της Έλενας Πατατούκα*

Η ταινία: Mammoth, 2009

Σκηνοθεσία: Lukas Moodysson, Σουηδία

H ταινία αφορά την αφήγηση της ιστορίας της Gloria. Η Gloria είναι μια “καθημερινή” γυναίκα, Φιλιππινέζα εσωτερική οικιακή βοηθός, η οποία είναι υπεύθυνη για τη φροντίδα ενός μικρού κοριτσιού. Εκτός όμως από τη Gloria, παρατηρούμε τις ζωές του πλούσιου αμερικάνικου ζευγαριού που είναι οι εργοδότες της Gloria και κατοικούν στο Μανχάταν, Ellen και Leo, και της κόρης τους, Jackie. Συναντάμε, όμως, και τα παιδιά της Gloria, Salvador και Manuel, που έχει αφήσει πίσω στις Φιλιππίνες, όπως και τη μητέρα της που τα φροντίζει. Επίσης, συναντάμε “τυχαία”  γυναίκες που εκδίδονται, όπως η “Cookie”. Η ιστορία  διαδραματίζεται σε 3 χώρες: Ηνωμένες Πολιτείες, Σιγκαπούρη και Φιλιππίνες, θέλοντας να δηλώσει ότι η καθημερινότητα του καθένα διαδραματίζεται δια-εθνικά, μεταξύ πολλών εθνών-κρατών. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι είναι το ίδιο εύκολο για τον κάθε ήρωα να διαπεράσει τα  εθνικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και οικονομικά σύνορα. Οι περισσότερες ηρωίδες είναι καθημερινές γυναίκες που ζουν και εργάζονται σκληρά, είτε στο σπίτι, είτε στα σπίτια Άλλων, είτε στο δρόμο, είτε σε πιο “κανονικούς” χώρους εργασίας, χώρους που προσφέρουν “κανονικό” ωράριο και μισθό, κοινωνική ασφάλιση, συγκεκριμένα καθήκοντα. Η ταινία τελειώνει με την επιστροφή της Gloria στην πατρίδα της, αφού όμως έχουν προκύψει σειρά απο ζητήματα και για την ίδια, αλλά και για τη δυτική οικογένεια, τα οποία κάνουν τους χαρακτήρες να διαπραγματευτούν τις πολλαπλές τους ατομικές και συλλογικές ταυτότητες.

Παρακάτω θα αναλυθούν μια σειρά από ζητήματα που η ταινία αναδεικνύει, όπως η δια-εθνική μητρότητα και το θέμα της οικογένειας, η μετανάστευση, οι σχέσεις εργοδότριας – οικιακής βοηθού – ανήλικου παιδιού που φροντίζει – σχέση που δεν μπορεί να περιγραφεί μόνο από το δίπολο κεφάλαιο-εργασία. Η ταινία τελειώνει με την επιστροφή της Gloria στην πατρίδα της, αφού όμως έχουν προκύψει σειρά απο ζητήματα και για την ίδια, αλλά και για τη δυτική οικογένεια, τα οποία κάνουν τους χαρακτήρες να διαπραγματευτούν τις πολλαπλές τους ατομικές και συλλογικές ταυτότητες.

Για την οικιακή εργασία

Η ταινία επεξεργάζεται έναν κατεξοχήν θηλυκοποιημένο χώρο εργασίας όπως είναι η οικιακή εργασία και οι εργασίες φροντίδας. Εργασίες όπως ο καθαρισμός ή η φυλαξη των παιδιών και των ηλικιωμένων έχουν δύο πυρηνικά χαρακτηριστικά: α) συνεχίζουν να θεωρούνται “μη εργασία” σε κυρίαρχες οικονομικές προσεγγίσεις και ανήκουν στη σφαίρα του άτυπου και β) έχουν φυσικοποιηθεί ως γυναικείες. Η οικιακή εργασία εντάσσεται στη σφαίρα της άτυπης εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η εργασία, δεν μπορεί να προσεγγίστει μόνο με όρους απασχόλησης/αμοιβής, καθώς δίπλα στην ασφαλή απασχόληση με συμβάσεις εργασίας, παροχές και επιδόματα – η οποία στην τρέχουσα συγκυρία ολοένα τείνει να εκλείψει- συμβαδίζουν πιο ευέλικτες, εποχιακές και ευκαιριακές μορφές εργασίας, που συχνά υπάγονται σε οικογενειακά δίκτυα. Οι δραστηριότητες αυτές αν και δεν αποτελούν “εργασία” για τις επίσημες στατιστικές, αποτελούν “εργασία” για τα ίδια τα υποκείμενα. Γίνεται αντιληπτό ότι η ίδια η έννοια της δουλειάς μπορεί να διαφέρει από τόπο σε τόπο, διαχρονικά και ανάλογα με τις συνθήκες.

Η οικιακή εργασία δεν έχει έναν συμπαγή ορισμό, όπως έχει γίνει παραδοσιακά από οικονομολόγους με τη διάκριση σε παραγωγική και μη παραγωγική: πχ. η δραστηριότητα του σιδερώματος απο μόνη της χωρίς να είναι γνωστές οι κοινωνικές σχέσεις μέσα στις οποίες πραγματοποιείται δεν επιτρέπει να προσδιορίσουμε αν πρόκειται για εργασία ή όχι: Μπορεί να γίνεται από τη νοικοκυρά ως προσφορά στην οικογένεια, αλλά και από κάποια άλλη γυναίκα που εργάζεται στο νοικοκυριό.

Από τη νοικοκυρά στη μετανάστρια που “βοηθάει” και πάλι πίσω λόγω κρίσης;

Τα οικιακά καθήκοντα που προσφέρονταν απλήρωτα απο την γυναίκα ως “αγάπη, προσφορά και φροντίδα” στο πλαίσιο της οικογένειας, επιτελούνται τώρα με αμοιβή, από μια άλλη γυναίκα. Έτσι, οι ντόπιες ελέγχουν τον καθημερινό τους χρόνο περισσότερο προς όφελός τους και οι μετανάστριες εξασφαλίζουν το απαραίτητο εισόδημα. Η ανακατανομή πάντως διαδραματίζεται εντός της γυναικείας σφαίρας, ενώ οι άνδρες παραμένουν αμέτοχοι στις ανακατατάξεις που λαμβάνουν χώρο στο νοικοκυριό (Βαϊου κ.ά. 2007). Η αναδιάρθρωση του νοικοκυριού εγγράφει μέσα της έντονες αντιφάσεις, καθώς εργασίες που η εργοδότρια κάνει μόνη της, για χρόνια και απλήρωτα, τις αναθέτει σε μια άλλη γυναίκα επί πληρωμή. Παράλληλα, η μετανάστρια αναλαμβάνει τις ίδιες δουλειές εντός της οικογένειάς της σαν προσφορά, ενώ κάνοντας τις ίδιες ακριβώς δουλειές έχει αμειφθεί σε άλλο πλαίσιο. Η παλινδρόμηση μεταξύ γυναικείας προσφοράς και γυναικείας εργασίας είναι έντονη και διαμορφώνει το πλαίσιο των έμφυλων σχέσεων μεταξύ γυναικών. Οι έμφυλες ανισότητες μετατοπίζονται εις βάρος γυναικών άλλης φυλής και εθνότητας.

Η μητρότητα και οι διαφορετικές ερμηνείες της

Αξίζει, στο σημείο αυτό, να επισημανθούν οι διαφορετικές εννοιολογήσεις της μητρότητας που σταχυολογούνται αδρομερώς στην ταινία. Παρουσιάζονται μια σειρά από διαφορετικές μητέρες: η Gloria, μητέρα μετανάστρια που ζει και εργάζεται μακριά από τα παιδιά της για να τους εξασφαλίσει μια οικονομικά πιο “άνετη” ζωή, η σύζυγος της δυτικής οικογένειας με υψηλό βιοτικό και εκπαιδευτικό επίπεδο, η οποία λόγω της δουλειάς της χρειάζεται κάποια άλλη γυναίκα για τη φροντίδα της κόρης της. Επίσης, υπάρχει ο χαρακτήρας της γιαγιάς που μεγαλώνει τα παιδιά της εσωτερικής μετανάστριας. Το ιδανικό της βιολογικής μητέρας που μεγαλώνει το παιδί της και στην περίπτωση της εργοδότριας και στην περίπτωση της μετανάστριας – αλλά και σ΄όλες τις υπόλοιπες εκδοχές-, διαρρηγνύεται αμφιπλεύρως. Και οι δύο γυναίκες βασίζονται σε άλλες για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, είτε με πληρωμή, είτε με γυναίκες της διευρυμένης οικογένειάς τους. Δεν υπάρχει το κυρίαρχο μοντέλο ή το θεωρητικό ιδεώδες που συνδέει άρρηκτα τη μητέρα με τα παιδιά και τους απομονώνει στον οικιακό χώρο 24 ώρες το 24ωρο. Στη θέση του βρίσκουμε μια πλούσια γκάμα διαφορετικών καταστάσεων, πάντα όμως η ανατροφή των παιδιών παραμένει στη γυναικεία σφαίρα.Το πολιτισμικό ιδανικό, βέβαια, για τη Gloria είναι η αποκλειστική σχέση της μητέρας με τα παιδιά της καθ΄όλη τη διάρκεια της ημέρας.

Εννοιολογήσεις της παιδικότητας

“Μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα μικρές αποκλίσεις υπήρχαν ανάμεσα στα παιγνίδια πού διασκέδαζαν τα παιδιά και στα παιγνίδια πού διασκέδαζαν ενηλίκους, δηλαδή υπήρχαν ελάχιστες απολαύσεις της παιδικής ηλικίας που οι ενήλικοι θεωρούσαν οτι στερούνται ενδιαφέροντος. Κούκλες με καλοδουλεμένες ενδυμασίες ενδιέφεραν ανθρώπους κάθε ηλικίας. Ανθρώπους κάθε ηλικίας ετερπναν επίσης τα στρατιωτάκια. Ο λόγος που μοιράζονταν τα ίδια παιγνίδια, κούκλες και αθύρματα, ήταν ακριβώς ότι τότε δεν υφισταντο κάθετοι διαχωρισμοί ανάμεσα στα στάδια της ζωής. Αφού, το νεαρό πρόσωπο ήταν αρτιφανής ενήλικος απο νεαρότατη ηλικία, οι διασκεδάσεις του δεν χρειάζονταν να είναι αυτοτελείς.” Σένετ Ρ., Η Τυραννία της Οικειότητας, 1977

Οι κυρίαρχες δυτικές εικόνες παρουσιάζουν τα παιδιά στα πρώτα στάδια της ηλικίας τους να παίζουν με σχετική φαιδρότητα, σταδιακά το παιχνίδι μετατρέπεται σε εκπαιδευτική διαδικασία στο σχολείο μέχρι τα 18, όταν και θα δουλέψουν ή θα συνεχίσουν τις σπουδές τους σε ό,τι αυτά αποφασίσουν- το επάγγελμα του αστρονόμου στην περίπτωση της κόρης της οικογένειας. Παρόλ΄ αυτά, οι κάθετοι διαχωρισμοί ανάμεσα στα στάδια της ηλικίας δεν υπάρχουν σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες κάποιων κοινωνιών. Στην ταινία παρουσιάζονται, λόγου χάρη, παιδιά με πολύ διαφορετικούς τρόπους ζωής, με διαφορετικές συγκροτήσεις της παιδικής τους ταυτότητας: παιδιά ρακοσυλλέκτες, παιδιά που δουλεύουν στην παιδική πορνεία, παιδιά που βγάζουν χρήματα για τις οικογένειές τους, παιδιά που κλέβουν. Το τι θεωρείται, λοιπόν, παιδί ποικίλει ανάλογα με το πολιτισμικό, οικονομικό και χωρικό συμφραζόμενο και δεν ερμηνεύεται με ένα συμπαγή ορισμό. “Τι είναι το παιδί”, αναρωτιέται ο θεατής παρακολουθώντας την ταινία; Ένα μέλος της οικογένειας που πρέπει οι “μεγάλοι” να προστατεύσουν ή ένα μέλος από το οποίο εξαρτάται η επιβίωση των γηραιότερων;

Ανάπτυξη-υπανάπτυξη

Το καθεστώς ευημερίας στις δυτικές χώρες και η συγκέντρωση του πλούτου συνυπάρχει με- και ευθύνεται για- καθεστώτα απόλυτης φτώχειας στις Φιλιππίνες και την Ταϋλάνδη. Παρά το καθεστώς ευημερίας και το υπάρχον δίπολο ανάπτυξη-υπανάπτυξη, υπάρχουν αρκετές στιγμές στην ταινία που το δίπολο αυτό μοιάζει να ανατρέπεται. Έτσι, παρά την αφθονία των υλικών παροχών και τεχνολογικών επιτευγμάτων της δυτικής κοινωνίας, οι άνθρωποι της πόλης παρουσιάζονται να αναζητούν χωρικές ποιότητες που έχουν απολεσθεί, ενώ η πιο “υποανάπτυκτη” κοινωνία της ανατολικής Ασίας διατηρεί, και επιδιώκουν να τις αναπαράγουν τεχνητά. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή με την Αμερικανίδα εργοδότρια γιατρό Ellen που προσπαθεί να κοιμηθεί ακούγοντας από το ραδιόφωνό της ήχους φάλαινας, επιδιώκοντας να επιστρέψει μέσα από τεχνολογικά τέλειες διόδους στη φυσική κατάσταση του ύπνου. Ο σκηνοθέτης στο σημείο αυτό φαίνεται να ασκεί κριτική στην καταναλωτική κοινωνία, επικαλούμενος αυτό που ο Λεφέβρ γράφει χαρακτηριστικά: “Η καταναλωτική κοινωνία μεταφράζεται σε τάξη, τάξη των ωρών ευτυχίας” (Lefebvre 2007). Μέσα από την καταστολή και την πειθώ -διαφήμιση, ιδεολογία όπου ο σκηνοθέτης επίσης αναφέρεται-, την πληροφορία και τις επιχειρήσεις συγκεντρώνονται όλοι οι όροι μιας τέλειας κυριαρχίας, μιας εκμετάλλευσης ανθρώπων σε πολλαπλά επίπεδα: ως παραγωγοί, καταναλωτές προϊόντων και καταναλωτές χώρου. Οι φαινομενικά άπειρες επιλογές του ζεύγους δεν περιορίζονται μόνο στο υλικό κομμάτι, όπως διαφαίνεται από την προτροπή της μητέρας προς την κόρη σε μια συζήτηση επαγγελματικού προσανατολισμού: “Honey, you can be anything you want to be.. Okey! I want to be an astronomer!”, (μτφ: “Γλυκιά μου, μπορείς να γίνεις ό,τι επιθυμείς. Εντάξει, θα γίνω αστρονόμος!”). Ο δυτικός άνθρωπος, στο σημείο αυτό, παρουσιάζεται να διαλέγει τρόπο ζωής με την ίδια ευκολία που επιλέγει τα λαχανικά του από το μανάβικο. Στον αντίποδα βρίσκονται οι Φιλιππίνες και η Ταϋλάνδη. Τα ρολόγια και είδη ρουχισμού “μαϊμού” είναι ενδεικτικά της κατάστασης, μιας χώρας που προσπαθεί να μπει με άλλους όρους στη διεθνή οικονομική και πολιτική αρένα, το οποίο συχνά καταλήγει σε δυτικές εταιρείες να προβαίνουν σε μηνύσεις επικαλούμενες πνευματικά δικαιώματα-παρά το ότι υπάρχουν κατηγορίες στον τύπο ότι πολλά από τα προϊόντα “μαϊμού” κατασκευάζονται με διμερή συμφωνία μεταξύ δυτικής εταιρείας και ασιατικής. Μεγάλο μέρος του αναπτυξιακού προτύπου της κινεζικής εκβιομηχάνισης στηρίζεται σε διαεθνικές επιχειρήσεις που έρχονται στην Κίνα για να μειώσουν το κόστος παραγωγής και στους Κινέζους κατασκευαστές που θα “κλέψουν” τις ιδέες τους. Όλο αυτό δημιουργεί ένα σύνθετο πλαίσιο του αναπτυγμένου και “υποανάπτυκτου” τεχνολογικά, οικονομικά, κοινωνικά.

Η ταινία αποδεικνύει ότι οι ανατρεπτικές συμπεριφορές μπορούν να αναπτυχθούν ακόμα και μέσα στο πλαίσιο ουσιοκρατικών αντιλήψεων και στερεοτυπικών τρόπων ζωής. Το σημαντικό, λόγω χάρη, δεν είναι να αναδείξουμε τα πολιτισμικά στερότυπα της Gloria, αλλά να δούμε εκείνες τις – ακόμα και- σημειακές πράξεις της που υποσκάπτουν καθιερωμένες διχοτομίες και αποτελούν μικρές και καθημερινές διεκδικήσεις.

* το παρόν κείμενο είναι βασισμένο σε φοιτητική εργασία στα πλαίσια του μαθήματος “Έμφυλες πολιτισμικές προσεγγίσεις του αστικού χώρου” του ΔΠΜΣ Πολεοδομία -Χωροταξία, Αρχιτεκτονική Σχολή ΕΜΠ