του Κώστα Κατσούδα*
Τα κορίτσια πούταν πρώτα στην Ε.Π.Ο.Ν. / πίνουν φάρμακα, πονάνε / και τον Στάλιν βλαστημάνε / που τις έβγαλε στο δρόμο τον κακόν
Χίτικη εκδοχή του τραγουδιού «Γιούπι-Για» (1945-46)
Eδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια η εμφύλια βία είχε αναχθεί σε κεντρικό ερμηνευτικό ζήτημα της δεκαετίας του ’40. Προκαλώντας έντονες συζητήσεις και υπερακοντίζοντας τα στενά όρια του ακαδημαϊκού διαλόγου, η μελέτη της βίας αναμφίβολα εμπλούτισε τον τρόπο που κατανοούμε όσα συνέβησαν στην πιο δραματική περίοδο της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.
Ωστόσο, οι μεθοδολογικές προϋποθέσεις που τέθηκαν και οι ερευνητικές προτεραιότητες που πρυτάνευσαν, έφεραν μεν στο προσκήνιο διαστάσεις του φαινομένου που είχαν παραγνωριστεί, συσκότισαν όμως άλλες.
Το αξίωμα ότι ο φόνος είναι η απόλυτη μορφή βίας, μετρήσιμη ποσοτικά, οδήγησε στην υποτίμηση άλλων μη ανθρωποκτόνων μορφών βίας, ενώ η τάση για ποσοτικοποίηση υποβίβασε σε δεύτερη μοίρα ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά της βίας.
Η σιωπή των ιστορικών
Γυναίκες, θύματα της “Λευκής τρομοκρατίας” του 1945-46 | ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ, τ.Δ1
Η ιστοριογραφία έχει ελάχιστα καταπιαστεί με την έμφυλη διάσταση της βίας, ιδιαίτερα δε το φαινόμενο της σεξουαλικής βίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περισσότερες μελέτες που έχουν αναγάγει τη βία σε ερμηνευτικό κλειδί της Ιστορίας, απουσιάζει οποιαδήποτε σχετική μνεία.
Οχι μόνο φαίνεται να τις διατρέχει η λογική ότι η βία της περιόδου εξαντλείται στους φόνους, αλλά και να αγνοούν την προβληματική του φύλου, σαν το ζήτημα της εμφύλιας βίας να εξαντλούνταν στη θεώρηση ότι αφορά άνδρες που σκοτώνουν άνδρες.
Δεν λείπουν και οι συγγραφείς που διεκπεραιώνουν σε μια-δυο προτάσεις το ζήτημα της σεξουαλικής βίας κατά των γυναικών σαν μία από τις πολλές μορφές φυσική βίας, μια λεπτομέρεια της Ιστορίας του ελληνικού εμφύλιου πολέμου, την οποία επιπλέον εκλογικεύουν ως κατανοητή και επουσιώδη αντεκδίκηση απέναντι στην «κόκκινη βία».
Παρόμοιοι συνδυασμοί αποσιώπησης και έμμεσης δικαιολόγησης της σεξουαλικής βίας ανακαλούν τη σαρκαστική off the record απάντηση ηγητόρων του αμερικανικού στρατού στο Βιετνάμ, όταν ερωτούνταν για ανάλογες ωμότητες σε βάρος αμάχων:
«Δεν έγιναν ποτέ – και επιπλέον τους άξιζε».
Τέτοιες προσεγγίσεις πάσχουν πολλαπλώς. Οι φρικτές εμπειρίες των συγκρούσεων στη Βοσνία και τη Ρουάντα πυροδότησαν δεκάδες επιστημονικές μελέτες του φαινομένου του πολεμικού βιασμού, οι οποίες κατέδειξαν ότι η σεξουαλική βία δεν είναι μια απλή υποκατηγορία της μη ανθρωποκτόνου βίας (ο ξυλοδαρμός και ο βιασμός δεν είναι ομόλογα φαινόμενα) ούτε έχει αμελητέες συνέπειες.
Προκαλεί βαθιές και συχνά αθεράπευτες ψυχολογικές πληγές που δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν και να αποτυπωθούν σε μαθηματικά σχήματα.
Επιπλέον, μοιάζει να λησμονείται ότι ο βιασμός δεν είναι ποτέ αυτοάμυνα και πως, στην ελληνική περίπτωση, η σεξουαλική βία αψηφά τη βολική λογική της αναλογικότητας.
Ο ΕΛΑΣ και κατόπιν ο Δημοκρατικός Στρατός άσκησαν φυσική και συχνά φονική βία κατά γυναικών, όμως ήταν κεντρική οδηγία να αποφεύγονται οι προσβολές εναντίον της γενετήσιας ελευθερίας.
Πέρα από λόγους αρχής, όπως η επαγγελία ενός προγράμματος γυναικείας χειραφέτησης, πρακτικές μέριμνες, όπως η επιδίωξη να στρατολογηθούν αντάρτισσες, συνηγορούσαν στην αποτροπή τέτοιων ενεργειών.
Όσα τέτοια κρούσματα εκδηλώθηκαν, πατάχθηκαν με αμείλικτη σκληρότητα. Οι δικαστικές πηγές επιβεβαιώνουν τα παραπάνω.
Μετά τα Δεκεμβριανά, ΕΑΜίτες και ΕΛΑΣίτες κατηγορήθηκαν, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν για κάθε είδους αδικήματα, εκτός από σεξουαλικές επιθέσεις.
Το ίδιο φαίνεται ότι συνέβη και με τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Η ευθύνη για τη σεξουαλική βία δεν μπορεί να μοιραστεί ισομερώς μεταξύ των εμπολέμων.
Ηταν ασύμμετρο όπλο στα χέρια της μίας από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις του εμφύλιου πολέμου.
Αποσιώπηση κι ατιμωρησία
Ένοπλες επονίτισσες στην Τριφυλλία (1944) | ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ, τ.Δ1
Οι μεθοδολογικές ή άλλες εμμονές εξηγούν μόνο εν μέρει την έλλειψη ενδιαφέροντος για το φαινόμενο της σεξουαλικής βίας. Υπάρχει το πρόβλημα των πηγών.
Οι σχετικές αναφορές είναι αρκετές, όμως είναι αποσπασματικές και από δεύτερο χέρι. Η αξιοπιστία τους είναι δύσκολο να διασταυρωθεί.
Ως προς την έκταση του φαινομένου, το μόνο που διαθέτουμε είναι οι καταγγελίες της δεξιάς βίας από τις ΕΑΜικές οργανώσεις.
Εκθεση της Εθνικής Αλληλεγγύης προς την Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ καταγράφει μόλις 165 βιασμούς μεταξύ Φεβρουαρίου 1945 και Μαρτίου 1946.
Το δε υπόμνημα του Δημοκρατικού Στρατού προς την Ερευνητική Επιτροπή του ΟΗΕ έναν χρόνο αργότερα, το οποίο πάντως καλύπτει μόνο τη μισή επικράτεια της χώρας, αναφέρει 211 βιασμούς.
Δεν διαθέτουμε στατιστικές για τη φάση κλιμάκωσης του εμφύλιου πολέμου από την άνοιξη του 1947 και μετά. Αλλά και οι προαναφερθέντες αριθμοί δεν αντανακλούν επ’ ουδενί τα πραγματικά μεγέθη για την κατ’ εξοχήν περίοδο της Λευκής Τρομοκρατίας.
Το ΕΑΜ επεξεργαζόταν στοιχεία από περιστατικά για τα οποία είχαν υποβληθεί μηνύσεις.
Αποτελούσαν ένα κλάσμα του συνόλου και προϋπέθεταν αξιοθαύμαστο προσωπικό θάρρος εκ μέρους των μηνυτριών.
Το κοινωνικό στίγμα, αλλά και ο φόβος μην επισύρουν χειρότερα αντίποινα, εξανάγκαζε τα περισσότερα θύματα σε σιωπή.
Ας σκεφτούμε ότι στη δική μας εποχή, όταν πια έχει συντελεστεί ραγδαία μεταβολή των νοοτροπιών και οι διωκτικοί μηχανισμοί έχουν ευαισθητοποιηθεί, ο βιασμός παραμένει το λιγότερο καταγγελλόμενο έγκλημα.
Οι εγκληματολόγοι εκτιμούν ότι λιγότεροι από έναν στους πέντε βιασμούς καταγγέλλονται στις Αρχές. Μπορούμε να υποψιαστούμε τι συνέβαινε πριν από εβδομήντα χρόνια, σε συνθήκες οξείας πολιτικής πόλωσης.
Σύμφωνα με ξένους ερευνητές, οι βιασμοί πάντα υποαντιπροσωπεύονται στις στατιστικές των εγκλημάτων πολέμου.
Κάποιοι από αυτούς μάλιστα προτείνουν να πολλαπλασιάζουμε τα καταγεγραμμένα κρούσματα επί είκοσι για να έχουμε μια κατά προσέγγιση αίσθηση των πραγματικών μεγεθών.
Πράγματι, σε περιπτώσεις που οι παθούσες συνδέονταν έστω και κατ’ ελάχιστον με το ΕΑΜικό κίνημα, βρίσκονταν αντιμέτωπες με ένα πυκνοδομημένο πλέγμα προκατάληψης:
➤ των κρατικών αρχών που απέρριπταν τέτοια διαβήματα ως «αποκυήματα νοσηράς φαντασίας»,
➤ των αστυνομικών οργάνων που, όταν καταδέχονταν να σημειώσουν τέτοια περιστατικά στα δελτία συμβάντων, φρόντιζαν να προσθέτουν ότι τα θύματα ήταν «κακής διαγωγής» (άρα, κατά το κοινώς λεγόμενο, «πήγαιναν γυρεύοντας»),
➤ των μαρτύρων υπεράσπισης στις δίκες, οι οποίοι ορκίζονταν ότι «οι εθνικιστές δεν κάνουν τέτοια» και δεν απέκλειαν τα θύματα να ενεπλάκησαν σε όργια με «συναγωνιστές» για να δυσφημίσουν άσπιλους πατριώτες,
➤ των συνηγόρων υπεράσπισης που τις καλούσαν να προσκομίσουν πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων για να διαπιστωθεί το ποιόν τους,
➤ των βασιλικών επιτρόπων που φιλοφρονούσαν τους κατηγορουμένους και ζητούσαν να αντιμετωπιστούν με επιείκεια λόγω των αντικομμουνιστικών τους διαπιστευτηρίων,
➤ των δικαστών που ελαφρά τη καρδία αποφαίνονταν ότι τα θύματα δεν είχαν υποστεί δα και κάποια σοβαρή σωματική βλάβη.
Μια εμπειρική έρευνα στα διαθέσιμα δικαστικά αρχεία δείχνει ότι υπήρξαν ελάχιστες καταδίκες.
Θύματα με μητρώο αριστερής δράσης δεν έβρισκαν δικαίωση σχεδόν ποτέ, ακόμη και αν η ακροαματική διαδικασία παρήγε συντριπτικά στοιχεία σε βάρος των κατηγορουμένων.
Σε κάποιες περιπτώσεις, οι αποφάσεις ήταν ιδιαίτερα προκλητικές (βλ. παράπλευρη στήλη). Η ατιμωρησία ήταν το εκτροφείο και της σεξουαλικής βίας.
Από τον «Θίασο» του Θ. Αγγελόπουλου…
Μια «τιμωρητική» πρακτική
Αν και δεν είναι πάντα απλό να ξεδιαλύνουμε τα όρια δημόσιου και ιδιωτικού, οι υπάρχουσες πηγές μάς επιτρέπουν να σκιαγραφήσουμε τυπολογίες του εμφυλιοπολεμικού βιασμού.
Η σεξουαλική βία της περιόδου 1945-1947 αναπαράγει εν πολλοίς το γνωστό μοτίβο βίας της Λευκής Τρομοκρατίας.
Είναι φαινόμενο κυρίως της υπαίθρου.
Ομάδες ενόπλων εισέβαλλαν τις μικρές ώρες της νύχτας σε σπίτια με την πρόφαση της έρευνας για κρυμμένα όπλα, της αναζήτησης καταζητούμενων ή του ελέγχου ταυτοτήτων και κατέληγαν να σέρνουν το θύμα τους στους αγρούς δήθεν για ανάκριση, στην πραγματικότητα για να βιαιοπραγήσουν σε βάρος του.
Ενώ στην περίπτωση των ανδρών επακολουθούσε ξυλοδαρμός, στην περίπτωση των γυναικών το ρεπερτόριο συχνά περιλάμβανε σεξουαλική κακοποίηση.
Αλλοτε οι δράστες αναζητούσαν κάποιον άνδρα και όταν δεν τον εντόπιζαν, ξεσπούσαν πάνω στις γυναίκες του σπιτιού. Σε άλλες περιστάσεις εξ αρχής στόχος τους ήταν οι γυναίκες, δηλαδή ο βιασμός ήταν προμελετημένος.
Aιχμάλωτες αντάρτισσες κατά τη διαδικασία μεταγωγής τους στα «σημεία υψηλού κινδύνου» – ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ Ν.Ε. ΤΟΛΗ (Αθήνα 1998)
Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε περιόδους κανονικότητας, οι βιασμοί εκείνης της εποχής ήταν συχνότατα ομαδικοί με έντονο το στοιχείο της σαδιστικής βίας.
Φαίνεται ότι επρόκειτο για ενσυνείδητη επιλογή.
Εγκληματολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί έχουν διαπιστώσει ότι τα θύματα ακραίων μορφών κακοποίησης υφίστανται σοβαρότερο ψυχικό κλονισμό και δυσκολεύονται περισσότερο να αποκαταστήσουν μια ισορροπία στη ζωή τους.
Μερικές φορές η κακοποίηση ολοκληρωνόταν με την εκτέλεση του θύματος.
Όταν βασικός στόχος ήταν ο βιασμός, ο φόνος ήταν ένας τρόπος για να καλυφθούν τα ίχνη των δραστών.
Οι νεκρές δεν μπορούν να μιλήσουν. Οταν είχε ληφθεί απόφαση για την εξόντωση του θύματος, η σεξουαλική κακοποίηση ήταν το μαρτυρικό πρελούδιο του προαποφασισμένου τέλους.
Τα παραπάνω συνιστούν ακόμα έναν λόγο που το αληθινό μέγεθος των βιασμών δεν θα μαθευτεί ποτέ. Αρκετοί κρύφτηκαν πίσω από φόνους και εξαφανίσεις.
Τα θύματα μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες.
Κατ’ αρχάς ήταν σχετικά νεαρής ηλικίας γυναίκες που πολύ σχηματικά μπορούμε να περιγράψουμε ως ακτιβίστριες: ΕΠΟΝίτισσες, καθοδηγήτριες του ΕΑΜ κ.ά.
Αυτές συνήθως επιλέγονται και ως θύματα διαπομπεύσεων. Σε αντίθεση με τους βιασμούς που συνήθως λάμβαναν χώρα εν κρυπτώ, οι διαπομπεύσεις προϋπέθεταν τη δημόσια έκθεση.
Η γνωστότερη μορφή διαπόμπευσης υπήρξε το κούρεμα των μαλλιών.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με ακόμα μια ελληνική πρωτοτυπία: ενώ στην υπόλοιπη απελευθερωμένη Ευρώπη η βάναυση αυτή τιμωρία επιβλήθηκε σε γυναίκες που κατηγορήθηκαν για ερωτικές ή άλλες δοσοληψίες με τον κατακτητή, στη μεταπολεμική Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε σχεδόν αποκλειστικά εναντίον γυναικών που είχαν θητεύσει στην ΕΑΜική Αντίσταση.
Το κούρεμα των μαλλιών, συχνά μια ιδιαίτερα επώδυνη διαδικασία (μαρτυρίες μνημονεύουν εθνικόφρονες οπλαρχηγούς που προτιμούσαν να χρησιμοποιούν μαχαίρια αντί για ψαλίδια για να μεγιστοποιούν τον πόνο), συνιστούσε μια συμβολική πράξη εξάλειψης της ταυτότητας του θύματος.
Η “έκφυλη συμμορίτισσα”, όπως την έβλεπε το επίσημο περιοδικό της Υπηρεσίας Στρατιωτικού Τύπου (20/4/1948) Πηγή: ΑΣΚΙ
Αρκετές φορές είχε σεξουαλικό υπόβαθρο: σε κάποιες περιπτώσεις αντικομμουνιστικές συμμορίες χάραζαν στα μάγουλα των θυμάτων το γράμμα «Π» («Πόρνη»), άλλοτε παρέτειναν τον εξευτελισμό με έκθεση του γυμνού σώματος του θύματος σε κοινή θέα, ορισμένες φορές το χυδαίο τελετουργικό επιστεγαζόταν με βιασμό.
Βασικός στόχος τέτοιων πρακτικών φαίνεται να ήταν η συντριβή του φρονήματος γυναικών που αποτόλμησαν να παραβούν τα παραδοσιακά έμφυλα πρότυπα συμπεριφοράς.
Όμως, προτιμώμενοι στόχοι φαίνεται να ήταν γυναίκες που οι ίδιες μεν είχαν ελάχιστη πολιτική εμπλοκή, αλλά οι άνδρες συγγενείς τους είχαν διαδραματίσει ρόλο στο πρώτο αντάρτικο.
Αυτοί συνήθως απουσίαζαν από την οικογενειακή στέγη, επειδή φυγοδικούσαν ή κρατούνταν στις φυλακές.
Άλλοτε ήταν κι αυτοί παρόντες στο σπίτι και ενίοτε υποχρεώνονταν να παρακολουθήσουν το δράμα των προσφιλών τους προσώπων.
Ο πόνος προκαλούνταν στα θύματα, αλλά το μήνυμα απευθυνόταν προς τους άρρενες οικείους τους.
Εκφερόμενο στον παραδοσιακό κώδικα των πατριαρχικών αξιών, ήταν μια υπενθύμιση της ανημπόριας τους να προστατέψουν την τιμή των συζύγων, μανάδων, κορών και αδελφών τους.
Εάν βασικός στόχος της Λευκής Τρομοκρατίας ήταν η πολιτική αποστράτευση των οπαδών της Αριστεράς και η αποδιάρθρωση των οργανωτικών αρμών της ΕΑΜικής παράταξης, τότε η σεξουαλική βία δηλητηρίαζε τη σχέση των θυμάτων με τον άμεσο περίγυρό τους και διασπούσε τις κοινωνικές και οικογενειακές σχέσεις των αντιπάλων ως ατόμων.
Ο βιασμός στις παραδοσιακές κοινωνίες στιγματίζει περισσότερο το θύμα παρά τον θύτη.
Οι παθούσες εξαναγκάζονταν να αποτραβηχτούν στην οικιακή σφαίρα ή να εγκαταλείψουν τους τόπους διαμονής τους για να αποφύγουν την κοινωνική κατακραυγή.
Αναφέρονται και περιστατικά όπου χώρισαν ζευγάρια και μέλη οικογενειών ψυχράνθηκαν μεταξύ τους.
Υπάρχει η τάση να καταλογίζεται η διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων στην απειθαρχία ανεξέλεγκτων ομάδων που έψαχναν να προσποριστούν προσωπικές ανταμοιβές σε ένα περιβάλλον γενικευμένης βαρβαρότητας.
Αυτή η ερμηνεία δεν στερείται αληθοφάνειας, καθώς αφενός οι κύριοι αυτουργοί σεξουαλικών εγκλημάτων ήταν συμμορίες ιδιωτών, αφετέρου δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να τεκμηριώνει ότι οι βιασμοί του ελληνικού εμφυλίου είχαν συστηματικό χαρακτήρα ή υπάκουαν σε άνωθεν διαταγές.
Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να σημειωθεί ότι τα θύματα δεν ήταν τυχαία επιλεγμένα, αλλά στοχοποιούνταν εξαιτίας της πραγματικής ή υποτιθέμενης ένταξής τους στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Επιπλέον, αν το κράτος ήταν αποφασισμένο να περιορίσει το φαινόμενο, τότε η παραστρατιωτικοποίηση των δεξιών ατάκτων, δηλαδή η υπαγωγή τους υπό στρατιωτικό έλεγχο στην ύστερη φάση της σύρραξης, θα συνεπαγόταν τη δραστική μείωση τέτοιων κρουσμάτων.
Ανοιχτά ερωτήματα
Τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν είναι αρκετά για να εκφέρουμε ολοκληρωμένη γνώμη για τις πρακτικές σεξουαλικής κακοποίησης το 1947-1949.
Από τη μια, υπάρχει πληθώρα αναφορών σε περιστατικά όπου κληρωτοί προστάτευσαν αιχμάλωτες αντάρτισσες από τις σαδιστικές παρορμήσεις παραστρατιωτικών, από την άλλη όμως συνάγεται ότι τα σημεία υψηλού κινδύνου για τη διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων ήταν τα αυτοσχέδια προσωρινά κρατητήρια στα μετόπισθεν των επιχειρήσεων και τα στρατόπεδα αιχμαλώτων, δηλαδή χώροι που τελούσαν υπό την εποπτεία των ενόπλων δυνάμεων.
Η διενέργεια σεξουαλικοποιημένων βασανιστηρίων από άνδρες των σωμάτων ασφαλείας είναι επίσης κοινό μυστικό.
Η έκταση του φαινομένου είναι άγνωστη. Οι αιχμάλωτες, οι πολιτικές κρατούμενες και εξόριστες ήταν υποκείμενα που διαβιούσαν σε καθεστώς εξαίρεσης και συνεπώς αδυνατούσαν να κινήσουν νομικές διαδικασίες εναντίον των βασανιστών τους.
Η τραγική ιστορία της δασκάλας Πέπης Καραγιάννη είναι διδακτική: ο βασανισμός και ο βιασμός της από ασφαλίτες στην Αθήνα το 1946 παρουσιάστηκε από τις Αρχές ως ατύχημα που προκλήθηκε από δική της υπαιτιότητα.
Με λίγα λόγια, υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι το φαινόμενο της σεξουαλικής βίας στον ελληνικό εμφύλιο προσέλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις από αυτές που θέλουμε να πιστεύουμε.
Η ιστορική έρευνα μπορεί να γκρεμίσει τα τείχη της σιωπής και να φωτίσει περαιτέρω αθέατες πτυχές ενός από τα μεγάλα ταμπού της Ιστορίας της δεκαετίας του ’40.
Η αμνήστευση του «αντισυμμοριακού» βιασμού
Ένα ντοκουμέντο του 1948
Ένοπλοι παρακρατικοί στη Θεσσαλία (1947) Ένοπλοι παρακρατικοί στη Θεσσαλία (1947). | ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ Ν.Ε. ΤΟΛΗ (Αθήνα 1998)
Το ΚΘ’ Ψήφισμα «περί αμνηστείας παραδιδομένων στασιαστών κτλ.» της 14ης Σεπτεμβρίου 1947 ήταν η πολυδιαφημισμένη αμνηστία του πρωθυπουργού Θεμιστοκλή Σοφούλη.
Υποσχόταν την αμνήστευση κάθε είδους αδικημάτων που σχετίζονταν «με την συμμοριακήν ή αντισυμμοριακήν δράσιν» για όσους «στασιαστές» παρουσιάζονταν αυτοβούλως στις Αρχές εντός δίμηνης προθεσμίας.
Παρότι το νομοθέτημα απευθυνόταν ουσιαστικά στους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, τα στοιχεία του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως δείχνουν ότι από τους περίπου 10.000 φυγόδικους που κατέθεσαν τα όπλα, τα δύο τρίτα ήταν μέλη αντικομμουνιστικών ομάδων.
Η αμνηστία έγινε «πλυντήριο» των εγκλημάτων της Λευκής Τρομοκρατίας και διευκόλυνε πολλούς άτακτους της Δεξιάς, αναβαπτισμένους πια, να συνεχίσουν τη μάχη κατά της «ανταρσίας» υπό τη σκέπη του κράτους, ως ΜΑΥδες και χωροφύλακες «άνευ θητείας».
Αρκετοί από όσους επικαλέστηκαν τις ευεργετικές διατάξεις του ΚΘ’ Ψηφίσματος επιζήτησαν την αμνήστευση πράξεων βιασμού.
Η στάση των δικαστηρίων δεν ήταν ομόφωνη. Συνήθως, πάντως, τέτοια αιτήματα απορρίπτονταν ως απαράδεκτα.
Το σκεπτικό των αποφάσεων κατά κανόνα υπογράμμιζε ότι ο βιασμός δεν μπορούσε να θεωρηθεί μέρος του «αντισυμμοριακού» αγώνα.
Σε άλλες περιστάσεις, τα δικαστήρια απέφευγαν να αποφασίσουν ώσπου να λάβουν διευκρινίσεις από τον Αρειο Πάγο.
Το κακό ήταν μικρό βέβαια: ακόμη κι αν δεν πετύχαιναν να αμνηστευτούν, οι κατηγορούμενοι τέτοιων πράξεων κατά κανόνα αθωώνονταν πανηγυρικά.
Σε περιπτώσεις που τα θύματα ανήκαν στην αντίπαλη πολιτική παράταξη, η ατιμωρησία των βιαστών ήταν περίπου εξασφαλισμένη.
Η δικαστική απόφαση που παρουσιάζουμε εδώ αποτελεί ένα ιδιαίτερα επαίσχυντο δείγμα της αντιμετώπισης της σεξουαλικής βίας από τις ελληνικές δικαστικές αρχές.
Στην προκειμένη υπόθεση, οι δράστες –Χίτες από την Ακαρνανία, που δεν μπήκαν καν στον κόπο να τιμήσουν τη διαδικασία με την παρουσία τους- αμνηστεύτηκαν.
Το Κακουργιοδικείο Λευκάδας έκρινε ότι ο φόνος ενός αριστερού στελέχους, αλλά και ο ομαδικός βιασμός της συζύγου του –από έξι άτομα, με το μαχαίρι στον λαιμό, πλάι στο πτώμα του άντρα της– αποτελούσαν σκέλη του πολέμου κατά του «εσωτερικού εχθρού».
Ας σημειωθεί ότι στον δολοφονηθέντα προσάπτεται post mortem η ηθική αυτουργία κατοχικών εγκλημάτων, αλλά και ότι αμφότερα τα θύματα περιγράφονται ψευδώς ως «συμμορίτες» του ΕΑΜ, παρότι ήταν άοπλα και το ΕΑΜ ήταν ένας νόμιμος πολιτικός συνασπισμός κομμάτων το 1946.
Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε από δημοσιευμένες μαρτυρίες για τον εμφύλιο πόλεμο στη Στερεά Ελλάδα, η εν λόγω γυναίκα είχε βιαστεί ξανά στο παρελθόν από παρακρατικούς που δεν εννοούσαν να αφήσουν τον σύζυγό της σε ησυχία.
Την πρώτη φορά η υπόθεση «θάφτηκε». Το αντρόγυνο υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το χωριό του για να μετοικήσει κοντά στο Αγρίνιο, αναζητώντας ματαίως ασφάλεια.
Οι διώκτες το εντόπισαν ξανά και ολοκλήρωσαν την κτηνωδία.
Αυτή τη φορά, η παθούσα χήρα είδε τους δολοφόνους του άντρα της και βιαστές της να δικαιώνονται ενώπιον δικαστηρίου.
≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈
Αριθ. 14
Το Δικαστήριον των εν Λευκάδι Συνέδρων
Συγκείμενον εκ των Δικαστών Μ.Α. Προέδρου, Δ.Κ. και Γ.Ψ.
Συνεδριάσαν δημοσίως εν τω ακροατηρίω του την 10 Μαρτίου 1948 παρουσία του τε Εισαγγελέως των ενταύθα Πλημμ/δικών Ε.Π. και του Γραμματέα των αυτών Πλημμ/δικών Σ.Α., ίνα αποφανθή εάν αι εις τους κατηγορουμένους 1) Δ.Ν., 2) Μ.Μ., 3) Γ.Ν., 4) Φ.Ν., 5) Ε.Μ. και 6) Ε.Ν.,… απόντας, αποδιδόμεναι πράξεις του φόνου, βιασμού και οπλοχρησίας, εμπίπτουσιν εις τας διατάξεις του ΚΘ’ Ψηφίσματος «περί αμνηστείας παραδιδομένων στασιαστών»…
[…]
Σκεφθέν κατά τον Νόμον
Επειδή κατά την αληθή έννοιαν της διατάξεως του άρθρου 1 του ΚΘ’ Ψηφίσματος “περί αμνηστείας των παραδιδομένων στασιαστών” και την γενομένην δήλωσιν του επί της Δικαιοσύνης Υπουργού, καταχωρισθείσαν εις τα επίσημα πρακτικά της Βουλής,… εις την δι’ αυτού παρεχομένην αμνηστείαν περιλαμβάνονται, συν τοις άλλοις, και οι εκνόμως δράσαντες, εφόσον η δράσις αυτών σχετίζεται οπωσδήποτε με την συμμοριακήν ή αντισυμμοριακήν δράσιν, ανεξαρτήτως των βαθυτέρων αιτιών, υφ’ ων εκινήθησαν οι δράσται και του δοθέντος εις το αδίκημα χαρακτηρισμού…
Επειδή εκ των εν τη δικογραφία ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων της κατηγορίας και λοιπών εγγράφων προκύπτει και το Δικαστήριον πείθεται ότι τα κατά των κατηγορουμένων 1) Δ.Λ.Ν., 2) Μ.Μ., 3) Γ.Ν., 4) Φ.Ν., 5) Ε.Π.Μ. και 6) Ε.Ν., εμφανισθέντων εμπροσθέτως και κατά τους όρους και προϋποθέσεις του ειρημένου ΚΘ’ Ψηφίσματος, κατά τας προσαγομένας εκθέσεις εμφανίσεώς των, αποδιδόμενα αδικήματα διά του υπ’ αριθ. 449/1946 βουλεύματος του Συμβουλίου των εν Αγρινίω Πλημμελειοδικών, ετελέσθησαν κατ’ Ιούλιον 1946 και αφορμήν είχον τον διεξαγόμενον και τότε αντισυμμοριακόν αγώνα των κατηγορουμένων τούτων κατά των συμμοριτών της οργανώσεως ΕΑΜ, μέλη της οποίας ετύγχανον οι παθόντες, εκ των οποίων μάλιστα ο Ν.Γ. υπεύθυνος ων της οργανώσεως ΕΑΜ εν τω χωρίω του εγένετο παραίτιος του φόνου υπ’ αυτής συγγενών προσώπων των κατηγορουμένων και άλλων Εθνικοφρόνων πολιτών, δι’ ους φόνους και είχε φυλακισθή ούτος, πλην αμνηστευθείς δυνάμει του Νόμου 753. Συνέπεται όθεν ότι και τα αδικήματα ταύτα των ειρημένων κατηγορουμένων, εμφανισθέντων εμπροσθέτως, ως ερρέθη, ημνηστεύθησαν κατά το άρθρον 1 του Ψηφίσματος και δέον να παύση πάσα κατ’ αυτών διαδικασία… επί τούτοις.
[…]
Δια ταύτα
Παύει πάσαν ποινικήν διαδικασία κατά των κατηγορουμένων 1) Δ.Λ.Ν. 2) Μ.Μ., 3) Γ.Ν., 4) Φ.Ν., 5) Ε.Π.Μ. και 6) Ε.Ν. …, επί τω ότι υπό κοινού συμφέροντος κινούμενοι συναπεφάσισαν την εκτέλεσιν των επομένων αξιοποίνων πράξεων και ένεκα τούτων συνομολογήσαντες προς αλλήλους αμοιβαίαν συνδρομήν την νύκτα της 18ης προς την 19ην Ιουλίου 1946 εις θέσιν “Ζαπάντι” της Μεγάλης Χώρας Αγρινίου, εκ προμελέτης απεφάσισαν και εσκεμμένως εξετέλεσαν ανθρωποκτονίαν κατά του Ν.Γ. πλήξαντες αυτόν διά μαχαιρών αιχμηρών εις διάφορα του σώματός του μέρη, εξ ων πληγμάτων ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε ο θάνατος τω παθόντι, 2) κατά τον αυτόν ως άνω τόπον και χρόνον ηνάγκασαν εις ασέλγειαν την Β. χήραν Ν.Γ. μεταχειριζόμενοι κατ’ αυτής σωματικήν βίαν και απειλάς, ηνωμένας με επικείμενον κίνδυνον του σώματος και της ζωής της, ήτοι απειλούντες διά των ως άνω όπλων ότι θα φονεύσωσιν αυτήν, έρριψαν χαμαί και ησέλγησαν κατ’ αυτής και 3) των απηγορευμένων τούτων όπλων εποιήσαντο χρήσιν προς διάπραξιν του άνω κακουργήματος του φόνου, ήτις χρήσις δεν αποτελεί, κατ’ ειδικήν του νόμου διάταξιν, στοιχείον του αδικήματος.
[…]
Εκρίθη, απεφασίσθη και απηγγέλθη εν Λευκάδι τη 10 Μαρτίου 1948 δημοσία επ’ ακροατηρίου.
[Πηγή: Γενικά Αρχεία του Κράτους Ν. Αχαΐας, Αρχείο Εφετείου Πατρών, Αρχείο Κακουργιοδικείου Λευκάδας, ΑΒΕ: 310, ΑΕΕ (Δικαστικά): 27.2]
≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈
*υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας
Επιμέλεια: Τάσος Κωστόπουλος
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών