του Stuart Jeffries
Η ακτιβίστρια, φεμινίστρια και επαναστάτρια εξηγεί με ποιό τρόπο το ‘βιομηχανικό – σωφρονιστικό σύμπλεγμα’ ωφελείται από τους μαύρους, πώς ο Μπάρακ Ομπάμα δεν πρέπει να κατηγορείται για την απουσία προόδου στο ζήτημα της φυλής και γιατί η Μπιγιονσέ δεν είναι τρομοκράτης.
“Στις ΗΠΑ υπάρχει μια αδιάσπαστη συνέχεια στην αστυνομική βία που μας πηγαίνει πίσω στην εποχή της δουλείας, στον απόηχο της δουλείας, την ανάπτυξη της Κου-Κλουξ-Κλαν”, λέει η Άντζελα Ντέιβις. “Η προϊστορία αυτής της ρατσιστικής βίας είναι τόσο μεγάλη που το να φέρεις ένα άτομο ενώπιον της δικαιοσύνης δεν πρόκειται να διαταράξει όλο αυτό το ρατσιστικό εποικοδόμημα”.
Ρώτησα την καθηγήτρια, ακτιβίστρια, φεμινίστρια και επαναστάτρια, τη γυναίκα που ο Ρίτσαρντ Νίξον είχε αποκαλέσει τρομοκράτρια και την οποία ο Ρόναλντ Ρήγκαν είχε προσπαθήσει να διώξει από τη θέση της καθηγήτριας, αν ήταν οργισμένη που πρόσφατα δεν απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε έναν λευκό αστυνομικό για τον θανάσιμο πυροβολισμό ενός άοπλου μαύρου, του Μάικλ Μπράουν, στο Φέργκιουσον του Μιζούρι. “Το πρόβλημα με το να διώκεται ο κάθε δράστης ατομικά κάθε φορά στις πάμπολλες περιπτώσεις αστυνομικής βίας”, απαντάει η 70χρονη, “είναι ότι κάθε φορά εφευρίσκουμε τον τροχό και αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει ούτε καν μια αρχή για τον περιορισμό της ρατσιστικής αστυνομικής βίας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι δράστες δεν πρέπει να θεωρούνται υπεύθυνοι για τις πράξεις τους – φυσικά και πρέπει”.
Βρισκόμαστε στο Friends Meeting House στο Λονδίνο σε μια τελετή στη μνήμη του φίλου και συναδέλφου της Στιούαρτ Χολ, του μαύρου Βρετανού κοινωνιολόγου και θεωρητικού των πολιτισμικών σπουδών, που πέθανε τον περασμένο Φεβρουάριο. Ήταν ο Χολ, μου λέει, μαζί με τον μέντορά της, τον γερμανοεβραίο φιλόσοφο Χέρμπερτ Μαρκούζε, που την έκανε να σκεφτεί για τα δομικά ζητήματα κάθε πολιτικού αγώνα.
Η Ντέιβις δεν μένει απαθής μπροστά στην οργή που προκάλεσαν ορισμένες υποθέσεις αστυνομικής βίας εναντίον μαύρων, είτε πρόκειται για τις ταραχές στο Φέργκιουσον είτε για τις διεθνείς διαμαρτυρίες για τον θάνατο του Έρικ Γκάρνερ, που βρισκόταν υπό κράτηση, ή εκείνες για το θάνατο του Τράβιον Μάρτιν. Εστιάζει στην τελευταία για να κάνει ένα εμπρηστικό σχόλιο για τον εγγενή ρατσισμό στην Αμερική του Ομπάμα. Το 2012, μου θυμίζει, ο Μάρτιν, ένας μαύρος μαθητής, πυροβολήθηκε θανάσιμα σε μια περιφραγμένη κοινότητα στη Φλόριντα από τον Τζορτζ Τσίμερμαν, έναν λευκό συντονιστή των ομάδων περιφρούρησης της γειτονιάς. Ο Τσίμερμαν, που στη συνέχεια αθωώθηκε για τη δολοφονία του Μάρτιν, της θυμίζει “εκείνους που συμμετείχαν στο κυνήγι των σκλάβων την εποχή της δουλείας”.
“Πολλοί αρέσκονται στο να αντιμετωπίζουν τον Ομπάμα ως άτομο και να τον καθιστούν υπεύθυνο για την τρέλα που συνέβη”… Άντζελα Ντέιβις. Φωτογραφία: Richard Saker για τη Guardian
Είναι σίγουρο ότι η ζωή των Αφροαμερικανών το 2014 είναι καλύτερη από την εποχή της δουλείας; Η Ντέιβις δεν είναι η μόνη μαύρη διανοούμενη που δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξη. Ο πανεπιστημιακός καθηγητής Κορνέλ Γουέστ πρόσφατα δήλωσε ότι οι ΗΠΑ ακόμα έχουν σε ισχύ ένα “δικαστικό σύστημα αλά Τζιμ Κρόου” που “δεν αποδίδει δικαιοσύνη στους μαύρους και τους μελαμψούς”. Η Ντέιβις συμφωνεί. “Υπάρχει αυτός ο τεράστιος πληθυσμός που αντιμετωπίζει παρόμοιους περιορισμούς με αυτούς που έβαζε ο Νότος του Τζιμ Κρόου”, λέει. Οι νόμοι του φυλετικού διαχωρισμού που ίσχυαν μέχρι το 1965 στον αμερικανικό Νότο, εκεί όπου μεγάλωσε, μπορεί να έχουν καταργηθεί, όμως, όπως η Ντέιβις επισημαίνει, η ρατσιστική καταπίεση παραμένει.
Σημείο κλειδί αυτής της ρατσιστικής καταπίεσης, λέει η Ντέιβις, είναι αυτό που τόσο εκείνη όσο και άλλοι αριστεροί διανοούμενοι αποκαλούν ‘βιομηχανικό – σωφρονιστικό σύμπλεγμα’, η χυδαία και σιωπηλή συμμαχία μεταξύ του καπιταλισμού και ενός δομικά ρατσιστικού κράτους.
“Ο μαζικός και υπερβολικός εγκλεισμός μη λευκών γενικά στις ΗΠΑ συνεπάγεται την απουσία πρόσβασης σε βασικές δημοκρατικές πρακτικές και ελευθερίες. Γιατί οι κρατούμενοι/ες δεν μπορούν να ψηφίσουν, πρώην κρατούμενοι/ες σε τόσες πολιτείες δεν μπορούν να ψηφίσουν, άνθρωποι αποκλείονται από δουλειές αν έχουν ιστορικό φυλάκισης”.
Όμως, ούτε οι Βρετανοί πρέπει να εφησυχάζουν, μου λέει η Ντέιβις, “η αναλογία των μαύρων στις φυλακές στη Βρετανία είναι μεγαλύτερη από εκείνη στις ΗΠΑ”.
Αυτό δεν εκπλήσσει, σύμφωνα με τη φιλοσοφία της Ντέιβις. Για αυτήν, το βιομηχανικό – σωφρονιστικό σύμπλεγμα δεν είναι απλώς μια ρατσιστική αμερικάνικη μηχανή παραγωγής χρημάτων, αλλά ένα μέσο εγκληματοποίησης, δαιμονοποίησης και άντλησης κέρδους από τους πιο αδύναμους. “Νομίζω ότι είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό δεν είναι απλώς ένα φαινόμενο των ΗΠΑ, αλλά παγκόσμιο. Η ολοένα αυξανόμενη στροφή του κεφαλαίου από τις ανθρώπινες ανάγκες, τη στέγαση, την εργασία, την εκπαίδευση, σε άλλα πεδία κερδοφορίας σημαίνει την ύπαρξη μεγάλου αριθμού ανθρώπων παντού στον κόσμο που δεν μπορούν να επιβιώσουν. Μετατρέπονται σε πλεόνασμα και ως αποτέλεσμα αναγκάζονται να στραφούν σε πράξεις που χαρακτηρίζονται εγκληματικές. Έτσι φυλακές ξεφυτρώνουν σε όλον τον πλανήτη, συχνά με τη βοήθεια ιδιωτικών εταιρειών που αντλούν κέρδη από αυτούς τους πλεονάζοντες πληθυσμούς.
Αν ο δομικός ρατσισμός και η κρατική βία απέναντι στους Αφροαμερικανούς, που υποβοηθείται και υποκινείται από τον παγκόσμιο καπιταλισμό είναι τόσο αχαλίνωτοι όσο υποστηρίζει η Ντέιβις, τότε δεν την απογοητεύει που ο πρώτος αφροαμερικανός Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν παίρνει θέση όταν προκύπτουν υποθέσεις σαν αυτές που περιγράφει; Η Ντέιβις χαμογελάει και ανακαλεί μια συζήτηση που είχε με τον Χολ δύο μήνες πριν τον θάνατό του. “Συζητήσαμε για το ότι πολλοί αρέσκονται στο να αντιμετωπίζουν τον Ομπάμα ως άτομο και να τον καθιστούν υπεύθυνο για την τρέλα που συνέβη. Φυσικά και υπάρχουν πράγματα που ο Ομπάμα ως άτομο θα μπορούσε να είχε κάνει διαφορετικά -θα μπορούσε να είχε επιμείνει περισσότερο στο κλείσιμο του Γκουαντάναμο- αλλά οι άνθρωποι που επένδυσαν τις ελπίδες τους σε αυτόν προσέγγισαν εξαρχής με λάθος τρόπο τις πολιτικές προσδοκίες. Αυτό ήταν κάτι για το οποίο ο Στιούαρτ Χολ πάντα επέμενε – η αλλαγή του κόσμου είναι συλλογική διαδικασία”.
Η Ντέιβις στην πρώτη συνέντευξή της μετά την απελευθέρωσή της με εγγύηση το 1972. Φωτογραφία: Bettmann/Corbis
Δεν είναι σαν να αφήνει τον Ομπάμα να τη γλυτώσει; “Ίσως πρέπει πάντα να κατηγορούμε τους εαυτούς μας”, λέει. “Γιατί δεν έχουμε δημιουργήσει εκείνο το κίνημα που θα ασκούσε περισσότερη πίεση στον Ομπάμα και θα αναγκάζαμε την κυβέρνηση Ομπάμα να αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα; Μπορεί να είχαμε πετύχει ένα καλύτερο σχέδιο υγειονομικής περίθαλψης αν όσοι/ες από εμάς που πιστεύουμε ότι η περίθαλψη είναι ανθρώπινο δικαίωμα ήμασταν στους δρόμους, σε αντίθεση με το Tea Party”.
Αυτή είναι η κλασική Ντέιβις – προσφέρει μια δυνατή ανάλυση που, αντί να κατηγορεί τους άλλους, βάζει το ζήτημα της αλλαγής του κόσμου στα χέρια μας. Για όλα αυτά, η Ντέιβις ήταν η ριζοσπαστική φωνή του τέλους της δεκαετίας του ’60 και των αρχών του ’70 που αντιτάχτηκε στο κατεστημένο, αντιπαραβάλλοντας σε αυτό τον άνθρωπο· για όλα αυτά, το ακατάβλητο πνεύμα της και το εμβληματικό χτένισμά της, έγινε το πρότυπο για τις νέες Αφροαμερικανές, τις φεμινίστριες και κάθε μία/έναν με ριζοσπαστική συνείδηση. Αυτή είναι η κομβική της σημασία τώρα – μια γυναίκα που προσλαμβάνει τα πιο καυτά πολιτικά θέματα με την πιο απρόσμενη και συναρπαστική ματιά. Για παράδειγμα, μια μέρα πριν βρεθούμε σε μια διάλεξη που έδωσε σε ένα συνέδριο με τίτλο Policing the Crisis today στη μνήμη του Χολ στο Goldsmith’s μίλησε για τη ρατσιστική βία, εστιάζοντας στην υπόθεση της Μαρίσα Αλεξάντερ, που καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλακή επειδή έριξε μια προειδοποιητική βολή πάνω από το κεφάλι του εν διαστάσει άντρα της, που δεν έπαθε τίποτα και που της επιτέθηκε και απείλησε ότι θα τη σκοτώσει. “Ας αναρωτηθούμε τι το τόσο απειλητικό υπάρχει σε μια μαύρη γυναίκα στο Νότο των ΗΠΑ που προσπαθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι στην ενδοοικογενειακή βία”, λέει η Ντέιβις καθώς ολοκληρώνει την ομιλία της εν μέσω θερμού χειροκροτήματος.
Γιατί, τη ρωτάω την επόμενη μέρα, εστίασες στην περίπτωση της Αλεξάντερ; “Σπανίως ακούμε για τις γυναίκες”, απαντάει. “Το ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού των φυλακών είναι άντρες δεν σημαίνει ότι πρέπει να έχουμε ως αφετηρία τη δική τους εμπειρία”.
Η Ντέιβις εμπλέκεται από παλιά στις καμπάνιες ενάντια στις φυλακές, θεωρώντας τες βίαια ρατσιστικά ιδρύματα από τα οποία, εσχάτως, παράγονται πολλά κέρδη. Μετά την ομιλία της, όταν ερωτάται γιατί οι λευκοί αστυνομικοί που πυροβολούν μαύρους δεν πρέπει να αντιμετωπίζουν ποινές φυλάκισης, η Ντέιβις υπερασπίζεται τις θέσεις της λέγοντας ότι ο θεσμός των φυλακών “το μόνο που κάνει είναι να αναπαράγει το πρόβλημα που υποτίθεται ότι λύνει”. Όχι ότι έχει κάποια συγκεκριμένη απάντηση για τις εναλλακτικές στο βιομηχανικό – σωφρονιστικό σύμπλεγμα. “Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια προκαθορισμένη απάντηση, θέλω απλά να σκεφτούμε”.
Το πόστερ από τη δεκαετία του ’70 που προκηρύσσει την Ντέιβις ως καταζητούμενη. Φωτογραφία: Bettmann/Corbis
Κάποιος άλλος ρωτάει την Ντέιβις αν η Μπιγιονσέ είναι τρομοκράτης. Το ακροατήριο γελά, αλλά η ερώτηση είναι σοβαρή. Κατά τη διάρκεια ενός πάνελ νωρίτερα φέτος για την απελευθέρωση του μαύρου γυναικείου σώματος, η φεμινίστρια ακτιβίστρια μπελ χουκς περιέγραψε την Μπιγιονσέ ως τρομοκράτρια και αντι-φεμινίστρια που “συνεργούσε στην κατασκευή του εαυτού της ως δούλου”. Με μια διπλωματική απάντηση, η Ντέιβις είπε ότι της άρεσε που η Μπιγιονσέ είχε χρησιμοποιήσει αποσπάσματα της Νιγηριανής συγγραφέως Chimamanda Ngozi Adichie για τον φεμινισμό στο άλμπουμ της.
Την επόμενη μέρα την ρώτησα να μου πει περισσότερα. “Ό,τι προβλήματα κι αν έχω με την Μπιγιονσέ, μου φαίνεται τόσο παραπλανητικό και ανεύθυνο να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη για να την χαρακτηρίσω. Έχει χρησιμοποιηθεί για να ποινικοποιήσει απελευθερωτικούς αγώνες. Αλλά δεν χρησιμοποιούμε τη λέξη τρομοκρατία και τρομοκράτης για να περιγράψουμε την ιστορία των ΗΠΑ και τον ρατσισμό της εποχής πριν θεσπιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα”.
Σίγουρα ο τρόμος, αν αυτή είναι η λέξη, που δημιουργούνταν στους Αφροαμερικανούς όταν η Ντέιβις ήταν μικρό κορίτσι στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα πριν την κατοχύρωση των ίσων δικαιωμάτων, έχει χαραχτεί στη συνείδησή της. Γεννήθηκε το 1944 σε μια πόλη που θα γίνονταν γνωστή κατά τη διάρκεια των αγώνων για ίσα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, καθώς ενάντια στους Αφροαμερικανούς που ζητούσαν το δικαίωμα στην ψήφο εξαπολύονταν σκυλιά και αντλίες νερού -και ακόμα χειρότερα. “Μεγάλωσα σε μια εποχή όπου η απάντηση σε μια διαφυλετική ομάδα συζήτησης στην οποία συμμετείχα ήταν το κάψιμο της εκκλησίας που τη φιλοξενούσε. Μεγάλωσα σε μια εποχή όπου όταν οι μαύροι μετακόμιζαν στη λευκή γειτονιά απέναντι στο δρόμο όπου έμενα, βόμβες θα έσκαγαν στα σπίτια τους. Δεν έχω ακούσει ποτέ να χρησιμοποιείται η λέξη τρομοκρατία σε αυτό το πλαίσιο, αλλά, από την άλλη, χρησιμοποιείται για να εγείρει την αίσθηση του κινδύνου που έρχεται από κάπου εξωτερικά, χωρίς ποτέ να αναγνωρίζεται μέχρι ποιου βαθμού η ιστορία των ΗΠΑ είναι μια ιστορία τρομοκρατίας ενάντια στους ιθαγενείς πληθυσμούς, μια ιστορία τρομοκρατίας ενάντια στους ανθρώπους αφρικανικής καταγωγής”.
Η Ντέιβις με κοιτά και γελά: “Το να αποκαλείς την Μπιγιονσέ τρομοκράτη απλώς δεν γίνεται!”
Η λέξη ‘τρομοκράτης’ φέρει και έναν βαθύτερο, προσωπικό απόηχο. Έτσι την αποκάλεσε ο πρόεδρος Νίξον όταν, πριν από 44 χρόνια, ήταν στη λίστα των 10 πιο καταζητούμενων του FBI, μια φυγάς από την υποτιθέμενη δικαιοσύνη. Τελικά συνελήφθη και αντιμετώπισε κατηγορίες για συνωμοσία σε απαγωγή και φόνο, κατηγορίες για τις οποίες θα μπορούσε να εκτελεστεί. Στη δίκη της το 1972 αθωώθηκε, ενώ άλλοι συγκατηγορούμενοι, πρώην μέλη των Μαύρων Πανθήρων, για τους οποίους επιμένει ότι είναι πολιτικοί κρατούμενοι, ήταν λιγότερο τυχεροί. Ο Τζορτζ Τζάκσον, τον οποίο κάποτε αποκάλεσε σύζυγο “για μια ζωή” (αν και το ζευγάρι ποτέ δεν παντρεύτηκε), δεν είναι ανάμεσα σε αυτούς: σκοτώθηκε από πυρά το 1971 κατά τη διάρκεια μιας απόπειρας απόδρασης από τη φυλακή, τρεις μέρες πριν τη δίκη του για τη δολοφονία ενός λευκού φρουρού φυλακών. Η Ντέιβις έκτοτε δεν παντρεύτηκε ποτέ.
Τη ρωτάω για έναν άλλο Μαύρο Πάνθηρα, τον Άλμπερτ Γουντφοξ, φυλακισμένο για ένοπλη ληστεία και αργότερα καταδικασμένο μαζί με άλλους δύο για τη δολοφονία ενός φύλακα στο σωφρονιστικό ίδρυμα της Λουιζιάνα (γνωστό και ως φυλακή Αγκόλα)· τον προηγούμενο μήνα ο Γούντφοξ αθωώθηκε, αφού χρειάστηκε να αντέξει 42 χρόνια σε απομόνωση. “Φυσικά και είμαι χαρούμενη, ειδικά εφόσον για πολλά πολλά χρόνια συμμετέχω στην καμπάνια για την απελευθέρωση των Τριών της Αγκόλα, αλλά γιατί πήρε τόσο καιρό;”
Διαδηλωτές/τριες που διαμαρτύρονται για το φόνο του Μάικλ Μπράουν, Σεντ Λούις, Νοέμβριος 2014. Φωτογραφία: Jewel Samad
Αν οι Μαύροι Πάνθηρες ήταν ενεργοί το 2014, η Ντέιβις πιστεύει ότι “θα ήταν οι αποδέκτες του πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία”. Αναφέρει την Ασάτα Σακούρ, την ακτιβίστρια και υποστηρίκτρια των Μαύρων Πανθήρων που καταδικάστηκε πριν από 40 χρόνια ως συνένοχος στη δολοφονία ενός αστυνομικού και μπήκε στη λίστα των πιο καταζητούμενων νωρίτερα φέτος. “Νομίζω ότι η κίνηση να χαρακτηριστεί η Ασάτα ως τρομοκράτρια και να οριστεί αμοιβή $2εκ. για όποιον την πιάσει, πράγμα που σημαίνει ότι καθένας από τους μισθοφόρους από τις νέες ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας θα μπορούσε να ταξιδέψει στην Κούβα (όπου η Σακούρ ζει εδώ και 35 χρόνια), να την πιάσει και να τη φέρει πίσω για $2εκ, δεν είναι τόσο μια επίθεση στην Ασάτα -που φυσικά και είναι- αλλά ένα μήνυμα προς το μεγάλο αριθμό νέων ανθρώπων που ταυτίζονται με αυτή. Η αυτοβιογραφία της είναι πολύ δημοφιλής και νομίζω ότι το μήνυμα προς τη νεολαία σήμερα είναι: ‘Προσέξτε! Αν ανακατευτείτε με αγώνες, ριζοσπαστικά κινήματα, έτσι θα σας φερθούμε -θα σας αντιμετωπίσουμε σαν τρομοκράτες’”.
Ακόμα και έτσι, η Ντέιβις πιστεύει ότι οι άνθρωποι τώρα είναι πολύ πιο δυνατοί για να υποκύπτουν στους εκβιασμούς ενός τρομοκρατικού κράτους. “Είμαι πολύ, πολύ αισιόδοξη. Ακούω συνεχώς ανθρώπους να μιλάνε για την απάθεια των νέων, όμως όσοι/ες εμπλέκονται σε ριζοσπαστικά πολιτικά πρότζεκτ σήμερα στις ΗΠΑ είναι μάλλον περισσότεροι/ες από ότι τη δεκαετία του ‘60”.
Η ίδια αντλεί ελπίδα από το κίνημα Occupy, από εκείνες τις καταλήψεις στις οποίες μίλησε επανειλημμένα το 2011. “Δεν ήξεραν κατ’ ανάγκη πού πήγαιναν αλλά ήξεραν ότι εναντιώνονταν στον καπιταλισμό”. Για μια βετεράνο κομμουνίστρια (η Ντέιβις κατέβηκε δυο φορές ως υποψήφια Αντιπρόεδρος με το Κομουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ τη δεκαετία το ‘80), αυτός ο αντικαπιταλισμός είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικός. “Πιστεύω ότι η επιρροή του Occupy θα συνεχιστεί παρότι οι καταλήψεις μπορούσαν να υπάρχουν μόνο για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Η επιρροή του Occupy είναι ορατή στις διαδηλώσεις στο Φέργκιουσον, με την έννοια ότι αυτοί οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ότι δεν αρκεί να ζητάνε την καταδίκη ατομικά του συγκεκριμένου αστυνομικού, αλλά ότι αναγνωρίζουν, επίσης, τη σχέση ανάμεσα στη ρατσιστική βία και το κέρδος. Αυτό είναι που πολεμάμε”.
μετάφραση: Δήμητρα Σπανού
Πηγή: Guardian