της Σίλβια Φεντερίτσι
H επισφαλής εργασία είναι μία θεωρητική έννοια που έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο κινηματικών συζητήσεων σχετικά με την καπιταλιστική αναδιοργάνωση της εργασίας στη σημερινή παγκόσμια οικονομία. Η Σίλβια Φεντερίτσι αναλύει τις προοπτικές και τα όρια αυτής της έννοιας ως αναλυτικό εργαλείο. Υποστηρίζει ότι η αναπαραγωγική εργασία είναι μια κρυφή ήπειρος εργασίας και αγώνα, την οποία το κίνημα πρέπει να αναγνωρίσει πολιτικά, αν θέλει να απαντήσει στα βασικά ερωτήματα που αντιμετωπίζουμε όταν οργανώνουμε μια εναλλακτική πρόταση στην καπιταλιστική κοινωνία. Πώς αγωνιζόμαστε για την αναπαραγωγική εργασία χωρίς να καταστρέφουμε τους εαυτούς μας και τις κοινότητές μας; Πώς δημιουργούμε ένα αυτο-αναπαραγώμενο κίνημα; Πως ξεπερνούμε τις έμφυλες, φυλετικές και ηλικιακές ιεραρχίες που έχουν χτιστεί στην έμμισθη εργασία;
Αυτή η διάλεξη έλαβε χώρα στις 28 Οκτωβρίου του 2006 στο BluestockingsRadicalBookstore στην Νέα Υόρκη, ως μέρος μίας σειράς διαλέξεων με τίτλο Αυτό είναι για Πάντα: Από την Ερώτηση στην Άρνηση.
Απόψε θα παρουσιάσω μια κριτική της θεωρίας της επισφαλούς εργασίας που έχει αναπτυχθεί από Ιταλούς αυτόνομους μαρξιστές, με ιδιαίτερες αναφορές στη δουλειά των Αντόνιο Νέγκρι, Πάολο Βίρνο και Μάικλ Χαρντ. Την αποκαλώ θεωρία, επειδή οι απόψεις που ο Νέγκρι και άλλοι έχουν διατυπώσει, πάνε πέρα από την περιγραφή των αλλαγών στην οργάνωση της εργασίας κατά τις δεκαετίας 1980 και 1990 στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Αλλαγές όπως η “επισφαλειοποίηση της εργασίας”, το γεγονός ότι οι εργασιακές σχέσεις γίνονται περισσότερο ασυνεχείς, η εισαγωγή του “ευέλικτου ωραρίου” και ο αυξανόμενος κατακερματισμός της εργασιακής εμπειρίας. Η άποψη αυτών των θεωρητικών για την επισφαλή εργασία είναι ενδεικτική μιας ολόκληρης αντίληψης για το τι είναι καπιταλισμός και ποια είναι η φύση του αγώνα σήμερα. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι αυτά δεν είναι απλά οι ιδέες λίγων διανοούμενων, αλλά θεωρίες που έχουν κυκλοφορήσει ευρέως στο ιταλικό κίνημα για αρκετά χρόνια και έχουν πρόσφατα αρχίσει να επηρεάζουν και τις ΗΠΑ· με αυτή την έννοια έχουν γίνει ακόμα πιο σημαντικές για εμάς.
Ιστορία και Προέλευση της Θεωρίας Επισφαλούς και Άυλης Εργασίας
H πρώτη μου θέση είναι ότι οπωσδήποτε το θέμα της επισφαλούς εργασίας πρέπει να είναι στην ατζέντα μας. Όχι μόνο η σχέση μας με την μισθωτή εργασία έχει γίνει πιο ασυνεχής, αλλά επιπλέον, μια συζήτηση για την επισφαλή εργασία είναι κρίσιμη ώστε να κατανοήσουμε πως μπορούμε να προχωρήσουμε πέρα από τον καπιταλισμό. Οι θεωρίες που συζητάω εδώ αποτυπώνουν σημαντικές όψεις των εξελίξεων που έχουν πραγματοποιηθεί στην οργάνωση της εργασίας, αλλά παράλληλα μας γυρίζουν πίσω σε μια ανδροκεντρική αντίληψη της εργασίας και των κοινωνικών αγώνων. Θα αναφερθώ στα στοιχεία αυτά της θεωρίας που είναι πιο σχετικά με την κριτική μου.
Μια σημαντική υπόθεση στην θεωρία των Ιταλών αυτόνομων μαρξιστών για την επισφαλή εργασία είναι ότι η επισφαλειοποίηση της εργασίας, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 έως σήμερα, αποτέλεσε την καπιταλιστική απάντηση στην ταξική πάλη της δεκαετίας του 1960, μια πάλη που επικεντρώθηκε στην άρνηση της εργασίας, όπως είχε εκφραστεί από το σλόγκαν “περισσότερα λεφτά -λιγότερη δουλειά”. Ήταν η απάντηση σε μια σειρά αγώνων που είχε αμφισβητήσει τον καπιταλιστικό έλεγχο στην εργασία, με την έννοια ότι έκανε πραγματικότητα την απόρριψη της καπιταλιστικής εργασιακής πειθαρχίας, την απόρριψη μιας ζωής οργανωμένης με βάση τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής, μίας ζωής που περνούσε στο εργοστάσιο ή στο γραφείο.
Ένα άλλο κεντρικό θέμα είναι ότι η επισφαλειοποίηση της εργασίας έχει ρίζες και σε μια άλλη μετάβαση, η οποία οφείλεται στην αναδιάρθρωση της παραγωγής που ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Πρόκειται για τη μετάβαση από τη βιομηχανική εργασία, σε αυτό που οι Νέγκρι και Βίρνο ονομάζουν “άυλη εργασία”. Ο Νέγκρι και άλλοι έχουν επιχειρηματολογήσει ότι η αναδιάρθρωση της εργασίας το ‘80 και το ’90, ως απάντηση στους αγώνες του ’60, έθεσε σε κίνηση μια διαδικασία κατά την οποία η βιομηχανική εργασία αντικαθίσταται από ένα άλλο είδος εργασίας, όπως η βιομηχανική εργασία είχε αντικαταστήσει την αγροτική εργασία. Οι θεωρητικοί ονομάζουν αυτό το νέο είδος εργασίας “άυλη εργασία” επειδή, όπως υποστηρίζουν, με τον υπολογιστή και την επανάσταση της πληροφορικής η κυρίαρχη μορφή εργασίας άλλαξε. Ως τάση, η κυρίαρχη μορφή εργασίας στον σύγχρονο καπιταλισμό δεν παράγει φυσικά αντικείμενα, αλλά πληροφορίες, ιδέες, καταστάσεις, σχέσεις.
Με άλλα λόγια, η βιομηχανική εργασία -που ήταν ηγεμονική κατά την προηγούμενη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης- χάνει τώρα πια τη σημασία της: δεν είναι η μηχανή της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στη θέση της βρίσκουμε την “άυλη εργασία”, που είναι στην ουσία πολιτιστική, γνωσιακή εργασία και πληροφοριακή εργασία.
Οι Ιταλοί αυτόνομοι μαρξιστές πιστεύουν ότι η επισφαλειοποίηση της εργασίας και η εμφάνιση της άυλης εργασίας εκπληρώνει την πρόβλεψη που έκανε ο Μαρξ στο Grundrisse, σε ένα διάσημο απόσπασμα για τις μηχανές. Σε αυτή την ενότητα ο Μαρξ διατυπώνει την άποψη ότι με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, η καπιταλιστική παραγωγή θα βασίζεται όλο και λιγότερο στο εργατικό δυναμικό και όλο και περισσότερο στην επιστήμη, τη γνώσης και τη τεχνολογία ως κινητήριες δυνάμεις της συσσώρευσης Οι Βίρνο και Νέγκρι βλέπουν τη μετατόπιση προς την επισφαλή εργασία ως πραγματοποίηση αυτής της πρόβλεψης. Συνεπώς, η σημασία της γνωσιακής εργασίας και της πληροφοριακής εργασίας σήμερα, έγκειται στο γεγονός ότι αποτελούν μέρος μιας ιστορικής τάσης του καπιταλισμού προς μείωση της εργασίας.
Η επισφάλεια της εργασίας είναι ενσωματωμένη στις νέες αυτές μορφές παραγωγής. Η μετάβαση στην άυλη εργασία προκαλεί την επισφαλειοποίηση των εργασιακών σχέσεων, επειδή η δομή της είναι διαφορετική από αυτή της βιομηχανικής, σωματικής εργασίας. Η γνωσιακή και πληροφοριακή εργασία βασίζονται λιγότερο στην συνεχόμενη φυσική παρουσία του εργαζόμενου σε αυτό που ήταν παραδοσιακά ο χώρος εργασίας. Οι ρυθμοί της άυλης εργασίας είναι πιο διακεκομμένοι, ρευστοί και ασυνεχείς.
Συνολικά, η ανάπτυξη της επισφαλούς εργασίας και η μετατόπιση στην άυλη εργασία δεν είναι για τον Νέγκρι και για άλλους αυτόνομους μαρξιστές ένα εντελώς αρνητικό φαινόμενο. Αντίθετα, το βλέπουν ως απάντηση στους ταξικούς αγώνες του ΄60, ως έκφραση μιας τάσης προς μείωση της εργασίας και άρα, προς μείωση της εκμετάλλευσης.
Αυτό σημαίνει ότι η δομή των παραγωγικών δυνάμεων σήμερα μας δίνει μια φευγαλέα εικόνα ενός κόσμου στον οποίο μπορούμε να υπερβούμε την εργασία, μπορούμε να απελευθερώσουμε τους ευατούς μας από την αναγκαιότητα της εργασίας και να μπούμε σε ένα νέο χώρο ελευθερίας.
Οι αυτόνομοι μαρξιστές πιστεύουν ότι αυτή η εξέλιξη δημιουργεί και ένα νέο είδους “κοινού αγαθού”, καθώς η άυλη εργασία αντιπροσωπεύει ένα άλμα προς στην κοινωνικοποίηση και την ομογενοποίηση της εργασίας. Η ιδέα είναι ότι οι διαφορές μεταξύ των τύπων εργασίας που παλιότερα ήταν πολύ σημαντικές (π.χ. παραγωγική / αναπαραγωγική εργασία, αγροτική / βιομηχανική / ”συναισθηματική εργασία”) έχουν εξαλειφθεί και όλα τα είδη εργασίας αφομοιώνονται, εφόσον όλα έχουν αρχίσει να ενσωματώνονται στην γνωσιακή εργασία. Επιπλέον, καθώς η κοινωνία μετατρέπεται σε ένα τεράστιο εργοστάσιο, όλες οι δραστηριότητες όλο και περισσότερο εντάσσονται στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όλες τίθενται στην υπηρεσία της συσσώρευσης. Έτσι εξαφανίζεται και η διάκριση μεταξύ παραγωγικής και μη-παραγωγικής εργασίας.
Αυτό σημαίνει ότι ο καπιταλισμός όχι μόνο μας οδηγεί πέρα από την εργασία, αλλά και δημιουργεί τις συνθήκες για την “συλλογικοποίηση” της εργασιακής εμπειρίας μας, καθώς οι διαφορές μεταξύ των διαφόρων τύπων εργασίας αρχίζουν να καταρρέουν.
Μπορούμε να καταλάβουμε γιατί αυτές οι θεωρίες έχουν γίνει δημοφιλείς. Έχουν ουτοπικά στοιχεία τα οποία είναι ιδιαίτερα ελκυστικά για τους γνωσιακούς εργαζόμενους -το “cognitariat” όπως τους ονομάζουν ο Νέγκρι και άλλοι Ιταλοί ακτιβιστές. Με τη νέα αυτή θεωρία έχει εφευρεθεί και ένα νέα λεξιλόγιο. Αντί για το προλεταριάτο έχουμε το cognitariat. Αντί για εργατική τάξη έχουμε το “Πλήθος”, καθώς η έννοια του Πλήθους υποτίθεται ότι αποκαλύπτει την ενότητα που δημιουργείται από την νέα κοινωνικοποίηση της εργασίας, εκφράζει την συλλογικοποίηση της εργασιακής διαδικασίας, την ιδέα ότι εντός της εργασιακής διαδικασίας οι εργαζόμενοι γίνονται πιο ομοιογενείς. Γιατί κάθε είδος εργασίας ενσωματώνει στοιχεία γνωσιακής, πληροφοριακής, επικοινωνιακής εργασίας και ούτω καθ’ εξής.
Όπως είπα, αυτή η θεωρία έχει αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα, καθώς υπάρχει μια νέα γενιά ακτιβιστών, οποίοι μετά από πολλά χρόνια εκπαίδευσης και πτυχία, εργάζονται πλέον επισφαλώς σε διάφορες θέσεις στην πολιτιστική βιομηχανία ή τη βιομηχανία παραγωγής γνώσης. Μεταξύ τους, αυτές οι θεωρίες είναι πολύ δημοφιλείς γιατί τους λένε ότι, παρά τη μιζέρια και την εκμετάλλευση, κινούμαστε προς ένα υψηλότερο επίπεδο παραγωγής και κοινωνικών σχέσεων. Πρόκειται για μια γενιά εργαζομένων η οποία βλέπει την ρουτίνα του “9 με 5” σα φυλακή. Θεωρούν ότι η επισφάλεια της εργασίας τους τούς ανοίγει νέες προοπτικές. Και έχουν προοπτικές που οι γονείς τους δεν είχαν και ούτε καν είχαν ονειρευτεί. Οι νέοι άντρες του σήμερα (για παράδειγμα) δεν είναι τόσο πειθαρχημένοι όσο οι πατεράδες τους, οι οποίοι περίμεναν ότι η γυναίκα τους ή η σύντροφός τους θα εξαρτώταν από αυτούς οικονομικά. Τώρα οι άντρες μπορούν να βασιστούν σε σχέσεις που περιλαμβάνουν πολύ λιγότερη οικονομική εξάρτηση. Οι περισσότερες γυναίκες έχουν πλέον αυτόνομη πρόσβαση στο μισθό και συχνά αρνούνται να αποκτήσουν παιδιά.
Οπότε, αυτή η θεωρία είναι ελκυστική για μια νέα γενιά ακτιβιστών, οι οποίοι παρά τις δυσκολίες της επισφαλούς εργασίας, θεωρούν ότι έχουν κάποιες προοπτικές. Θέλουν να αρχίσουν από εκεί. Δεν τους ενδιαφέρει ο αγώνας για την πλήρη απασχόληση. Αλλά επίσης εδώ υπάρχει μια διαφορά μεταξύ της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Στην Ιταλία π. χ. υπάρχει εντός του κινήματος ένα αίτημα για εγγυημένο εισόδημα. Το ονομάζουν “ευελισφάλεια”. Λένε, είμαστε χωρίς δουλειά, είμαστε επισφαλείς γιατί ο καπιταλισμός χρειάζεται να είμαστε, οπότε θα πρέπει να μας πληρώνει γι’ αυτό. Στο Μιλάνο, την Πρωτομαγιά αυτού του χρόνου, άνθρωποι του κινήματος βγάλανε για λιτανεία τον “Άγιο Πρεκάριο” (από το precario στα ιταλικά: “επισφαλής”), τον προστάτη Άγιο του επισφαλώς εργαζόμενου. Το ειρωνικό εικόνισμα αποτελεί μέρος πολλών διαδηλώσεων και κινητοποιήσεων για το θέμα της εργασιακής επισφάλειας.
Κριτική της Επισφαλούς Εργασίας
Τώρα θα ασκήσω την κριτική μου σε αυτές τις θεωρίες – μια φεμινιστική κριτική. Αναπτύσσοντας την κριτική μου, δεν θέλω να υποτιμήσω τη σημασία των θεωριών που συζητάω. Είναι το αποτέλεσμα έντονων πολιτικών ζυμώσεων και μιας προσπάθειας να κατανοήσουμε τις αλλαγές του τρόπου οργάνωσης της εργασίας, αλλαγές που έχουν επηρεάσει τη ζωή όλων μας. Στην Ιταλία, τα τελευταία χρόνια η επισφαλής εργασία ήταν ένα από τα κύρια πεδία λαϊκής κινητοποίησης, μαζί με τον αγώνα για τα δικαιώματα των μεταναστών.
Δεν θέλω να υποτιμήσω τη σημασία της δουλειάς που γίνεται όσον αφορά την εργασιακή επισφάλεια. Είναι εμφανές ότι κατά την τελευταία δεκαετία παρατηρούμε μια νέα μορφή αγώνα. Ένα νέο είδος πολιτικής οργάνωσης, το οποίο σπάει τα όρια του παραδοσιακού χώρου εργασίας. Εκεί που ο χώρος εργασίας ήταν το εργοστάσιο ή το γραφείο, τώρα βλέπουμε μια νέα μορφή αγώνα που βγαίνει έξω από το εργοστάσιο, στο «πεδίο», συνδέοντας διαφορετικούς χώρους εργασίας και οικοδομώντας νέα κινήματα και οργανώσεις. Οι θεωρίες της επισφαλούς εργασίας επιδιώκουν να εξηγήσουν τις καινούριες μορφές οργάνωσης εργασίας και αγώνα, προσπαθώντας να κατανοήσουν τους αναδυόμενους τρόπους πολιτικής οργάνωσης.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Παράλληλα όμως, πιστεύω ότι αυτό που ονόμασα θεωρία της επισφαλούς εργασίας έχει σοβαρές ελλείψεις, στις όποιες ήδη αναφέρθηκα ακροθιγώς. Θα τις επισημάνω και στη συνέχεια θα συζητήσω τις εναλλακτικές προτάσεις σε αυτή τη θεωρία.
Η πρώτη κριτική μου είναι ότι αυτή η θεωρία βασίζεται σε μια προβληματική κατανόηση του πως λειτουργεί ο καπιταλισμός, καθώς βλέπει την καπιταλιστική ανάπτυξη ως μια γραμμική πρόοδο προς πιο εξελιγμένες μορφές παραγωγής και εργασίας. Στο Πλήθος οι Χαρντ και Νέγκρι γράφουν ότι η εργασία έχει γίνει πιο “έξυπνη”. Η υπόθεση τους είναι ότι η καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής και η καπιταλιστική ανάπτυξη έχουν ήδη αρχίσει να δημιουργούν τις συνθήκες που θα επιτρέψουν την υπέρβαση της εκμετάλλευσης. Υποθετικά, κάποια στιγμή ο καπιταλισμός, το κέλυφος που κρατάει την κοινωνία ενωμένη, θα διαρραγεί και οι δυνατότητες που έχουν αναπτυχθεί εντός του θα απελευθερωθούν. Υποτίθεται ότι αυτή η διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει με την παρούσα κατανομή της εργασίας. Κατά την άποψή μου, αυτή η θεώρηση αποτελεί παρανόηση των αποτελεσμάτων που παράγει η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και η νεοφιλελεύθερη στροφή.
Αυτό που δεν βλέπουν οι Χαρντ και Νέγκρι είναι ότι το τεράστιο τεχνολογικό άλμα που απαιτήθηκε για την ψηφιοποίηση της εργασίας και την ενσωμάτωση της πληροφορικής στην οργάνωση της εργασίας έχει εφαρμοστεί με κόστος μια τεράστια αύξηση της εκμετάλλευσης στο άλλο άκρο της διαδικασίας. Υπάρχει μια συνέχεια μεταξύ της εργαζόμενης στην πληροφορική και της εργαζόμενης στο Κονγκό που σκάβει για κολτάνιο με τα χέρια της, προσπαθώντας να επιβιώσει από την φτωχοποίηση, την υφαρπαγή της γης και των φυσικών πόρων της κοινότητάς της που επέφεραν συνεχόμενα προγράμματα διαρθρωτικών προσαρμογών.
Η θεμελιώδης αρχή εδώ είναι ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι πάντοτε ταυτόχρονα και διαδικασία υπανάπτυξης. Η Μαρία Μις την περιγράφει εύγλωττα στο έργο της: “αυτό που εμφανίζεται ως ανάπτυξη σε ένα μέρος του καπιταλιστικού κόσμου είναι υπανάπτυξη σε ένα άλλο”.
Αυτή η σύνδεση έχει παντελώς αγνοηθεί στη θεωρία της εργασιακής επισφάλειας· κατά βάση ολόκληρη η θεωρία διαπερνάται από την αυταπάτη ότι η διαδικασία της εργασίας μας φέρνει κοντά. Όταν οι Χαρντ και Νέγκρι μιλούν για τον μετασχηματισμό της εργασίας σε κάτι κοινό για όλους και χρησιμοποιούν την έννοια του Πλήθους για να δείξουν πως αυτός ο κομουναλισμός οικοδομείται μέσω της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, πιστεύω ότι έχουν κλείσει τα μάτια τους στο τι πραγματικά συμβαίνει στο παγκόσμιο προλεταριάτο.
Έχουν κλείσει τα μάτια τους και δεν βλέπουν την καπιταλιστική καταστροφή της ανθρώπινης ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος. Δεν βλέπουν ότι η αναδιάρθρωση της παραγωγής έχει ως στόχο την αναδιάρθρωση και εμβάθυνση των διαχωρισμών εντός της εργατικής τάξης, όχι την εξάλειψή τους. Η ιδέα ότι η ανάπτυξη του μικροτσίπ δημιουργεί νέα κοινά αγαθά είναι παραπλανητική. Ο κομουναλισμός μπορεί να είναι μόνο προϊόν αγώνα και όχι προϊόν του καπιταλισμού.
Μια από τις κριτικές μου στους Χαρντ και Νέγκρι είναι ότι φαίνεται να πιστεύουν πως η καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής αποτελεί έκφραση ενός ανώτερου ορθολογισμού και είναι αναγκαία για τη δημιουργία των υλικών συνθηκών του κομμουνισμού. Αυτή η πεποίθηση βρίσκεται στο κέντρο της θεωρίας της επισφαλούς εργασίας. Σε αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να συζητήσουμε κατά πόσο αυτή η άποψη αντιστοιχεί στη σκέψη του Μαρξ. Σίγουρα το Κομμουνιστικό Μανιφέστο κάνει λόγο για τον καπιταλισμό με αυτούς τους όρους και το ίδιο ισχύει για κάποια κεφάλαια του Grundrisse. Αλλά δεν είναι σαφές ότι αυτό αποτελούσε κυρίαρχο θέμα στο έργο του Μαρξ, τουλάχιστον όχι στο Κεφάλαιο.
Επισφαλής εργασίας και αναπαραγωγική εργασία
Ένα άλλο της σημείο κριτικής μου στη θεωρία της επισφαλούς εργασίας είναι ότι παρουσιάζεται ουδέτερη ως προς το φύλο. Υποθέτει ότι η αναδιοργάνωση της παραγωγής εξαλείφει τις σχέσεις εξουσίας και τις ιεραρχίες που υπάρχουν εντός της εργατικής τάξης βάσει της φυλής, του φύλου και της ηλικίας. Συνεπώς, δεν ενδιαφέρεται να εξετάσει αυτές τις διακρίσεις, δεν έχει τα θεωρητικά και πολιτικά εργαλεία ώστε να σκεφτεί πώς να τις αντιμετωπίσει. Δεν υπάρχει καμία συζήτηση στους Νέγκρι, Βιρνό και Χαρντ για το πώς ο μισθός χρησιμοποιούνταν και συνεχίζει να χρησιμοποιείται ώστε να οργανώσει αυτές τις διακρίσεις και άρα πώς πρέπει να προσεγγίσουμε τους αγώνες για τους μισθούς, ώστε να μην μετατρέπονται σε εργαλείο για περαιτέρω διακρίσεις, αλλά να τις υπονομεύουν. Για εμένα αυτό είναι ένα από τα βασικά θέματα που πρέπει να εξετάσουμε στο κίνημα.
Η έννοια του “Πλήθους” υπονοεί ότι όλες οι διακρίσεις εντός της εργατικής τάξης εξαφανίστηκαν ή δεν έχουν πια πολιτική σημασία. Αλλά αυτό είναι φυσικά μια αυταπάτη. Μερικές φεμινίστριες έχουν επισημάνει ότι η επισφαλής εργασία δεν αποτελεί νέο φαινόμενο. Οι γυναίκες πάντα είχαν μια επισφαλή σχέση με τη μισθωτή εργασία. Αλλά η κριτική μου πάει ακόμα πιο μακριά.
Ο προβληματισμός μου είναι ότι η θεωρία του Νέγκρι για την επισφαλή εργασία αγνοεί και προσπερνά μια από τις βασικές συνεισφορές της φεμινιστικής θεωρίας και αγώνα, που είναι ο επαναπροσιοδρισμός της έννοιας της εργασίας και η αναγνώριση της απλήρωτης αναπαραγωγικής εργασίας των γυναικών ως βασική πηγή της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Επαναπροσδιορίζοντας τις οικιακές εργασίες ως ΕΡΓΑΣΙΑ, όχι ως μια προσωπική υπηρεσία, αλλά ως εργασία που παράγει και αναπαράγει την εργατική δύναμη, οι φεμινίστριες ξεσκέπασαν ένα νέο, θεμελιώδες πεδίο εκμετάλλευσης, το οποίο ο Μαρξ και η μαρξιστική θεωρία είχαν παντελώς αγνοήσει. Όλες οι σημαντικές πολιτικές ιδέες που περιέχονται σε αυτές τις αναλύσεις παραμερίζονται, σαν να μην έχουν καμία σχέση με την κατανόηση του σημερινού τρόπου οργάνωσης της παραγωγής.
Υπάρχει μια ασθενής αντήχηση της φεμινιστικής ανάλυσης -που μένει στα λόγια- με τη συμπερίληψη της αποκαλούμενης “συναισθηματικής εργασίας” στο εύρος των εργασιών που χαρακτηρίζονται ως “άυλη εργασία”. Παρόλα αυτά, το καλύτερο που οι Χαρντ και Νέγκρι μπόρεσαν να σκεφτούν είναι η περίπτωση των γυναικών που εργάζονται ως αεροσυνοδοί ή στον τομέα της εστίασης, τις οποίες αποκαλούν “εργαζόμενες του συναισθήματος” γιατί μέρος της δουλειάς τους είναι να χαμογελούν στους πελάτες.
Αλλά τι είναι “συναισθηματική εργασία”; Και γιατί αποτελεί μέρος της θεωρίας για την άυλη εργασία; Φαντάζομαι επειδή -υποτίθεται- η συναισθηματική εργασία δεν περιλαμβάνει απτά αποτελέσματα αλλά “καταστάσεις”, δηλαδή παράγει συναισθήματα. Πάλι, για να το θέσω ωμά, νομίζω ότι αυτό είναι ένα κόκκαλο που πετάνε στο φεμινισμό τώρα που είναι πλέον μια οπτική με κάποιο κύρος και κοινωνική απεύθυνση και δεν μπορεί να αγνοηθεί τελείως.
Αλλά η θεωρία της “συναισθηματικής εργασίας” απογυμνώνει τη φεμινιστική ανάλυση της οικιακής εργασίας από όλη την απομυθοποιητική της δύναμη. Στην ουσία, ξαναφέρνει την αναπαραγωγική εργασία πίσω στον κόσμο του μύθου, υποστηρίζοντας ότι η αναπαραγωγή ανθρώπων είναι ένα ζήτημα παραγωγής “συναισθημάτων”. Παλιά το λέγανε “έργο αγάπης” ο Χαρντ και Νέγκρι στη θέση της αγάπης ανακάλυψαν την έννοια του “συναισθήματος”.
Η φεμινιστική ανάλυση του έμφυλου καταμερισμού εργασίας, της λειτουργίας των έμφυλων ιεραρχιών, των τρόπων με τους οποίους ο καπιταλισμός έχει χρησιμοποιήσει τη μισθωτή σχέση εργασίας για να κινητοποιήσει την εργασία των γυναικών στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης -όλα αυτά χάνονται πίσω από την ταμπέλα της “συναισθηματικής εργασίας”.
Το ότι αυτή η φεμινιστική ανάλυση αγνοείται στη δουλειά των Χαρντ και Νέγκρι επιβεβαιώνει τις υποψίες μου ότι αυτή η θεωρία εκφράζει τα συμφέροντα μιας επιλεγμένης ομάδας εργαζομένων, αν και ισχυρίζεται ότι μιλάει σε όλους, συγχωνευμένους στο μεγάλο καζάνι του Πλήθους. Στην πραγματικότητα, η θεωρία της επισφαλούς και άυλης εργασίας αντιστοιχεί στην κατάσταση και τα συμφέροντα των εργαζόμενων που απασχολούνται στο υψηλότερο επίπεδο της καπιταλιστικής τεχνολογίας. Η αδιαφορία των θεωρητικών αυτών για την αναπαραγωγική εργασία και η υπόθεση τους ότι όλες οι μορφές εργασίας συνθέτουν ένα κοινό αγαθό αποκαλύπτει ότι ενδιαφέρονται για το πιο προνομιούχο τμήμα της εργατικής τάξης. Αυτό σημαίνει ότι πρόκεται για μια θεωρία που δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να χτίσουμε ένα πραγματικά αυτό-αναπαραγώμενο κίνημα .
Για αυτό, τα διδάγματα του φεμινιστικού κινήματος είναι ακόμα κρίσιμα σήμερα. Οι φεμινίστριες της δεκαετίας 1970 προσπάθησαν μα κατανοήσουν τις ρίζες της γυναικείας καταπίεσης, της εκμετάλλευσης των γυναικών και των έμφυλων ιεραρχιών. Τις περιγράφουν ως προερχόμενες από μια άνιση κατανομή εργασίας που υποχρεώνει τις γυναίκες να εργάζονται για την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης. Αυτή η ανάλυση ήταν η βάση μιας ριζοσπαστικής κοινωνικής κριτικής, της οποίας τα συμπεράσματα έχουν ακόμα πολύ δρόμο μέχρι να γίνουν πλήρως κατανοητά και να αναπτυχθούν σε όλο το εύρος τους.
Όταν είπαμε ότι η οικιακή εργασία είναι στην πραγματικότητα εργασία για το κεφάλαιο, ότι παρά το γεγονός ότι είναι απλήρωτη συνεισφέρει στη συσσώρευση κεφαλαίου, διαπιστώσαμε κάτι εξαιρετικά σημαντικό για τη φύση του καπιταλισμού ως σύστημα παραγωγής. Διαπιστώσαμε ότι ο καπιταλισμός έχει οικοδομηθεί σε μια τεράστια ποσότητα απλήρωτης εργασίας, ότι δεν έχει οικοδομηθεί αποκλειστικά ή πρωταρχικά σε συμβολαιακές σχέσεις· ότι η έμμισθη σχέση εργασίας κρύβει την άμισθη, με μορφή δουλείας, φύση μεγάλου μέρους της εργασίας πάνω στην οποία βασίζεται η συσσώρευση κεφαλαίου.
Επίσης, όταν είπαμε ότι τα οικιακά είναι εργασία που αναπαράγει όχι μόνο “τη ζωή” αλλά “την εργατική δύναμη”, αρχίσαμε να διαχωρίζουμε δύο διαφορετικές σφαίρες της ζωής και της εργασίας που έμοιαζαν άρρηκτα συνδεδεμένες. Μπορέσαμε να συλλάβουμε μια πάλη ενάντια στην οικιακή εργασία, κατανοητή πλέον ως αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, ως αναπαραγωγή του πιο σημαντικού αγαθού του καπιταλισμού: της “ικανότητας για εργασία” των εργαζόμενων, της ικανότητας των εργαζόμενων να γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης. Με άλλα λόγια, αναγνωρίζοντας ότι αυτό που αποκαλούμε “αναπαραγωγική εργασία” είναι ένα πεδίο καπιταλιστικής συσσώρευσης, άρα και ένα πεδίο εκμετάλλευσης, μπορέσαμε να αναγνωρίσουμε την αναπαραγωγή επίσης ως ένα πεδίο αγώνα και, πολύ σημαντικό, να συλλάβουμε έναν αντικαπιταλιστικό αγώνα ενάντια στην αναπαραγωγική εργασία που δεν θα κατέστρεφε εμάς ή τις κοινότητές μας.
Πώς παλεύεις ενάντια/για την αναπαραγωγική εργασία; Δεν είναι το ίδιο με το να αγωνίζεται στο παραδοσιακό εργοστάσιο, ενάντια για παράδειγμα στην ταχύτητα της αλυσίδας παραγωγής, γιατί στο άλλο άκρο του αγώνα βρίσκονται άνθρωποι και όχι αντικείμενα. Όταν λέμε ότι η αναπαραγωγική εργασία είναι πεδίο αγώνα, πρέπει πρώτα από όλα να απαντήσουμε πώς αγωνιζόμαστε χωρίς να καταστρέψουμε τους ανθρώπους για τους οποίους νοιαζόμαστε. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που οι μητέρες, οι δασκάλες και οι νοσοκόμες γνωρίζουν πολύ καλά.
Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να μπορούμε να διαχωρίσουμε τη δημιουργία ανθρώπινων πλασμάτων από την αναπαραγωγή τους από εμάς ως εργατική δύναμη, ως μελλοντικούς εργαζόμενους, που θα πρέπει για να εκπαιδευτούν, όχι απαραίτητα σύμφωνα με τις ανάγκες και επιθυμίες τους, αλλά ώστε να πειθαρχούν και υπακούν σε ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής και εργασίας.
Ήταν σημαντικό για τις φεμινίστριες να δουν, για παράδειγμα, ότι ένα μεγάλο μέρος της οικιακής εργασίας και της ανατροφής των παιδιών μας ήταν η αστυνόμευση τους ώστε να συμμορφωθούν με μια συγκεκριμένη εργασιακή πειθαρχία. Αρχίσαμε έτσι να βλέπουμε ότι αρνούμενες να εκτελέσουμε μεγάλο μέρος των οικιακών εργασιών δεν απελευθερωνόμασταν μόνο οι ίδιες, αλλά θα μπορούσαμε να απελευθερώσουμε και τα παιδιά μας. Είδαμε ότι ο αγώνας μας δεν ήταν εις βάρος τους ανθρώπων για τους οποίους νοιαζόμασταν, αν και αμελήσαμε κάποια γεύματα ή το σκούπισμα. Στην πραγματικότητα, η άρνησή μας άνοιξε το δρόμο για την τη δική τους άρνηση και τη διαδικασία απελευθέρωσής τους.
Όταν είδαμε ότι αντί να αναπαράγουμε ζωή, συνεισφέραμε στην καπιταλιστική συσσώρευση κεφαλαίου και αρχίσαμε να ορίζουμε την αναπαραγωγική εργασία ως εργασία για το κεφάλαιο, ανοίξαμε και τη δυνατότητα μιας διαδικασίας ανασυγκρότησης μεταξύ των γυναικών.
Ας σκεφτούμε για παράδειγμα το κίνημα των εκδιδόμενων γυναικών, που τώρα αποκαλούμε κίνημα των “εργατριών του σεξ”. Στην Ευρώπη οι απαρχές του κινήματος μπορούν να ανιχνευθούν στο 1975, όταν κάποιες εργάτριες του σεξ στο Παρίσι κατέλαβαν μια εκκλησία ως διαμαρτυρία ενάντια σε έναν νέο πολεοδομικό κανονισμό, τον οποίο εξέλαβαν ως απειλή για την ασφάλειά τους. Υπήρξε μια ξεκάθαρη σχέση μεταξύ του αγώνα τους, που σύντομα εξαπλώθηκε στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, και της αμφισβήτησης της οικιακής εργασίας από το φεμινιστικό κίνημα. Η δυνατότητα του να πεις ότι η σεξουαλικότητα για τις γυναίκες έχει αποτελέσει εργασία, οδήγησε σε έναν νέο τρόπο σκέψης για στις σεξουαλικές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένων και των ομόφυλων σχέσεων. Εξαιτίας του φεμινιστικού και ΛΟΑΤ κινήματος έχουμε αρχίσει να σκεφτόμαστε τους τρόπους με τους οποίους ο καπιταλισμός έχει εκμεταλλευτεί τη σεξουαλικότητά μας και να την έχει καταστήσει “παραγωγική”.
Συμπερασματικά, το γεγονός ότι οι γυναίκες θα άρχιζαν να κατανοούν την απλήρωτη εργασία και την παραγωγή που λαμβάνει χώρα τόσο εντός, όσο και εκτός σπιτιού, ως αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, αποτέλεσε ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη. Επέτρεψε τον αναστοχασμό πάνω σε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής – ανατροφή παιδιών, σχέσεις μεταξύ αντρών και γυναικών, ομόφυλες σχέσεις, σεξουαλικότητα γενικά – σε σχέση με την καπιταλιστική εκμετάλλευση και συσσώρευση.
Δημιουργώντας αυτο-αναπαραγώμενα κινήματα
Κατανοώντας κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής υπό το πρίσμα των χειραφετητικών δυνατοτήτων της, είδαμε και τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες και οι αγώνες των γυναικών συνδέονται μεταξύ τους. Συνειδητοποιήσαμε τη δυνατότητα “συμμαχιών” που δεν είχαμε φανταστεί και με την ίδια λογική, τη δυνατότητα γεφύρωσης των διακρίσεων που έχουν δημιουργηθεί ανάμεσα στις γυναίκες λόγω ηλικίας, φυλής και σεξουαλικού προσανατολισμού
Δεν μπορούμε να χτίσουμε ένα βιώσιμο κίνημα αν δεν κατανοήσουμε αυτές τις σχέσεις εξουσίας. Χρειάζεται επίσης να μάθουμε από τη φεμινιστική ανάλυση της αναπαραγωγικής εργασίας, γιατί κανένα κίνημα δεν μπορεί να επιβιώσει, εκτός κι αν πράγματι ασχοληθεί με την αναπαραγωγή των μελών του. Αυτή είναι μια από τις αδυναμίες του κινήματος κοινωνικής δικαιοσύνης στις ΗΠΑ.
Πάμε στις πορείες, οργανώνουμε εκδηλώσεις, και αυτά μετατρέπονται στην αιχμή των αγώνων μας. Η ανάλυση όμως για το πώς αναπαράγουμε αυτά τα κινήματα, πώς αναπαράγουμε τους εαυτούς μας, δεν είναι στο κέντρο της οργάνωσης του κινήματος. Πρέπει να είναι. Πρέπει να πάμε πίσω στην ιστορική παράδοση της εργατική τάξης που οργάνωνε συστήματα “αμοιβαίας βοήθειας” και να αναστοχαστούμε αυτή την εμπειρία, όχι απαραίτητα γιατί θέλουμε να την αναπαράξουμε, αλλά για να αντλήσουμε έμπνευση για το παρόν.
Πρέπει να χτίσουμε ένα κίνημα που θα βάζει στην ατζέντα του την ίδια του την αναπαραγωγή. Η πάλη ενάντια στον καπιταλισμό πρέπει να δημιουργήσει μορφές υποστήριξης και να έχει τη δυνατότητα να χτίζει συλλογικά μορφές αναπαραγωγής.
Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι δεν αντιμετωπίζουμε το κεφάλαιο μόνο τη στιγμή της διαδήλωσης, αλλά ότι το αντιμετωπίζουμε συλλογικά σε κάθε στιγμή της ζωής μας. Αυτό που συμβαίνει διεθνώς αποδεικνύει ότι μόνο όταν έχεις αυτές τις μορφές συλλογικής αναπαραγωγής, όταν έχεις κοινότητες που αναπαράγονται συλλογικά, έχεις και αγώνες που κινούνται ριζοσπαστικά ενάντια στην καθεστηκυία τάξη, όπως για παράδειγμα ο αγώνας των ιθαγενών της Βολιβίας ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού ή στο Εκουαδόρ ενάντια στην καταστροφή της γης των ιθαγενών από τις πετρελαϊκές εταιρείες.
Θέλω να κλείσω λέγοντας ότι αν κοιτάξουμε το παράδειγμα των αγώνων στην Οαχάκα, στη Βολιβία και στο Εκουαδόρ τότε βλέπουμε ότι οι πιο ριζοσπαστικές αναμετρήσεις δεν γίνονται από τους διανοούμενους ή όσους κάνουν διανοητική/γνωσιακή εργασία ή χάρη στο “κοινό αγαθό” που δημιουργεί το ίντερνετ. Αυτό που έδωσε δύναμη στους ανθρώπους στην Οαχάκα ήταν η βαθιά αλληλεγγύη που έδενε τον έναν με τον άλλο -η αλληλεγγύη που για παράδειγμα έκανε ιθαγενείς ανθρώπους από κάθε γωνιά της χώρας να έρθουν να στηρίξουν τους “maestros” (δασκάλους), τους οποίους αναγνώρισαν ως μέλη των κοινοτήτων τους. Στη Βολιβία επίσης, οι άνθρωποι που απέτρεψαν την ιδιωτικοποίηση του νερού είχαν μακρά παράδοση κοινοτικών αγώνων. Το χτίσιμο αυτής της αλληλεγγύης, η κατανόηση του πώς μπορούμε να ξεπεράσουμε τους διαχωρισμούς μεταξύ μας, είναι ένα στόχος που πρέπει να μπει στην ατζέντα. Ως συμπέρασμα λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι το βασικό πρόβλημα της θεωρίας της επισφαλούς εργασίας, είναι ότι δεν μας δίνει τα απαραίτητα εργαλεία για να υπερβούμε τις διακρίσεις που υπάρχουν ανάμεσά μας. Αλλά αυτές οι διακρίσεις, που διαρκώς αναδημιουργούνται, είναι η βασική αδυναμία μας, όσον αφορά την ικανότητα μας να αντισταθούμε στην εκμετάλλευση και να δημιουργήσουμε μια ισότιμη κοινωνία.
μετάφραση: Ιουλία Λειβαδίτη και Δήμητρα Σπανού
Πηγή: in the middle of a whirlwind
Διαβάστε ακόμα
Δαγκώνοντας δηλητηριασμένα μήλα: γυναικεία επιχειρηματικότητα, χειραφέτηση και νεοφιλελευθερισμός
Πολλαπλοί χώροι της δημοκρατίας
Πώς ο Φεμινισμός υποδουλώθηκε στον καπιταλισμό – και πώς να τον διεκδικήσουμε πίσω