της Σοφίας Ξυγκάκη
H ταινία αρχίζει με τις δυο φίλες και συγκατοίκους, τη Φράνσις και τη Σόφι να παλεύουν «χτυπώντας» η μια την άλλη, σαν παιδάκια στην παιδική χαρά, και μετά τις ακολουθούμε στο σπίτι, να κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, όπως οι συμμαθήτριες στο δημοτικό σχολείο, και να ονειρεύονται ότι θα γίνουν σπουδαίες και διάσημες. Για την Φράνσις η φιλία της με τη Σόφι έχει προτεραιότητα, το να δεχτεί, ας πούμε, να συμβιώσει με τον φίλο της, όταν αυτός της το ζητά, ισοδυναμεί με προδοσία. «Εμείς είμαστε το ίδιο πρόσωπο» λέει για τη Σόφι, τονίζοντας έτσι την «παραμονή» τους στην παιδική ηλικία, την ταύτιση με τον άλλον της κατοπτρικής εικόνας της, τη φίλη και εχθρό. Όταν η Σόφι φεύγει καταρχήν γιατί έχει βρει ένα καλύτερο σπίτι και στη συνέχεια με το φίλο της για μια «ενήλικη» ζωή, η Φράνσις μένει μόνη, σε σχεδόν άδειο σπίτι γιατί τίποτα εκεί δεν της ανήκε. Όταν επιχειρεί να ανασυστήσει την ίδια σχέση «δέρνοντας» τη νέα συγκάτοικο, εκείνη τη σταματά, αρνείται αυτόν το ρόλο.
«Δεν είμαι ακόμη αληθινό πρόσωπο» λέει η Φράνσις, 27 χρονών, που δεν είναι πια φοιτήτρια αλλά ούτε και ενήλικη, δεν μένει πια με τους γονείς της αλλά δεν έχει και δικό της σπίτι, ονειρεύεται να διαβιώνει ως επαγγελματίας χορεύτρια αλλά είναι ακόμα μαθητευόμενη σε μια ομάδα, επινοεί συνεντεύξεις για δουλειά, ισχυρίζεται ότι οι σχέσεις της είναι πιο στέρεες απ’ ότι στην πραγματικότητα. Τριγυρίζει από σπίτι σε σπίτι, των εξίσου ανώριμων αλλά «ενήλικων» συνομηλίκων της, των γονιών της στο Σακραμέντο, ακόμη και φίλων που της δίνουν τα κλειδιά ενός διαμερίσματος στο Παρίσι για ένα σαββατοκύριακο από το οποίο επιστρέφει ματαιωμένη και καταχρεωμένη.
Το Μανχάταν και η ασπρόμαυρη εικόνα παραπέμπουν αυτόματα στην ομότιτλη ταινία του Γούντυ Άλεν με τον οποίο ο Μπάουμπαχ, όπως παραδέχεται, έχει εμμονή, όπως και με τη νουβέλ βαγκ: στον Τρυφώ αποτίνει φόρο τιμής με τη μουσική του George Delerue, στον Γκοντάρ με το κομμένο όνομα της Φράνσις που ανακαλεί τη φωνή του Ρίτσαρντ Πο από το Made in Usa, και στον Ρομέρ που, όπως και οι ηρωίδες του, εξίσου η Φράνσις αναζητά πεισματικά την ταυτότητά της, τη θέση της στη ζωή και την προσωπική της ευτυχία.
Η Γκρέτα Γκέργουιγκ σε μια συνέντευξή της είχε πει ότι η πρώτη σκηνή της κάθε ταινίας του Νόα Μπάουμπαχ αποτελεί πάντα τον οδοδείκτη της ταινιών του, όπως, για παράδειγμα, στο Δεσμοί διαζυγίου όπου γονείς και παιδιά βρίσκονται εξαρχής σε διαφορετικά «στρατόπεδα».
Έτσι κι εδώ, όταν στο τέλος της ταινίας η Φράνσις παρουσιάζει τη ζωή της και την ανηλικότητά της σε δική της χορογραφία, κάνοντας ένα βήμα προς την εκπλήρωση και την ενηλικίωση, η επιβράβευση που η ίδια αναζητά δεν μπορεί παρά να προέλθει από το βλέμμα της Σόφι, της κολλητής της φίλης και κατοπτρικής εικόνα της.
Ο Νόα Μπάουμπαχ, ο σκηνοθέτης της ταινίας, γεννήθηκε το 1969 στο Μπρούκλιν και οι ταινίες του ακολουθούν στενά τη ζωή του. Στο Kicking and Screaming αποτυπώνει τις εμπειρίες από τη νεανική του ζωή μετά το κολέγιο, ενώ οι Δεσμοί διαζυγίου αφορούν το διαζύγιο των γονιών του κι ο ηθοποιός Τζεφ Ντάνιελς, που υποδύεται τον πατέρα στην ταινία, φορά τα ρούχα του πατέρα του σκηνοθέτη. Σε συνέντευξή του στη Guardian λέει, μεταξύ άλλων, ότι αισθάνεται οικεία με την Φράνσις και με τον τρόπο που αυτή προσκρούει στην πραγματικότητα· αυτή βλέπει τον εαυτό της με έναν τρόπο και ο κόσμος τη βλέπει με άλλον. «Πάντα μ’ ενδιέφερε», ομολογεί, «αυτό το είδος της ψυχολογικής κομεντί. Η σύγκρουση ανάμεσα στο πώς θέλουμε να είναι ο κόσμος και πώς ο κόσμος είναι στην πραγματικότητα. Μερικές φορές είναι ξεκάθαρο το εμπόδιο που πρέπει να ξεπεράσεις, όπως συμβαίνει με ένα θάνατο ή ένα διαζύγιο. Άλλες φορές διανύεις απλώς τη δεκαετία των 20 χρόνων κι έχεις τελείως χαθεί».
Η Γκρέτα Γκέργουιγκ, πρωταγωνίστρια και συν-σεναριογράφος γεννήθηκε το 1983, στο Σακραμέντο της Καλιφόρνιας, σπούδασε αγγλική λογοτεχνία και φιλοσοφία και αρχικά ήθελε να γίνει θεατρική συγγραφέας αλλά έγινε μια από τις ηγερίες του λεγόμενου mumblecore κινήματος του ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου, χαρακτηριστικά του οποίου είναι οι πολύ χαμηλού budget παραγωγές, η χρήση ψηφιακής κάμερας, οι ιστορίες που αφορούν τριαντάρηδες, συχνά με στοιχειώδες σενάριο και πολλούς αυτοσχεδιασμούς. Στη συνέχεια συμμετείχε σε πιο εμπορικές παραγωγές, όπως το Damsels in distress του Γουίτ Στίλμαν που είδαμε στις περυσινές νύχτες πρεμιέρας. Μια προσπάθεια να μεταφερθούν, σε σενάριο δικό της, οι Διορθώσεις του Τζόναθαν Φράνζεν σε μορφή σειράς στη μικρή οθόνη δεν ευδοκίμησε. Έγραψε μαζί με τον σκηνοθέτη και σύντροφό της το σενάριο της Frances Ha και, παρόλο που πολλά στοιχεία και λεπτομέρειες από τη ζωή της υπάρχουν στην ταινία, εξάλλου οι γονείς της παίζουν τους γονείς της Φράνσις, η ίδια αισθάνεται πιο τυχερή από την ηρωίδα της.
Link της ταινίας εδώ