της Μαρώς Τριανταφύλλου

Η κ. Βέρα τα δύο τελευταία χρόνια δεν έβγαινε σχεδόν καθόλου από το σπίτι της. Φοβόταν κάπως. Όχι, φοβόταν πολύ, αλλά προσπαθούσε να μη το δείχνει. Είχε έρθει στη γειτονιά πριν από 52 χρόνια, νέα γυναίκα, φρεσκοπαντρεμένη, στη μετακόμιση κατάλαβε πως ήταν έγκυος.

Εκείνη δεν ήθελε να μείνουν στα Πατήσια. Είχε γεννηθεί στο Θησείο κι ονειρευόταν πως θα έπαιρναν ένα διαμέρισμα κοντά στο σταθμό και θα έμεναν εκεί. Όμως ο Παντελής ανένδοτος. είχε το φούρνο στα Πατήσια και δεν άκουγε τίποτε. Αναγκάστηκε να το δεχτεί. Τα δύο πρώτα χρόνια έμειναν σε ένα νοικιασμένο δυάρι στο δεύτερο όροφο μιας άχαρης πολυκατοικίας. Μετά αγόρασαν το δικό τους, δυο πολυκατοικίες παρά πέρα, προς την πλευρά της πλατείας του Αγίου Παντελεήμονα.  Το καινούριο σπίτι είχε τρία δωμάτια, ένα στενό μπαλκόνι που έβλεπε στην πλατεία και μια αποθηκούλα στο διάδρομο, όπου η Βέρα έκρυβε όλα εκείνα τα πράγματα που συνήθως δυσκολευόμαστε να βολέψουμε και δίνουν μια εικόνα αταξίας στα σπίτια μας –σκούπες, φαράσια, σφουγγαρίστρες, σκάλες, εργαλεία για τα μικρομερεμέτια, ακόμα και τη σανίδα του σιδερώματος και το ίδιο το ηλεκτρικό σίδερο. Αυτή η αποθηκούλα ήταν η βασική αιτία που αγόρασαν το διαμέρισμα. Είχε ταλαιπωρηθεί στο προηγούμενο σπίτι που δεν είχε αρκετά ντουλάπια και ενθουσιάστηκε.

Εν πάση περιπτώσει, αγόρασαν το διαμέρισμα, έκαναν ό,τι μικρομετατροπές χρειάζονταν για να το κάνουν περισσότερο λειτουργικό και ένα χρόνο μετά ήρθαν και τα δίδυμα. Ο Παντελής ήταν ευτυχισμένος με τους τρεις γιους του, η  Βέρα, όμως, ήθελε ένα κοριτσάκι να της κρατάει συντροφιά. Τότε που πρωτάρχισαν με τον Παντελή να μιλάνε για γάμο, ονειρευόταν πως θα έκανε, λέει, μια κόρη και θα της μάθαινε νοικοκυριό και μαγείρεμα, θα της έδειχνε να κεντάει και να πλέκει, θα έβγαιναν στα μαγαζιά παρέα να ψωνίζουνε. Ύστερα ήρθαν τ’ αγόρια, αλλά όταν ο Παντελής, που καταλάβαινε τον καημό της, τής πρότεινε να κάνουν μια προσπάθεια για κόρη, κατάλαβε ότι δεν άντεχε να κουβαλήσει στο σώμα της ένα ακόμα παιδί, να το γεννήσει και να το αναθρέψει. Αρνήθηκε και πρόσεχε πολύ για να μην έρθει κανένα μωρό κατά λάθος. Σ’ αυτό το διαμέρισμα, λοιπόν, μεγάλωσε τα τρία αγόρια –καλά παιδιά, μετρημένα, όλα βρήκαν γρήγορα το δρόμο τους, σπουδές, δουλειά, καριέρα και ένας επιτυχημένος γάμος μετά, δεν είχε κανένα παράπονο από τα παιδιά της η Βέρα. Συχνά την επισκέπτονταν μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, κάθε μέρα την έπαιρναν στο τηλέφωνο –ο μεγάλος την παρακάλαγε να πάει να ζήσει μαζί τους, είχε αγοράσει μια γκαρσονιέρα στον ίδιο όροφο με το σπίτι του, έτσι για επένδυση και της ζητούσε να πάει να μείνει εκεί για να μπορεί να τη φροντίζει καλύτερα. Ειδικά μετά το θάνατο του πατέρα του έγινε πολύ πιεστικός, μέχρι που μια μέρα μάνα και γιος αρπαχτήκανε, μπήκε στη μέση ο ένας από τους δίδυμους και πήρε το μέρος της, τέλειωσε αυτή η ιστορία. Το πήραν απόφαση όλοι πως η κ. Βέρα δεν άφηνε το σπίτι της.

Έβγαινε στο μπαλκόνι, χάζευε το δρόμο, μιλούσε με τη γειτόνισσα –λίγο νεότερη αυτή, καλοβαλμένη, πλακατζού. Κατέβαινε κάτω να ψωνίσει, ήξερε όλο τον κόσμο –εδώ ο χασάπης της, παραπέρα το σούπερ μάρκετ, απέναντι, στην άλλη πλευρά της Αχαρνών, το φαρμακείο. Με τον φαρμακοποιό είχε μεγάλες αγάπες. Ένας άντρας ψηλός, γεροδεμένος, έξυπνος, της άρεσε να τον ακούει να μιλάει. της εξηγούσε τι ακριβώς έκανε το κάθε φάρμακο, πώς έπρεπε να το παίρνει, τι να προσέ­χει κάθε φορά. Κι αν δεν είχε κόσμο, έπιαναν την κουβέντα κι όσο υπομονετικά πριν της είχε εξηγήσει για τα χάπια της υπέρτασης, άλλο τόσο υπομονετικά της εξηγούσε την πολιτική κατάσταση. Ήταν αριστερός ο φαρμακοποιός, τον ήξεραν όλοι στη γειτονιά, μάλιστα μια φορά είχε εκλεγεί και διαμερισματικός σύμβουλος αλλά παραιτήθηκε, γιατί του παρουσιάστηκε ένα σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα. Και βέβαια η μεγάλη εκκλησία… Όχι πως πήγαινε τακτικά, αλλά της άρεσε που δέσποζε στην περιοχή κι έλεγε με περηφάνια: ο μεγαλύτερος ναός των Βαλκανίων, ο με-γα-λύ-τε-ρος…

Η κ. Βέρα ήταν πολύ αγαπητή σε όλους. Γλυκιά, τρυφερή, μητρική, καλοσυνάτη. Μια γριούλα περιποιημένη, με λευκά μαλλιά προσεκτικά μαζεμένα κότσο στο πίσω μέρος τους κεφαλιού, λίγο κυρτωμένους ώμους,  καθαρά, πάντα άψογα σιδερωμένα ρούχα κι ένα γλυκό χαμόγελο, λες και έβγαινε από παιδικό παραμύθι.

Όχι δεν άφηνε το σπίτι της και τη γειτονιά της κι ας έλεγε ό,τι ήθελε ο γιος της. Εκεί  που έζησε, εκεί ήθελε και να πεθάνει. Με τους γείτονές της, με τον κόσμο που ήξερε, όπως τον ήξερε τόσα χρόνια.

 

Μετά άρχισαν να έρχονται οι ξένοι. Η γειτονιά γέμιζε με ανθρώπους που το χρώμα τους ήταν σκούρο, τα μάτια τους κοίταζαν γύρω-γύρω φοβισμένα, ξάπλωναν στα σκαλιά της μεγάλης εκκλησίας τα βράδια, έπαιρναν με ευγνωμοσύνη το φαγητό που τους έδιναν και ήξεραν μια μόνο λέξη στα ελληνικά: δουλειά. Τους πρώτους που ήρθαν τους λυπήθηκαν. Οι περισσότεροι στη γειτονιά τους λυπήθηκαν. Άλλος θυμήθηκε που είχε κάνει στα ξένα και είχε περάσει του Ιώβ τα βάσανα, άλλος που είχε μάθει από μικρός πως αν δεις αναγκεμένο άνθρωπο, πρέπει να τον στέρξεις, γιατί είναι ο ίδιος ο Χριστός, λέει, και απήγγειλε ολόκληρες περικοπές από το ευαγγέλιο  και τους πατέρες της εκκλησίας, άλλος γιατί καταλάβαινε πως έφτασαν εκεί οι άνθρωποι σπρωγμένοι από ανάγκη -δεν το αφήνεις αλλιώς το σπίτι σου, να διασχίσεις βουνά και θάλασσες για να πας κάπου που δεν ξέρεις τι είναι, σαν παραμύθι οι ζωές των βασανισμένων ανθρώπων. Άλλοι πάλι σχημάτιζαν ομάδες, καλούσαν το δήμο και την πολιτεία να αναλάβουν τις ευθύνες τους, μιλούσαν για εκμετάλλευση και προέβλεπαν προβλήματα που έπρεπε να λυθούν πριν από τη γέννησή τους, για να προλάβουμε το κακό πριν έρθει, όπως είναι το σωστό. Αλλά ποιος τους άκουγε…

Με τον καιρό πλήθυναν πολύ στην πλατεία, η πείνα είναι κακός σύμβουλος, άπλωσαν χέρι σε ξένα πράγματα για να ζήσουν. Νέοι άντρες ήταν, κοίταξαν τις κοπέλες. Κάποιοι που στις χώρες τους αλλιώς την έχουν τη γυναίκα, πράγμα υποταγμένο και αμίλητο, προχώρησαν παραπάνω. Ό,τι κι αν γίνει στον κόσμο, οι γυναίκες το πληρώνουν. Με το κορμί και την ψυχή τους, πράγμα που είναι το ίδιο. Η γειτονιά άρχισε να αγριεύεται. Ξέχναγε τον πόνο των ανθρώπων, την πολιτεία που χάζευε την κατάσταση, φλύαρη, ανόητη και ατελέσφορη. Ήξερε μόνο την απειλή κι αυτή έπαιρνε μέσα τους διαστάσεις αλλόκοτες. Οι άνθρωποι με το σκούρο δέρμα έχαναν τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους, γίνονταν εχθροί, έφταιγαν για όλα,  προκαλούσαν φόβο. Και σιχασιά. Ακόμα και στους ξένους που είχαν εγκατασταθεί στη γειτονιά πριν από δεκαετίες, με το προηγούμενο κύμα μεταναστών, και ζούσαν μόνιμα στην περιοχή από χρόνια. Μερικές φορές, αυτοί πιο πολύ φώναζαν, πιο έντονα δυσανασχετούσαν.

Στην αναμπουμπούλα χαίρεται ο λύκος. Οργανωμένες συμμορίες άρχισαν να δρουν ανενόχλητες –η αστυνομία έπιανε κάνα δυο πειναλέους σκουρόδερμους, τους έκανε τόπι στο ξύλο κι άλλοτε τους άφηνε να φύγουν, άλλοτε, επειδή δεν είχαν χαρτιά,  τους κρατούσε σε κάτι άθλια κρατητήρια που βρωμάνε κάτουρο και χνώτο ανθρώπινο, την αποπνικτική απόπνοια της πείνας και του αίματος που σαπίζει στην άκρη των χειλιών και μια αόριστη μυρωδιά εμετική, κρεμμυδίλα μαζί με τη μυρωδιά του σπέρματος. Τόσο άθλια είναι η κατάσταση, τόσο αφόρητη, που ήρθε στιγμή και κάλεσαν οι ίδιοι οι αστυνομικοί σε κάποια κρατητήρια κρυφά βουλευτές της αντιπολίτευσης και τους παρακαλούσαν να παρέμβουν, γιατί φοβούνταν για τη δική τους υγεία. «Πάμε στα σπίτια μας χολέρα και ηπατίτιδα» είπαν μια μέρα σε ένα βουλευτή της Αριστεράς, που πήγε για επιτόπια έρευνα σ’ ένα τέτοιο χώρο. Ακούστηκαν πολλά. Δεν είναι η πρώτη πόλη στον κόσμο η Αθήνα που ανακαλύπτει πόσο συμφέρον είναι να κάνεις μια περιοχή αβίωτη, να τρέχουν έντρομοι οι κάτοικοι να πουλήσουν τα σπίτια και τα μαγαζιά τους όσο-όσο κι έπειτα να έρθουν οι επιχειρηματίες και να τη μετατρέψουν σε οικιστικό και εμπορικό φιλέτο. Καλά, δεν διαβάζουμε όλοι μελέτες και διατριβές αλλά ταινίες αμερικάνικες έχουμε όλοι δει. Μόνο που εκεί οι καλοί πάντα θριαμβεύουν.

Η κ. Βέρα παρακολουθούσε από το μπαλκόνι της την κίνηση του δρόμου και της πλατείας την κίνηση. Καθόταν στο μικρό λευκό τραπέζι, ένα ξεχασμένο, παλιό φερ-φορζέ με πολλούς-πολλούς διακοσμητικούς έλικες σαν νταντέλα, ακουμπούσε την πλάτη της στην αντίστοιχη καρέκλα, εφοδιασμένη με διπλό μαξιλάρι για τη μέση της κι ανέβαζε τα γεμάτα κιρσούς πόδια της πάνω στη μεγάλη γλάστρα με το δεντρόφυλλο. Το καχεκτικό γιασεμάκι, που ‘χε φυτέψει πριν από χρόνια, όταν γεννήθηκε η πρώτη εγγόνα της, προσπαθούσε να απλωθεί στον μαυρισμένο από τα καυσαέρια τοίχο, πλην ματαίως, όμως έφτανε στα ρουθούνια της που και που μια πνοή από τη γλυκερή μυρωδιά του, που της θύμιζε άλλες εποχές και σινεμαδάκια θερινά κι ένα εξοχικό στη Σαλαμίνα που το πούλησαν τα παιδιά γιατί ποτέ δεν πήγαινε πια κανένας τους κι αυτό ρήμαζε μοναχό και στοίχιζε κι από πάνω –ρεύμα, νερό, εφορία, μικροεπισκευές…  Καθόταν και παρακολουθούσε την κίνηση άλλοτε διαβάζοντας, άλλοτε μασουλώντας κανένα φρούτο κι άλλοτε χωρίς να κάνει τίποτε,  έτσι να παρακολουθεί την κίνηση μονάχα.

Στην αρχή τους συμπαθούσε τους ξένους, αλλά μια μέρα που βρήκε την είσοδο της πολυκατοικίας μαγαρισμένη από ανθρώπινα περιττώματα, άρχισε ν’ αλλάζει. Άκουγε και την τηλεόραση μέρα νύχτα οι ξένοι και οι ξένοι, άκουγε και τους γείτονες. Πλήθαιναν κάθε μέρα αγανακτισμένες φωνές, γείτονες που τους ήξερε χρόνια η κ. Βέρα και μυρμήγκι δεν πείραζαν άλλη κουβέντα από τους ξένους δεν είχαν πια στο στόμα τους. Οι ξένοι, οι ξένοι… Για όλα έφταιγαν οι ξένοι. Κυρίως για την οικονομική κατάσταση –είχε αρχίσει να φαίνεται πια η κρίση, κάθε σπίτι μετρούσε ανέργους και χρέη. Για όλα τους έφταιγαν οι ξένοι. Οι δικοί μας οι ξένοι, οι λαθραίοι άνθρωποι. Όχι οι άλλοι, με τα κοστούμια, που μπορεί να είναι και Έλληνες.

Ήταν η εποχή που στην πλατεία άρχισαν να γίνονται μάχες. Έρχονταν κάποιοι νεαροί και φώναζαν πως η γειτονιά κατοικείται από ναζί και ανθρωποφάγους. Μετά έρχονταν οι άλλοι με τα ξυρισμένα κεφάλια κι έλεγαν όλα εκείνα τα ωραία λόγια για τους Έλληνες που είμαστε ράτσα μοναδική κι αμόλευτη και τέτοια πρέπει να μείνουμε. Δέρνονταν όλοι μαζί μεταξύ τους. Ερχόταν η αστυνομία. Σαν πόλεμος ήταν. Την ενοχλούσε τη Βέρα να τη λένε ναζί και ρατσίστρια. Αυτή ναζί… που είχε κατέβει μέχρι και στο Πολυτεχνείο; «Πού πας, τρελή γυναίκα;» της φώναζε ο Παντελής, «με μικρά παιδιά» όμως αυτή δεν τον άκουσε και πήγε. Ο Παντελής πάλι είχε το φούρνο, δεν μπορούσε να τον αφήσει, έτσι της είπε μετά από καιρό, που το ‘φερε ο λόγος. Δεν έμεινε μέχρι το τέλος, στο Πολυτεχνείο δεν έμεινε μέχρι το τέλος, αλλά πήγε πάντως. Αλήθεια πήγε, όχι σαν όλους που λένε πως ήταν εκεί ενώ αυτοί αρμένιζαν ποιος ξέρει πού… Αν ήταν όσοι τώρα λένε πως ήταν, δεν θα χώραγε τον κόσμο η Αθήνα κι αλλιώς θα ‘χανε πάει τα πράγματα. Την ενοχλούσε να τη βγάζουν τρελή, πως τάχα καμιά ενόχληση δεν είχε η γειτονιά από τους ξένους, μιλούσαν και μπερδεμένα όλοι αυτοί, οι άλλοι τα έλεγαν πιο καθαρά, πιο απλά, τουλάχιστον θα φρόντιζαν να μη βρωμίζουν οι άστεγοι τις πόρτες τους και να μπορούσαν να κυκλοφορούν το βράδυ ελεύθερα. Η κ. Βέρα γερνούσε και φοβόταν.

Ήρθε μια μέρα ο ένας από τα δίδυμα, όχι αυτός που πήρε το μέρος της στη διαμάχη με τον μεγάλο τότε, ο άλλος, τον έλεγαν «ο μικρός» γιατί είχε γεννηθεί δεύτερος και ήταν ο πιο μικροκαμωμένος από τους δύο. Αυτός της μιλούσε γλυκά και, όταν συναντιόνταν οι δυο τους, της έλεγε ιστορίες από τη δουλειά του και καμιά φορά της διάβαζε εφημερίδα ή καθόταν μαζί της για να δουν το αγαπημένο της σήριαλ –μια καθημερινή σειρά, από αυτές που κρατάνε χρόνια και κάποτε παύεις να θυμάσαι πώς ήταν η ζωή σου πριν αρχίσεις να τις βλέπεις, πώς ήταν να μην τα παρατάς όλα στις 6 ή στις 7 το απόγευμα για να συναντηθείς με τους ήρωες της σειράς, που σιγά-σιγά σου γίνονται οικείοι και απαραίτητοι. Ήρθε, λοιπόν, μια μέρα «ο μικρός» με δώρα και καλούδια κι έπιασαν την κουβέντα για τους ξένους. Δηλαδή ο γιος της τη ρώτησε πώς τα περνάει κι εκείνη του ‘πε ιστορίες με τους ξένους που της είχε μάθει στο σούπερ μάρκετ και το περίπτερο.

Το παλληκάρι προσπάθησε να της εξηγήσει μερικά πράγματα –ασχολιότανε αρκετά με το θέμα αυτός, ήταν και εθελοντής σε ένα τοπικό αντιρατσιστικό κίνημα στο δήμο που έμενε. Η κ. Βέρα δεν άκουγε. Του έκανε μεγάλη εντύπωση του γιου της που δεν έπιαναν ούτε τα θρησκευτικά επιχειρήματα. Παρόλο που ήταν θεοσεβούμενη αλλά όχι θρησκόληπτη, είχε πάψει να πονάει τον βασανισμένο συνάνθρωπο. Γιατί με τον καιρό είχε πάψει να τον βλέπει σαν άνθρωπο. Ένας άλλος είχε γίνει χωρίς πρόσωπο, εχθρικός και φοβιστικός. Κάτι, όχι κάποιος.

Στην κουβέντα της ανακάτευε ένα όνομα. Τα πιο πολλά από αυτά που του ανέφερε της τα είχε πει η κ. Καγιά. Και φαινόταν να την έχει περί πολλού την κ. Καγιά. «Ξέρει γράμματα αυτή, παιδί μου, βγαίνει στην τηλεόραση». Ο Θανάσης –Θανάση τον έλεγαν, τ’ όνομα του πατέρα της- κατάλαβε για ποια του έλεγε και τρόμαξε. Η Καγιά ήταν γνωστή για τις ακραίες πολιτικές πεποιθήσεις της, έβγαινε σε εκπομπές στην τηλεόραση, έστηνε συνελεύσεις στις γειτονιές γύρω από την πλατεία. Ήταν έξυπνη, δυναμική και γεμάτη μίσος. Έχυνε το φαρμάκι της με απίστευτη ευθυβολία, έβρισκε τρόπους να πείθει που θα τους ζήλευε ο καλύτερος δικηγόρος. Άρχιζε κάνοντας μικρούς ομόκεντρους κύκλους γύρω από το θέμα της και υπνώτιζε το ακροατήριό της με μια ρητορική που θύμιζε τα απονενοημένα διαβήματα των παρουσιαστών παρελάσεων που πρέπει να εφευρίσκουν λέξεις θαυμασμού για το αξιόμαχο των στρατευμένων παιδιών μας. Μόνο που αυτή αντέστρεφε και αντί για λόγια θαυμασμού εξακόντιζε λόγια μίσους και αποστροφής. Μαζί με ομάδες που θύμιζαν παραστρατιωτικά σώματα γύριζε τις γειτονιές και οργάνωνε κινητοποιήσεις εναντίον των ξένων. Μερικές φορές τα πράγματα έφταναν σε ανοιχτή συμπλοκή, άλλοτε η συμπλοκή γινόταν στα μουλωχτά. Παρέκει μια αδιάφορη πολιτεία που δεν τηρούσε καν τα προσχήματα, ήρθε μετά και η κρίση, ποιος να μιλήσει για τους ξένους, ποιος εχέφρων να μιλήσει για τους ξένους και τα δίκια τους, που να προσπαθεί να δει στα μάτια το πρόβλημα και από τις δυο πλευρές, να μη ρίχνει λάδι στη φωτιά και να προτείνει μια λογική λύση.

Και ποια θα ήταν πλέον η λογική λύση; Όλη η ανθρωπότητα ένα κουβάρι, σέρνει η μια χώρα την άλλη στην καταστροφή, ένα σύστημα που έφτασε στα όριά του και για να επιβιώσει θέλει αίμα και ζωές. Περισσότερο αίμα και περισσότερες ζωές από ποτέ όλα τα χρόνια της ζωής του.

Πήρε να της εξηγεί ο Θανάσης για την Καγιά και το ρόλο της, ανένδοτη η κ. Βέρα. Τη θαύμαζε. «Δεν είναι πολύ όμορφη, Θανάση μου, αλλά λάμπει».

 

Τον είχε ξαναδεί αυτόν τον πιτσιρίκο. 17-18 χρονών, στην ηλικία του μεγάλου εγγονού της. Κοιμόταν σ’ ένα παγκάκι. Ζητιάνευε στα φανάρια. Είχε δει να τον κυνηγάνε και να τον χτυπούν, είχε δει και να τον βοηθούν –αυτός που έμενε στον πρώτο, ο δάσκαλος των αγγλικών, του πήγαινε καμιά φορά φαγητό και μια μέρα του έδωσε και ένα ζευγάρι παπούτσια πάνινα, σχεδόν καινούρια. Ό,τι κι αν γινόταν, ο πιτσιρίκος γύριζε πίσω στην πλατεία. Ήξερε δυο τρεις κουβέντες ελληνικά-εγκώ, Αφγκανιστάν, ντοελιά, μάνα πείνα- και κάνα δυο παραπάνω στα αγγλικά. Όσο κι αν τσαντιζόταν με τους ξένους, όσο κι αν ήθελε πίσω τη γειτονιά της και την ησυχία της, αυτόν τον πιτσιρίκο τον συμπαθούσε. Τον λυπόταν. Της ξυπνούσε κάτι μητρικό, έτσι όπως κοίταζε σαν πανικόβλητο πεινασμένο ζούδι. «Δε βαριέσαι» της έλεγαν οι γείτονες «μην τον βλέπεις τώρα, σε λίγο να δεις που θα ξεθαρρέψει… ο χειρότερος θα γίνει. Μην τον λυπάσαι». Δεν τα κατάφερνε να μην τον λυπάται και μια μέρα είπε κάτι και δαγκώθηκε, είπε «τον πονάει η ψυχή μου τον μαύρο, δεν φαίνεται και σπίρτο». ‘Τον πονάει η ψυχή μου’ είναι μεγάλη κουβέντα, πάει πέρα από φιλανθρωπίες και εγωισμούς, πάει στη ρίζα της αγάπης και θέλει λίγο, ένα τόσο δα βήμα, να γίνει αγάπη και αλληλεγγύη και προσφορά.

Τον είχε ξαναδεί τον πιτσιρίκο, για την ακρίβεια τον έβλεπε τακτικά –βρώμικα τα ρούχα του έπλεαν πάνω του, σκονισμένο το κεφάλι του, τα μαλλιά του γκριζάριζαν τόπους – τόπους από τη σκόνη του δρόμου, σαν να γερνούσε. Βγήκε νωρίς το πρωί στο μπαλκόνι να ποτίσει τα δυο βασιλικά και είδε κόσμο μαζεμένο στην πλατεία, την πήρε η περιέργεια, κατέβηκε να δει τι συμβαίνει, στη βιασύνη της ξέχασε το κινητό της –και της έλεγαν τα παιδιά της, «μάνα, πρόσεχε να το έχεις συνέχεια μαζί σου». Πολύς ο κόσμος, δεν μπορούσε να πλησιάσει, άρχισε να ρωτάει τους διπλανούς της. «Βρήκανε σκοτωμένο έναν από δαύτους». «Λένε πως μαχαίρωσαν ένα ξένο, ένα μαυριδερό». «Έ, ξέρεις τώρα, αυτοί σκοτώνονται μεταξύ τους, δεν θα τα βρήκαν στη μοιρασιά και κάποιος τον έφαγε». Άκουσε τη σειρήνα του ασθενοφόρου και την ίδια στιγμή είδε το φαρμακοποιό της να βγαίνει μέσα από το πλήθος, να σπρώχνει ευγενικά να παραμερίσουν για να βγει από το δάσος των ανθρώπινων κορμιών που πλήθαιναν ολοένα και στένευαν τον κύκλο για να δουν, να γεμίσει το μάτι θέαμα.

Ο φαρμακοποιός της είπε τι ακριβώς έγινε. Ήταν ταραγμένος, στο πέτο του πουκάμισου είχε ένα κόκκινο λεκέ από αίμα, μικρό λεκέ αλλά φαινόταν πολύ πάνω στο λευκό καλοσιδερωμένο πουκάμισο. Πρέπει να ‘χε σκύψει πάνω από το νεκρό σώμα, να είχε αφουγκραστεί την καρδιά, να είχε βάλει το χέρι στα ρουθούνια μη και ανέπνεε. «Τον θυμάστε τον μικρό Αφγανό, κ. Βέρα; Σουλ τον έλεγαν ή τουλάχιστον έτσι ακούγαμε εμείς το όνομά του. Τη νύχτα τον χτύπησαν πολύ. Το πρόσωπό του είναι λιώμα κι έπειτα τον μαχαίρωσαν…». Σταμάτησε, κι έπειτα, σαν να μιλούσε στον εαυτό του «Πέθανε μόνος, αβοήθητος, ένα παιδάκι ήταν…» κι ολόκληρος άντρας παρά λίγο να βάλει τα κλάματα.

Αυτό δεν το χωρούσε το μυαλό της. Ένα παιδί είναι ένα παιδί. Ποιος το έκανε; Το βράδυ ήρθαν οι γιοι της με τις γυναίκες τους να κάτσουν μαζί της, να μην είναι μόνη της –τους είχε τηλεφωνήσει το μεσημέρι κι έκλαιγε, δηλαδή πήρε το Θανάση κι αυτός τηλεφώνησε στους άλλους δυο, που, στο μεταξύ το είχαν ακούσει στις ειδήσεις, αλλά δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι είχε γίνει τόσο κοντά στο πατρικό τους.

 

Χειρότερα δεν χώρεσε το μυαλό της, όταν μαθεύτηκε ποιοι το έκαναν. Την Καγιά συνέλαβαν και τρεις άλλους, ένα νεαρό από τη γειτονιά και δυο από άλλα μέρη που ξημεροβραδυάζονταν στην πλατεία, ο φαρμακοποιός της είπε ότι αυτοί οι τρεις είχαν χτυπήσει επίσης τα μέλη μιας ομάδας καλλιτεχνών που είχε έρθει να δώσει παράσταση στη μικρή παιδική χαρά λίγο παρακάτω. Η κ. Βέρα δεν το άντεχε. Ένιωθε να γκρεμίζεται ο κόσμος γύρω της. Ένιωθε πως έφταιγε κι αυτή για τη δολοφονία του πιτσιρίκου. Σαν να είχε σηκώσει χέρι πάνω του, σαν να είχε κρατήσει κι αυτή το φονικό μαχαίρι. Μέρες ολόκληρες δεν έτρωγε, δεν έπαιρνε τα χάπια της… Στα παιδιά της δεν είπε τίποτε. Φοβόταν ότι θα την περνούσαν για τρελή, άλλωστε και της ίδιας της είχε περάσει από το νου κάτι τέτοιο. Δεν καταλάβαινε τι της συνέβαινε, γιατί ένιωθε όσα ένιωθε.

Η Καγιά καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλακή, για ηθική αυτουργία, μολονότι ήταν ξεκάθαρο ότι είχε συμμετάσχει ενεργά στο λιντσάρισμα, οι υπόλοιποι πήραν από 15 χρόνια. Η γειτονιά διχάστηκε. Έδιναν κι έπαιρναν για μήνες οι κουβέντες. Πάντως, ευτυχώς, οι περισσότεροι έλεγαν ότι αυτά είναι απαράδεκτα και πως αφού το παιδί δεν είχε κάνει τίποτε, δεν είχε κανείς δικαίωμα να το πειράξει. «Ενώ αν είχε κάνει κάτι, δεν υπήρχε πρόβλημα να αποδώσουμε μόνοι μας δικαιοσύνη!» σχολίασε πικρόχολα και σαρκαστικά ο φαρμακοποιός, που την εβδομάδα της δίκης του άνοιξαν δυο φορές το φαρμακείο κι είχε πάθει μεγάλη ζημιά.

 

Την είδε, ούτε χρόνος δεν είχε περάσει και την είδε. Είχε βγει, κυκλοφορούσε ελεύθερη. Η Καγιά. Μιλούσε πάλι στις γειτονιές, είχε αρχίσει ήδη τις συγκεντρώσεις. Πρώτη φορά σκέφτηκε η κ. Βέρα να φύγει πια από τη γειτονιά, να πάει στα παιδιά της. Ανακατεύτηκε το στομάχι της. Της φάνηκε άδικο, παράλογο… Είχε σκοτώσει ένα παιδί –δεν ήξερε η κ. Βέρα ηθικές αυτουργίες και τέτοια. Κι αν δεν είχε σηκώσει το μαχαίρι, ήταν εκεί και είδε και δεν εμπόδισε. Έτσι σκεφτόταν η κ. Βέρα. Ναι, η Καγιά είχε σκοτώσει ένα παιδί και σε λιγότερο από ένα χρόνο ήταν έξω. Και να σκεφτείς ότι δεν ήξεραν ούτε ποιος ήταν ακριβώς, δεν τον εγύρεψε κανείς, τον έθαψαν στην άκρια του δημοτικού νεκροταφείου, μόνο του κι άκλαυτο. Είχε πάει στην κηδεία ο φαρμακοποιός και της τα διηγήθηκε. Η μάνα του, αν είχε, θα τον περίμενε. Αλλά αυτός δεν θα γύριζε ποτέ.

Την είδε και θύμωσε, οργίστηκε όταν την είδε. Και στο μυαλό της πήρε να σχηματίζεται μια ιδέα. Όσο περνούσαν οι μέρες η ιδέα τής σφυροκοπούσε το κεφάλι, δεν έφευγε λεπτό από το νου της. Η Καγιά άλλωστε το έλεγε συχνά, αφού ο νόμος δεν μας προστατεύει, να γίνουμε εμείς ο νόμος εναντίον τους. Αυτό ακριβώς. Αφού ο νόμος ήταν άδικος και δεν αρκούσε, αυτή θα έπαιρνε το νόμο στα χέρια της. Έτσι όπως της το ‘μαθε η Καγιά. Ό,τι ισχύει για ένα, ισχύει για όλους. Και για την Καγιά. Στη ζυγαριά, αδικήθηκε η ζωή του μικρού. Από τη μια ένας άνθρωπος νεκρός κι από την άλλη σκάρτος ένας χρόνος στη φυλακή. Κάτι δεν πάει καλά. Αποφάσισε η κ. Βέρα.

 

Το υπόγειο διαμέρισμα ήταν από χρόνια εγκαταλειμμένο. Τα τζάμια στα παράθυρα είχαν γίνει αδιάφανα σχεδόν από τη σκόνη, ένα τζάμι είχε σπάσει και το γυαλί σχημάτιζε ένα μισοφέγγαρο. Η είσοδος –ξέχωρη από την πολυκατοικία- είχε ένα σκαλάκι πάνω στο οποίο υπήρχε ένα δάχτυλο λίγδα και ίχνη από κάτουρο ζώων, μπορεί και ανθρώπων. Το δρομάκι ήταν μικρό και ήσυχο, χωρίς μαγαζιά, καθόλου περαστικό, ένα σχεδόν αδιέξοδο δρομάκι που σχηματιζόταν από δυο-τρεις πολυκατοικίες εκατέρωθεν, στένευε στην πάνω μεριά και άφηνε ένα στενό μονοπάτι, ένα διάδρομο σχεδόν, για να περάσει κανείς στον κάπως μεγαλύτερο κάθετο δρόμο πίσω από τις πολυκατοικίες. Πάνω στην πόρτα του υπόγειου υπήρχε ένα παμπάλαιο ξεθωριασμένο ενοικιαστήριο. Κάποιες σημειώσεις με στυλό –ένα τηλέφωνο προφανώς και άλλες πληροφορίες για τον υποψήφιο ενοικιαστή- είχαν σβηστεί σχεδόν τελείως. Είχε περάσει μια μέρα τυχαία από κει και –σαν παιδάκι που κάνει σκανταλιές- είχε σπρώξει με το χέρι της την πόρτα. Δεν άνοιξε, αλλά κατάλαβε ότι με μια πιο δυνατή σπρωξιά η πόρτα δεν θα αντιστεκόταν καθόλου. Τότε αυτή η πληροφορία δεν ήταν τίποτε, τώρα ήταν εξόχως πολύτιμη.

Την έφερε με τρόπο στο δρομάκι, την ξεγέλασε κανονικά, με τεχνάσματα και κόλπα την έπεισε να δουν το υπόγειο διαμέρισμα. Τι της είπε, ποιος ξέρει; Το θέμα δεν ήταν τι της είπε αλλά ότι το είπε αυτή, η κ. Βέρα η συμπαθητική, ήσυχη ηλικιωμένη κυρία, που είχε πάει μερικές φορές στις συγκεντρώσεις της. Μια συμπαθητική γριούλα δεν την υποψιάζεσαι, δεν περιμένεις κάτι παράτολμο απ’ αυτήν. Η κ. Βέρα, που είχε άσπρα μαλλιά, ρυτιδωμένο πρόσωπο, μάτια αθώα που δεν έβλεπαν καλά, μια ελαφριά καμπούρα από την οστεοπώρωση, και όταν περπάταγε λίγο παραπάνω άσθμαινε ενοχλητικά. Η εικόνα της αδυναμίας. Έσπρωξε την πόρτα –είχε περάσει το προηγούμενο βράδυ και με λίγο κόπο είχε καταφέρει να την ανοίξει- έσπρωξε την πόρτα και πέρασε πρώτη. Η Καγιά ήρθε πίσω της. Το διαμέρισμα μύριζε μούχλα και κλεισούρα. Φαίνεται ότι ο λιγοστός αέρας που έμπαινε από το σπασμένο παράθυρο δεν αρκούσε για να το αερίσει καλά. «Εδώ, στην κουζίνα ελάτε, εδώ τα βρήκα κι έχει κι άλλα» είπε κι έκανε χώρο να περάσει μπροστά η Καγιά…

 

Όταν η Σοφία Καγιά άνοιξε τα μάτια της, ένιωθε να μην μπορεί να εστιάσει το βλέμμα της σε ένα σημείο, σαν κάποιος να της τραβούσε τα μάτια προς τα πάνω. Ζαλιζόταν και κάτι υγρό έτρεχε ενοχλητικά από το κεφάλι προς το φρύδι της. Κατάλαβε πως ήταν μισοξαπλωμένη στο πάτωμα. Πήγε να πιάσει το κεφάλι της αλλά τα χέρια της δεν κουνιόνταν, έκανε να μιλήσει αλλά κατάλαβε ότι ήταν φιμωμένη. Την έπιασε ένας φόβος και της πάγωνε τα σωθικά, στα πονεμένα μάτια της κάθισε μια έκφραση τρόμου. Άρχισε να ξεχωρίζει σκιές στο μισοσκόταδο. Είδε πως ήταν μισοξαπλωμένη, ακουμπισμένη στο πορτάκι του νεροχύτη, στο λερό πάτωμα αυτής της άδειας κουζίνας που είχε χρόνια να καθαριστεί και ποιος ξέρει πόσα ποντίκια και κατσαρίδες είχαν περάσει και θα περνούσαν ξανά. Δεν είδε αλλά κατάλαβε πως το στόμα της ήταν σφραγισμένο με μονωτική ταινία και τα χέρια της κολλημένα στα πλευρά της επίσης με μονωτική ταινία που περιέβαλε το σώμα της. Μονωτική ταινία έδενε και τα πόδια της στα σφυρά. Προσπαθούσε να καταλάβει τι της συμβαίνει, να θυμηθεί, να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά, να δει πώς θα σωθεί από αυτή την κόλαση.

Κρύωνε.

Μέσα στο μισοσκόταδο είδε τον όγκο ενός σώματος να κινείται προς τη μεριά της. Θα ήθελε να ουρλιάξει από φόβο, απελπισία ή ελπίδα, αλλά η μονωτική ταινία της σφράγιζε τα χείλη. Συνειδητοποίησε ότι ήταν γυμνή. Τελείως γυμνή. Μούγκριζε και κουνούσε το κεφάλι, σαν να προσπαθούσε να λυθεί και σαν να απειλούσε. Θυμήθηκε. Είχε κατέβει με κείνη τη χαζή γριά. Κάποιος τις ακολούθησε… Κάποιοι… Σίγουρα αυτά τα γουρούνια. Πρέπει να το είχαν σχεδιασμένο, τα ζώα, ήθελαν να την εκδικηθούν… Τι θα της έκαναν; Θα τη βίαζαν μάλλον. Και μετά; Θα την σκότωναν… Και η γριά πού ήταν; Τι της είχαν κάνει αυτηνής; Μήπως μπορούσε να τη βοηθήσει; Κοίταξε γύρω της κι έπειτα προσηλώθηκε στον ανθρώπινο όγκο που είχε μπροστά της και την παρακολουθούσε ακίνητος. Ήταν γυναίκα. Το ‘βλεπε καλά, το ξεχώριζε πως ήταν γυναίκα. Μια σχετικά μικροκαμωμένη γυναίκα, με μακριά φούστα και ίσια παπούτσια.

Η κ. Βέρα έσπασε τη σιωπή. «Είσαι γυμνή και δεμένη καλά. Δεν μπορείς να ξεφύγεις. Πρέπει να τιμωρηθείς γι’ αυτό που έκανες. Πήρες άδικα μια ζωή και μια ζωή θα δώσεις. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Δεν σου είχε κάνει τίποτε. Ήταν μικρός, ένα παιδί. Τον σκέφτομαι μέρα – νύχτα. Ένα παιδί. Έχεις κι εσύ ένα παιδί. Πώς μπόρεσες; Εσύ. Όχι οι άλλοι τρεις, εσύ πώς μπόρεσες; Είσαι γυναίκα, μάνα, πώς μπόρεσες; Τον βρήκες μόνο και τον σκότωσες. Χωρίς λόγο. Δεν τιμωρούμε κανένα χωρίς λόγο. Γι’ αυτό τώρα θα σε τιμωρήσω εγώ. Θα σε αφήσω να πεθάνεις μόνη σου εδώ μέσα. Θα έχεις όλο το χρόνο να σκεφτείς τι έκανες και να μετανιώσεις. Να κλάψεις και να ζητήσεις συγχώρεση από το Θεό γι’ αυτό που έκανες, κ. Καγιά. Θα σου πάρει πολύ χρόνο για να πεθάνεις, να ξέρεις ο άνθρωπος αντέχει πολύ. Αλλά μάλλον το ξέρεις. Τον δέρνατε για ώρες είπατε στο δικαστήριο και λίγο πριν ξεψυχήσει του ‘χώσατε το μαχαίρι εφτά φορές. Όχι, δεν πεθαίνει εύκολα ο άνθρωπος. Θα ‘χεις πολύ χρόνο να το σκεφτείς».

Το πρόσωπο της Σοφίας Καγιά είχε πάρει την έκφραση που λένε πως είχαν όσοι αντίκρισαν τη Μέδουσα. Κουνούσε το κεφάλι της δεξιά, αριστερά με τρόμο, η μονωτική επέτρεπε να δραπετεύουν μόνο κάτι μυκηθμοί μόλις ένα βήμα πριν από το άηχο, αλλά είχαν μέσα τους τον τρόμο του θανάτου και την απόγνωση του τέλους. Τα μάτια της ήταν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους. Μια βαθιά ρυτίδα έκοβε το μέτωπο στη μέση, οι φλέβες του λαιμού πάλλονταν ξετρελαμένες. Παρακαλούσε, ήταν φανερό ότι παρακαλούσε αλλά μόνο να το νιώσεις μπορούσες, δεν ακουγόταν άλλο παρά ένα μακρύ μμμμμμ…. Και ο λαιμός της φούσκωνε απελπισμένος. Η κ. Βέρα πάλι εντελώς ήρεμη. Είπε, «νυχτώνει για τα καλά. Καληνύχτα».

 

24 ώρες αργότερα, το επόμενο βράδυ ακριβώς, η κ. Βέρα έμπαινε στο πολυδύναμο της περιοχής της. «Τι θέλετε;» τη ρώτησε ο νεαρός αστυνομικός στην είσοδο, παραξενεμένος που μια γλυκιά γριούλα, με ευγενικό πρόσωπο και κάπως αστείο περπάτημα –κούτσαινε λίγο η κ. Βέρα, το είπαμε;- έμπαινε στο τμήμα τέτοια ώρα. «Θέλω να δω τον αξιωματικό υπηρεσίας για να του πω πού βρίσκεται η Σοφία Καγιά» είπε η κ. Βέρα με φωνή σταθερή, χωρίς να κομπιάζει καθόλου. Ο νεαρός αξιωματικός γούρλωσε τα μάτια –από το μεσημέρι όλη η αστυνομία την έψαχνε, έτρεμαν ότι σε λίγο θα άρχιζαν τα επεισόδια, οι δικοί της θα έκαναν φασαρίες, ήδη είχαν γίνει τα πρώτα τηλεφωνήματα στο διοικητή. Φώναξε ένα συνάδελφό του που οδήγησε την κ. Βέρα στον αξιωματικό υπηρεσίας. «Ήρθα να παραδοθώ» του είπε με απόλυτη ψυχραιμία, με φωνή καθαρή και τη ματιά ανενδοίαστη. «Ήρθα να παραδοθώ» και με μεγάλη συντομία του εξήγησε τι ακριβώς είχε κάνει και γιατί. «Δεν ήθελα να τη σκοτώσω. Όχι. Ποτέ. Τη ζωή μας την έδωσε ο Θεός και μόνο αυτός μπορεί να την πάρει για καλό ή για τιμωρία. Ήθελα μόνο να νιώσει λίγο όπως ένιωσε εκείνο το κουτάβι, όταν το σκότωναν, να καταλάβει τη συμφορά που έκανε».

 

Τη βρήκαν γυμνή, μέσα σε κάτουρα δικά της. Την Καγιά. Προσπαθώντας να λυθεί και να βγει από το δωμάτιο είχε μαζέψει πάνω στο σώμα της σκόνες και βρωμιές, στο δεξιό μαστό είχε κολλήσει το πτώμα μιας κατσαρίδας. Τα μαλλιά της είχαν ανακατευτεί, είχαν κολλήσει στο μέτωπό της, έπεφταν στα μάτια της, διαγώνια σχεδόν στο πρόσωπό της ένα ρυάκι ξεραμένο αίμα από το χτύπημα στο κεφάλι που είχε δεχτεί –«ένα παλιό γουδοχέρι πήρα και το ‘κρυψα στην τσέπη της φούστας μου». Είχε μαζευτεί κόσμος, παρόλο που η αστυνομία έδιωχνε, έσπρωχνε και απειλούσε. Την είχαν πρόχειρα σκεπασμένη με μια κουβέρτα αλλά δύσκολα την κρατούσε στους ώμους της. Έτρεμε σαν τρομαγμένο ζώο. Ήταν σε κατάσταση σοκ.

 

Καθώς την έβαζαν στο περιπολικό, η κ. Βέρα γύρισε και κοίταξε την πλατεία. «Καλά ήμασταν χωρίς τους ξένους» μουρμούρισε και κάθισε στο πίσω κάθισμα.

 

Για περισσότερα έργα της Μαρώς Τριανταφύλλου επισκεφτείτε το προσωπικό της blog Διηγήματα και Νουβέλες

 

Οκτώβριος 2011