γεγονός ότι αυτός ο ιδανικός άντρας δεν υπάρχει.
Σε πολλές περιπτώσεις κοινωνίες “σοκάρονται” όταν άντρες που θεωρούνται “καλά παιδιά”, “καθημερινοί”, “καλοί οικογενειάρχες”, “που τα έχουν όλα” προβαίνουν σε αντίστοιχες πράξεις. Είναι πράγματι εντυπωσιακή η διαπίστωση ότι οι κοινωνίες ακόμη σοκάρονται με τέτοιου είδους αποκαλύψεις. Αυτό δε σημαίνει ότι κάθε άντρας είναι ένας εν δυνάμει βιαστής ή δολοφόνος, αλλά πως ένας βιαστής ή δολοφόνος γενικά δεν φοράει μια ταμπέλα στο κούτελο που να δηλώνει τις προθέσεις του. Αυτοί/ες που φαντάζονται ανθρωπόμορφα τέρατα με κόκκινα μάτια και γαμψά νύχια ουσιαστικά αδυνατούν να αναγνωρίσουν το πρόβλημα της έμφυλης βίας ως τέτοιο.
Κι εδώ οφείλουμε να τονίσουμε τον ρόλο τον μίντια. Αν ο Πιστόριους δεν ήταν ένας διεθνούς φήμης αθλητής, τότε δεν θα μαθαίναμε ποτέ για αυτή τη δολοφονία. Όπως δεν μάθαμε για τον ομαδικό βιασμό και άγρια δολοφονία της Anene Booysen που συνέβη στις 2 Φλεβάρη στην ίδια χώρα. Το περιστατικό προκάλεσε οργή και αποτέλεσε αφορμή να ξανασυζητηθεί το ζήτημα της έμφυλης βίας, που αποτελεί ένα κυριολεκτικά ανεξέλεγκτο φαινόμενο στη Νότια Αφρική. Στην Ελλάδα, τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά. Ο βιαστής στην Ξάνθη προβλήθηκε γιατί δολοφόνησε άγρια την κοπέλα. Όταν όμως κατηγορήθηκε στο παρελθόν για απόπειρα βιασμού, πόσοι/ες το έμαθαν; Η υπόθεση του κατά συρροή βιαστή τουριστριών, γνωστού με το μιντιακό παρατσούκλι “βιαστής με την τυρόπιτα” έγινε περισσότερο γνωστή εξαιτίας της συνηγόρου του, παρά για αυτό που είναι. Τέλος, πόσες φορές κάποιος σκοτώνει τη σύντροφό του και αυτοκτονεί και αυτό χαρακτηρίζεται ως “έγκλημα πάθους”, για να μην αναφέρουμε και όλες τις περιπτώσεις που τα μέσα ανακαλύπτουν “δράκους” ή “τέρατα”. Μόνη εξαίρεση η περίπτωση της Ινδίας, όπου τα μίντια αναγκάστηκαν να καλύψουν το θέμα λόγω των μαζικών διαδηλώσεων που στρέφονταν ενάντια στην κουλτούρα του βιασμού και απαιτούσαν συνολική αλλαγή αντιλήψεων. Ακόμα κι εκεί όμως, συχνά προβλήθηκε η εικόνα ότι οι Ινδοί έχουν κάποιο μονοπώλιο στη βία κατά των γυναικών, σε αντίθεση με τις δυτικές, πολιτισμένες κοινωνίες. Επιπλέον, από τη στιγμή που έγιναν συλλήψεις και ξεκίνησε η δίκη, τα νέα που μαθαίνουμε είναι ελάχιστα. Το πιο πιθανό είναι πως η επόμενη είδηση για αυτό το τραγικό θέμα θα είναι όταν κρεμάσουν τους ενόχους.
Σε όλες αυτές τις -ενδεικτικές- περιπτώσεις αυτό που κυριαρχεί δεν είναι ούτε η συζήτηση για δικαίωση των θυμάτων ούτε ο προβληματισμός για τη βία κατά των γυναικών. Για τη μεταχείριση των περιστατικών κακοποίησης από τα μέσα πράγματι πολλά μπορούν να γραφτούν, που θα γέμιζαν σελίδες επί σελίδων… Καταρχάς, η επιλογή του ποιά περιστατικά θα προβληθούν γίνεται ανάλογα με το πόσο θα πουλήσουν. Έπειτα, ο τρόπος που προβάλλεται η κάθε είδηση με λέξεις όπως “συγκλόνισε” και “σόκαρε”, “δράκος” και “έγκλημα πάθους” ώστε να αποτελέσει ένα ελκυστικό προϊόν, υπονοεί πως κάθε περιστατικό είναι μεμονωμένο και αποτελεί μια εξαίρεση στην κανονικότητα, μια μικρή παρεκτροπή. Ο κανιβαλισμός των θυμάτων δε -εδώ είναι μακρύς ο κατάλογος- το μόνο που καταφέρνει είναι να παρουσιάσει το έγκλημα ως μια πράξη “κατανοητή” (π.χ. τον απατούσε-τη σκότωσε).
Αυτή η αντιμετώπιση το μόνο που πετυχαίνει είναι να συσκοτίζει το πρόβλημα, να αποκρύπτει τις πραγματικές διαστάσεις και να καλλιεργεί λάθος αντιλήψεις, σαν αυτές που περιγράφτηκαν στην αρχή. Έτσι, κάθε περιστατικό, αντί να αποτελέσει αφορμή για σκέψη ή και δράση, χωνεύεται αμάσητο από ένα ηδονοβλεπτικό κοινό που αγωνιά να επαληθεύσει ότι “αυτά είναι μεμονωμένα” και “συμβαίνουν αλλού”. Προτιμούμε τα “τέρατα” από την παραδοχή ότι υπάρχει πρόβλημα. Όμως, ένας ολυμπιονίκης, έξι φτωχοί Ινδοί και ένας μανάβης στην Ξάνθη μπορεί να έχουν περισσότερα κοινά από όσα φανταζόμαστε. Όπως η Ρέεβα Στέενκαμπ και η Ανένε Μπόυσεν έχουν περισσότερα κοινά από το ότι ζούσαν στην ίδια χώρα -αν και σε διαφορετικούς κόσμους- και η πρώτη είχε ποστάρει ένα σχόλιο για τον θάνατο της δεύτερης στα social media.
Σε φωτογραφίες από το δικαστήριο είδαμε τον Πιστόριους να κλαίει. Φυσικά και κλαίει, σκότωσε έναν άνθρωπο που υποτίθεται αγαπούσε, πράγμα για το οποίο δεν έχουμε λόγο να αμφιβάλουμε. Κάτι ξέρουν άλλωστε όλοι αυτοί που αφού σκοτώσουν την αγαπημένη τους αυτοκτονούν. Αυτό όμως δεν πρέπει να αποτελέσει ελαφρυντικό ή δικαιολόγηση της πράξης. Αυτοί που βιάζουν, κακοποιούν ή δολοφονούν είναι όντως τέρατα, ασχέτως με το πόσο γνωστοί ή καθημερινοί ή καλά παιδιά είναι. Οι ένοχοι πρέπει να τιμωρούνται, όμως πρέπει και σαν κοινωνίες να ασχοληθούμε επιτέλους με το βασικό ερώτημα, γιατί αυτές οι πράξεις συμβαίνουν καθημερινά και πώς θα τις απαλείψουμε. Και καλό είναι να γίνει επιτέλους αυτός ο διάλογος δημόσια.