Chryssa (ή Χρύσα)- Mott Street (1983) – Σταθμός Ευαγγελισμού, Μετρό Αθήνας, Αθήνα
της Βέρας Σιατερλή
Με το όνομα Χρύσα (ή Chryssa) είναι γνωστή η διεθνούς φήμης γλύπτρια και ζωγράφος, Χρύσα Βαρδέα μια από τις σημαντικότερες ελληνίδες εικαστικούς. Ελληνίδα στην καταγωγή, ούτε μια στιγμή δεν αρνείται την ταυτότητά της, αν και πολλά λεξικά και μουσεία του κόσμου την καταγράφουν σαν Αμερικανίδα καλλιτέχνιδα. Γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1933 στην περιοχή του Ζωγράφου. Πέθανε στην Αθήνα τα ξημερώματα της Δευτέρας, 23 Δεκεμβρίου 2013, σε ηλικία 80 ετών, λίγες μέρες πριν τα γενέθλια της. Έργα της βρίσκονται σε διάφορα μουσεία, πινακοθήκες και συλλογές σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η οικογένειά της, ήταν πρόσφυγες από τη Σμύρνη, ενώ ο πατέρας της είχε πεθάνει πριν τον γνωρίσει και η μάνα της, χήρα στα 27 της ήταν πολύ φτωχή, με τρία ορφανά κορίτσια. Αρχικά σπούδασε κοινωνική λειτουργός στην Αθήνα. Η καλλιτεχνική της σταδιοδρομία αρχίζει το 1953 οπότε φεύγει για το Παρίσι και σπουδάζει στην Ακαδημία Grande Chaumiere. Το 1954 αναχωρεί για την Αμερική και συνεχίζει τις σπουδές της στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνιας για άλλο ένα χρόνο. Από το 1957, εγκαθίσταται στη Νέα Υόρκη, οπού και δημιουργεί το εργαστήριό της. Εκεί θα επηρεαστεί από την Times Square και τα φώτα της. Η περιοχή αυτή θα γίνει πηγή έμπνευσης για αυτήν. Εκεί έμελλε να μεσουρανήσει ως μία από τις πιο ευρηματικές και καινοτόμους δημιουργούς του 20ού αιώνα. Αν και η ίδια απέδιδε την αναγνώρισή της στην τύχη, η προσεκτική παρατηρήτρια/ης διαπιστώνει ότι τίποτε δεν είναι τυχαίο, αφού τα έργα της απηχούν θέση και άποψη, σκληρή δουλειά και στοχασμό πάνω στην σύγχρονη εποχή, τον κόσμο των πόλεων και της μαζικής κουλτούρας.
Έργα και Εκθέσεις
Είναι γνωστή για την χρήση υλικών όπως το αλουμίνιο, ο γύψος αλλά και τα φώτα νέον. Τα έργα της είναι εμπνευσμένα από την ζωή των μεγάλων αστικών κέντρων, διακρίνονται από βάθος και εύρος, διαφορετικές προσεγγίσεις και συνεχή έρευνα. Το πρώτο της μεγάλο έργο, τα Κυκλαδικά Βιβλία (γύψοι 1957), χαρακτηρίστηκαν από την κριτικό τέχνης Μπάρμπαρα Ρόουζ ως προάγγελος του Μινιμαλισμού. Η ίδια είχε πει: «η καθαρότητα και η μεγάλη αφαιρετικότητα είναι η δύναμή τους». Η μελέτη για την στατικότατα του φωτός την οδηγεί σε πολλαπλές σκέψεις, για να καταλήξει: «η φόρμα είναι στατική, δεν κινείται και δεν τίθεται σε ενέργεια με τη χρήση τεχνητού φωτός, αλλά μόνο με το φυσικό φώς». Η πρώτη της ατομική έκθεση πραγματοποιήθηκε το 1961 στη γκαλερί της Betty Parsons και την ίδια χρονιά ο διευθυντής του μουσείου Γκούγκενχαϊμ της Νέας Υόρκης Τόμας Μέσερ την επέλεξε για να εγκαινιάσει μια σειρά από ατομικές εκθέσεις στο χώρο του μουσείου.
Σε διάφορα έργα της εμπνευσμένα από την Times Square (1966), την οποία συνδέει με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, χρησιμοποιεί αλουμίνιο και φώτα νέον. Το έργο της Οι Πύλες της Times Square (Albright Knox Art Gallery), σύνθεση από ανοξείδωτο ατσάλι, πλεξιγκλάς και φώτα νέον, αποτελεί την καλλιτεχνική κορύφωση της αλλά και ένα από τα πιο σημαντικά αμερικανικά γλυπτά. Στο έργο αυτό, που έχει την μορφή δύο μεγάλων Α, χρησιμοποιεί φώτα νέον.
«Τα έργα με νέον έχουν περισσότερη σχέση με το σπειροειδές πλησίασμα του φωτός που μπορεί κανείς να βρει σ’ έναν πίνακα του Γρέκο. Στην τέχνη δεν υφίσταται μόνο του το θέμα, είτε αυτό λέγεται Times Square είτε Chinatown, αλλά το πώς το χειρίζεται κανείς. Όλα αυτά, οι επιγραφές της Chinatown, οι εφημερίδες, έχουν να κάνουν με τον αιώνα μας, με τα σύμβολα επικοινωνίας, με τα μίντια, με την εποχή μας. Συγχρόνως όμως αντιπροσωπεύουν και τις περασμένες πλαστικές εποχές, την αρχαία Ελλάδα, την Κίνα, την Αίγυπτο. Υπάρχει μια σύγχρονη ανατομία. Όπως χρησιμοποιούσε ανατομία ο Πραξιτέλης, ο Μιχαήλ Άγγελος, υπάρχει και μία ανατομία σε οτιδήποτε σύγχρονο γίνεται. Είτε το θέμα του είναι συγκεκριμένο είτε αφηρημένο. Αυτό είναι το λεξιλόγιο της σύγχρονης τέχνης».
Ο χρυσός κανόνας της δημιουργού εμπεριέχεται σε μία φράση που συχνά επαναλάμβανε: «Σημαντικό είναι να δημιουργώ ένα έργο της εποχής μου». Γι αυτό τα έργα της δεν φοβούνται τον χώρο και τον χρόνο. Όπου κι αν βρίσκονται κατορθώνουν να στέλνουν μηνύματα αισιοδοξίας και ανάτασης σε όσους αναζητούν την εσωτερική πνευματικότητα της δημιουργίας
Είχε εκθέσει έργα της σε πάρα πολλά διάσημα μουσεία και γκαλερί στον κόσμο όπως το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (MoMA) στην Νέα Υόρκη, το Minneapolis’ Walker Art Center (1968), το Whitney (1972), το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Μόντρεαλ (1974), το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Παρίσι (1979), στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα, στα Ινστιτούτα Σύγχρονης Τέχνης της Βοστώνης και του Λονδίνου και έχει συμμετάσχει σε διάφορες εκθέσεις όπως οι Μπιενάλε του Σάο Πάολο (1963, 1969) και της Βενετίας (1972). Αξιοποίησε το νέον ως πλαστικό μέσο και τις αναλύσεις ου φωτός ως κίνητρο δημιουργικής έκφρασης μ’ έναν εντελώς προσωπικό τρόπο. Επίσης συναναστράφηκε σημαντικές προσωπικότητες της τέχνης που εκείνη την εποχή κινούνταν στην Νέα Υόρκη.
Το 1967 κατασκευάζει το έργο Κλυταιμνήστρα, από αλουμίνιο, ατσάλι, νέον που σήμερα βρίσκεται έξω από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Το έργο της Mott Street (αλουμίνιο και μεταλλικό χρώμα, 358 x 226 x 135 εκ.1981), επηρεασμένο από την Chinatown του Μανχάταν, βρίσκεται στον σταθμό «Ευαγγελισμός» του Μετρό της Αθήνας. Έργα της έχει χαρίσει, επίσης, στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης που θα γίνει στην Αθήνα.
Το 1992 επιστρέφει στην Αθήνα μετά από τριάντα πέντε χρόνια, αναζητώντας ένα ερημητήριο μέσα στην πόλη για να πραγματοποιήσει τη νέα γλυπτική της σύλληψη. Αργότερα μοιράζει το χρόνο της μεταξύ του εργαστηρίου της στον Νέο Κόσμο και του εργαστηρίου της στο Broadway, πίσω στη Νέα Υόρκη.
«Τα τελευταία σαράντα χρόνια του 20ού αιώνα έδειξαν ότι οι γυναίκες μπορούν να επιπλεύσουν. Είναι ο πρώτος αιώνας που εμφανίζονται στη δημόσια ζωή. Παλαιότερα υπέγραφαν τα βιβλία τους με ανδρικά ψευδώνυμα, γιατί δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν. Μ’ αρέσει η ζωγραφική της Μαρίκας Σατ, αλλά συνήθως προτιμούμε τη δουλειά των ανδρών της εποχής της. Έχω την αισιοδοξία ότι οι γυναίκες του 21ου αιώνα θα γίνουν τόσο τρομερές, ώστε οι θεατές των έργων τους- οι κριτικοί τέχνης στον δικό μου χώρο- θα τις προτιμούν από τους άνδρες. Το δυσάρεστο με τη γυναίκα καλλιτέχνιδα θα είναι ότι δεν υπάρχει βάση σύγκρισης. Ένας άνδρας ζωγράφος ή γλύπτης μπορεί να ακούσει ότι το έργο του, π.χ., θυμίζει Τζιότο ή Μιχαήλ Άγγελο. Δεν υπάρχει όμως γυναίκα της οποίας το έργο μπορεί να πει κανείς ότι θυμίζει Χρύσα. Αρνούμαι όμως να λάβω μέρος σε εκθέσεις μόνο με γυναίκες, γιατί απορρίπτω το γκέτο».