Η Σύλβια Πλαθ μωρό με τους γονείς της, Αουρέλια και Όττο. Φωτογραφία: Smith College/Mortimer Rare Book Room
της Σοφίας Ξυγκάκη
Από την ψυχανάλυση στους φακέλους του FBI
Η πατρική μορφή εμφανίζεται σε όλο το ποιητικό έργο της Πλαθ: στα πρώτα ποιήματα σπαρακτικά, ως οδυνηρή απώλεια, αλλά και ως τρυφερή ανάκληση ταυτισμένη με τον γενέθλιο τόπο που η οικογένεια θα εγκαταλείψει οριστικά το 1942, μετά τον θάνατο του πατέρα∙ στη συλλογή Άριελ, κυρίως στο ποίημα Μπαμπάς που παρουσιάζουμε εδώ, η μορφή του ξεπροβάλλει απειλητική, κυριαρχική, γκροτέσκα, ενώ ο ρυθμός του ποιήματος παραπέμπει σε nursery rhyme, δηλαδή σε παιδικό νανούρισμα.
Ο Όττο Πλαθ, πατέρας της Σύλβια Πλαθ, είχε γεννηθεί το 1885 στο Grabow, μια κωμόπολη της Γερμανίας που, αργότερα, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, θα βρεθεί στον λεγόμενο Πολωνικό Διάδρομο, τη λωρίδα που αναγκάστηκε η Γερμανία να παραχωρήσει στη Πολωνία και στη συνέχεια θα γινόταν η αφορμή που θα πυροδοτούσε την έναρξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. Η εθνικότητά του θεωρείται αβέβαιη καθώς οι γονείς ήταν Γερμανοί αλλά η μία γιαγιά Πολωνή. Έφηβος μεταναστεύει με τους παππούδες στην Αμερική που χρηματοδοτούν τις σπουδές του, με την προϋπόθεση να γίνει λουθηριανός ιερέας. Εγκαταλείποντας αυτό το σχέδιο, έρχεται σε οριστική ρήξη με την οικογένεια του και σπουδάζει βιολογία, εντομολογία και γερμανική φιλολογία, ενώ το παρατσούκλι του είναι “bienenkӧnig”, βασιλιάς των μελισσών, εξαιτίας της ενασχόλησης του με αυτές. Θα διδάξει για πολλά χρόνια στο Boston University. Όταν πεθαίνει το 1940 από επιπλοκές του διαβήτη η κόρη του είναι 8 χρονών.
Η Πλαθ σε μια εκπομπή στο BBC είχε δώσει μια φροϋδική ερμηνεία του συγκεκριμένου ποιήματος: «η φωνή του ποιήματος ανήκει σε μια κοπέλα με το σύνδρομο της Ηλέκτρας. Ο πατέρας της πέθανε όταν αυτή τον θεωρούσε θεό. Η κατάσταση περιπλέκεται και από το γεγονός ότι ο πατέρας της ήταν ναζιστής και η μητέρας της πιθανότατα λίγο Εβραία. Στην κόρη οι δυο τάσεις συγκρούονται και αλληλοεξουδετερώνονται – αυτή θα πρέπει να ζήσει την τρομερή μικρή αλληγορία για ακόμη μια φορά πριν απαλλαγεί απ’ αυτήν».
Πολλές ερμηνείες του ποιήματος είναι ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης: η αναφορά στο πόδι παραπέμπει στη γάγγραινα και την κατάσταση υγείας του Πλαθ που ο ίδιος παραμέλησε προκαλώντας τον θάνατο του, εγκαταλείποντας έτσι την κόρη του, ενώ σε άλλα σημεία η εικόνα του πατέρα ταυτίζεται με αυτήν του συζύγου Τεντ Χιουζ.
Μετά τη δημοσίευση του ποιήματος υπήρξαν πολλές αναφορές στην ιδεολογία του Όττο Πλαθ, χωρίς στοιχεία∙ πρόσφατα, μάλιστα, με αφορμή την επέτειο θανάτου της Σύλβια Πλαθ, άρθρο ελληνικού σάιτ χαρακτήρισε τον πατέρα της «εξόριστο ναζιστή», ισχυρισμός εκτός από ακατανόητος και αβάσιμος. Αλλά και το ότι η Πλαθ τον αποκαλεί ναζιστή, μεταφορικά, εξαιτίας του αυταρχικού του χαρακτήρα και των αυστηρών παιδαγωγικών μεθόδων του, μοιάζει, επίσης, αυθαίρετος αφού, σύμφωνα με το βιογραφικό του, υπήρξε θερμός υποστηρικτής της μοντεσσοριανής αγωγής, σε αντίθεση με τη μητέρα της Πλαθ, Αουρέλια, η οποία ήταν υπέρ της παραδοσιακής παιδαγωγικής μεθόδου.
Μόλις πριν από δύο χρόνια, έγινε γνωστός ένας φάκελος του FBI* σύμφωνα με τον οποίο, στις αρχές του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου, είχε έντονα πιθανολογηθεί ότι ο Όττο Πλαθ έτρεφε φιλογερμανικά αισθήματα, καθώς είχε δηλώσει στους ανακριτές ότι μετά το τέλος του πολέμου θα ήθελε να επιστρέψει στη Γερμανία∙ και παρόλο που είχε έρθει στις ΗΠΑ «λόγω των καλύτερων συνθηκών», στη συνέχεια είχε υπερασπιστεί την πατρίδα του λέγοντας ότι κάποια πράγματα ήταν σάπια στη Γερμανία, όμως ο Γερμανικός λαός δεν ήταν εξολοκλήρου σάπιος.
Οι μελετητές του έργου του Όττο Πλαθ ξαφνιάστηκαν με τις κατηγορίες, όπως και η Heather Clark, συγγραφέας μιας νέας βιογραφίας της Πλαθ, που τις απορρίπτει χαρακτηρίζοντάς τον ειρηνιστή.
Μερικοί κριτικοί, τέλος, επεσήμαναν τη χρήση της λέξης root, ρίζα, στο ποίημα, ως το αντίθετό της, uproot, κάνοντας άμεση νύξη στην εμπειρία του ξένου και της εκρίζωσης, όχι μόνο του Πλαθ και της γυναίκας του Αουρέλια, που επίσης λόγω της αυστριακής καταγωγής της είχε βιώσει από μικρή σκληρή αντιμετώπιση, αλλά βέβαια και της ίδιας της Σύλβια Πλαθ.
* http://www.theguardian.com/books/2012/aug/17/sylvia-plath-otto-father-files
[youtube width=”640″ height=”380″]http://youtu.be/6hHjctqSBwM[/youtube]
Μπαμπάς
Δεν κάνεις πια, δεν κάνεις
πια, μαύρο παπούτσι
που μέσα σου έζησα σαν πόδι
τριάντα χρόνια, κάτασπρο και φτωχό,
χωρίς να τολμώ να ανασάνω ή να φταρνιστώ.
Μπαμπά, έπρεπε να σε σκοτώσω.
Πέθανες προτού προλάβω —
ασήκωτος σαν μάρμαρο, ένα τσουβάλι γεμάτο Θεό,
αποτρόπαιο άγαλμα με ένα δάχτυλο ποδιού μελανό
μεγάλο σαν φώκια του Φρίσκο
και το κεφάλι στον φρικτό Ατλαντικό
όπου η βροχή βάφει πράσινο το κυανό
στα νερά έξω απ’ το όμορφο Nauset.
Προσευχόμουν να σε ξαναβρώ.
Ach, du.
Στη γερμανική γλώσσα, στην πολωνική πόλη
που ισοπέδωσε ο οδοστρωτήρας
του πολέμου, του πολέμου, του πολέμου.
Όμως το όνομα της πόλης είναι κοινό.
Η Πολωνέζα φίλη μου
είπε πως υπάρχουν ντουζίνες δυο
κι έτσι ποτέ δεν μπόρεσα να βρω
το ίχνος σου, τη ρίζα σου
ποτέ δεν μπόρεσα αυτά που ήθελα να σου πω.
Η γλώσσα μου κολλούσε στον ουρανίσκο.
Κολλούσε σε θηλιά από σύρμα αγκαθωτό.
Ich, ich, ich, ich.
Λέξη δεν μπορούσα να αρθρώσω σχεδόν.
Εσένα έβλεπα σε κάθε Γερμανό.
Κι η γλώσσα αισχρή
μια ατμομηχανή, μια ατμομηχανή
σαν να ήμουν Εβραία μ’ έπαιρνε μακριά από δω.
Μια Εβραία στο Νταχάου, στο Άουσβιτς, στο Μπέλσεν.
Άρχισα σαν Εβραία να μιλώ.
Εβραία πως θα ‘μαι θαρρώ.
Τα χιόνια του Τιρόλου, η κρυστάλλινη μπίρα της Βιέννης
ούτε το ‘να ούτε τ’ άλλο απόλυτα καθαρό ή αληθινό.
Με την τσιγγάνα προγιαγιά μου το αλλόκοτο μου ριζικό
και τα χαρτιά μου τα ταρό και τα χαρτιά μου τα ταρό
λιγάκι Εβραία πως είμαι θαρρώ.
Πάντα σε φοβόμουν εγώ,
με τη Lufrwaffe σου, τ’ αλαμπουρνέζικά σου.
Το μικρό σου το μουστάκι
και το άριο μάτι σου, γαλάζιο φωτεινό.
Panzer-man, Panzer-man, αχ Εσύ —
δεν είσαι Θεός παρά σβάστικα μαύρη
που κρύβει ολόκληρο τον ουρανό.
Όπως όλες οι γυναίκες έναν φασίστα αγαπώ,
την μπότα στο πρόσωπο, την κτηνώδη
κτηνώδη καρδιά ενός κτήνους σαν εσένα.
Στέκεσαι στον πίνακα, Μπαμπά,
στη φωτογραφία που κρατώ,
δεν έχεις δίχηλη οπλή παρά πιγούνι σχιστό
κι όμως διάβολος είσαι σωστός
είσαι ο άντρας ο σκοτεινός
που την όμορφη κόκκινη καρδιά μου έσκισε στα δυο.
Όταν σ’ έθαψαν ήμουν δέκα χρονών
και στα είκοσι προσπάθησα να σκοτωθώ
για να έρθω πίσω, πίσω σε σένα.
Και στα κόκαλα ακόμη θα μπορούσα να αρκεστώ
μα με ανάγκασαν όρθια ξανά να σταθώ
και με κόλλα με συναρμολόγησαν.
Κι έπειτα βρήκα ποιο ήταν το σωστό.
Έφτιαξα ένα μοντέλο με σένα ολόιδιο
έναν άντρα με μαύρα και βλέμμα Meinkampf
και μια κλίση στον πόνο και το μαρτύριο.
Και τον παντρεύτηκα δίχως δισταγμό.
Κι έτσι μπαμπά, μπορώ τώρα τέλος να πω.
Το μαύρο τηλέφωνο ξερίζωσα απ’ την πρίζα
κι οι φωνές δεν θα έρπουν πια ως εδώ.
Τι να σκοτώνεις έναν άντρα, τι δυο —
τον βρικόλακα που παρίστανε εσένα
και ολόκληρη χρονιά μού ρουφούσε το αίμα
εφτά χρονιές, αν θες να μάθεις.
Μπαμπά, τώρα πια μπορείς ν’ αναπαυθείς.
Στην μαύρη σου καρδιά είναι μπηγμένο ένα παλούκι χοντρό
ποτέ δεν σε χώνεψε το χωριό.
Επάνω σου έστησαν τώρα χορό.
Σε είχαν καταλάβει απ’ την αρχή.
Μπαμπά, μπαμπά, μπάσταρδε, μπορώ τώρα τέλος να πω.
————————————————————————
Daddy
You do not do, you do not do
Any more, black shoe
In which I have lived like a foot
For thirty years, poor and white,
Barely daring to breathe or Achoo.
Daddy, I have had to kill you.
You died before I had time –
Marble-heavy, a bag full of God,
Ghastly statue with one gray toe
Big as a Frisco seal
And a head in the freakish Atlantic
Where it pours bean green over blue
In the waters off beautiful Nauset.
I used to pray to recover you.
Ach, du.
In the German tongue, in the Polish town
Scraped flat by the roller
Of wars, wars, wars.
But the name of the town is common.
My Polack friend
Says there are a dozen or two.
So I never could tell where you
Put your foot, your root,
I never could talk to you.
The tongue stuck in my jaw.
It stuck in a barb wire snare.
Ich, ich, ich, ich,
I could hardly speak.
I thought every German was you.
And the language obscene
An engine, an engine
Chuffing me off like a Jew.
A Jew to Dachau, Auschwitz, Belsen.
I began to talk like a Jew.
I think I may well be a Jew.
The snows of the Tyrol, the clear beer of Vienna
Are not very pure or true.
With my gipsy ancestress and my weird luck
And my Taroc pack and my Taroc pack
I may be a bit of a Jew.
I have always been scared of you,
With your Luftwaffe, your gobbledygoo.
And your neat mustache
And your Aryan eye, bright blue.
Panzer-man, panzer-man, O You–
Not God but a swastika
So black no sky could squeak through.
Every woman adores a Fascist,
The boot in the face, the brute
Brute heart of a brute like you.
You stand at the blackboard, daddy,
In the picture I have of you,
A cleft in your chin instead of your foot
But no less a devil for that, no not
Any less the black man who
Bit my pretty red heart in two.
I was ten when they buried you.
At twenty I tried to die
And get back, back, back to you.
I thought even the bones would do.
But they pulled me out of the sack,
And they stuck me together with glue.
And then I knew what to do.
I made a model of you,
A man in black with a Meinkampf look
And a love of the rack and the screw.
And I said I do, I do.
So daddy, I’m finally through.
The black telephone’s off at the root,
The voices just can’t worm through.
If I’ve killed one man, I’ve killed two –
The vampire who said he was you
And drank my blood for a year,
Seven years, if you want to know.
Daddy, you can lie back now.
There’s a stake in your fat black heart
And the villagers never liked you.
They are dancing and stamping on you.
They always knew it was you.
Daddy, daddy, you bastard, I’m through.
Σύλβια Πλαθ, 2012, Άριελ, μετάφραση Κατερίνα Ηλιοπούλου & Ελένη Ηλιοπούλου, σελ. 107. Εκδόσεις Μελάνι
Διαβάστε ακόμη