Φύλις Ντόροθι Τζέιμς 1920-2014
της Σοφίας Ξυγκάκη
«Το “Ο βασιλιάς πέθανε κι ύστερα πέθανε κι η βασίλισσα”, είναι μια ιστορία. Το “Ο βασιλιάς πέθανε κι ύστερα πέθανε κι η βασίλισσα από θλίψη”, είναι μια πλοκή… “Η βασίλισσα πέθανε και κανείς δεν ήξερε γιατί, μέχρι που αποκαλύφθηκε ότι αυτό συνέβη εξαιτίας της θλίψης της για το θάνατο του βασιλιά”. Αυτή είναι μια πλοκή που ενέχει ένα μυστήριο, μια φόρμα ικανή να έχει σπουδαία ανάπτυξη».
Σε αυτό το κείμενο του Ε.Μ.Φόρστερ, η Τζέιμς θα προσθέσει: «“Όλοι πίστεψαν ότι η βασίλισσα είχε πεθάνει από θλίψη μέχρι που ανακαλύφθηκε το σημάδι της βελόνας στο λαιμό της”. Κι αυτό τότε είναι ένα μυστήριο δολοφονίας και είναι κι αυτή μια φόρμα ικανή να έχει σπουδαία ανάπτυξη»
••••
Η Φύλις Ντόροθι Τζέιμς γεννήθηκε στις 3 Αυγούστου του 1920 στην Οξφόρδη, ενώ αργότερα η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Κέιμπριτζ. Ο πατέρας της δεν πίστευε ότι πρέπει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις εκείνες που θα επέτρεπαν στην κόρη του να σπουδάσει. Έτσι, στα δεκαέξι της ολοκλήρωσε τις σπουδές της. Αργότερα θα πει ότι η έλλειψη ακαδημαϊκών σπουδών δεν αποτέλεσε γι’ αυτήν εμπόδιο, σήμαινε αντίθετα ελευθερία. Στη διάρκεια του πολέμου εργάστηκε στον Ερυθρό Σταυρό, παντρεύτηκε και γέννησε την πρώτη κόρη της. Όταν ο άντρας της γύρισε από τον πόλεμο με σοβαρά προβλήματα υγείας και μεγάλες εξάρσεις βίας που απαιτούσαν τη νοσηλεία του σε ψυχιατρείο, αυτή ανέλαβε να συντηρήσει την οικογένεια δουλεύοντας στην Εθνική Υπηρεσία Υγείας και αργότερα στο εγκληματολογικό τμήμα της Βρετανικής αστυνομίας, απ’ όπου άντλησε πολλές πληροφορίες για τις ιστορίες της.
Όταν ήταν μικρή έφτιαχνε ιστορίες στις οποίες μιλούσε για τον εαυτό της στο τρίτο πρόσωπο: «χτένισε τα μαλλιά της, έπλυνε το πρόσωπό της και μετά φόρεσε το νυχτικό της…». Αυτό είναι χαρακτηριστικό των συγγραφέων, θα της έλεγαν χρόνια αργότερα φίλοι της συγγραφείς.
Άργησε, ωστόσο, να γράψει το πρώτο της βιβλίο, το Cover her face, που δημοσιεύτηκε το 1962, όταν αυτή ήταν 42 ετών. Όπως είχε πει σε συνεντεύξεις της, παρόλο που δεν έκανε διαχωρισμό ανάμεσα στα λεγόμενα λογοτεχνικά έργα και στα αστυνομικά, είχε επιλέξει να γράψει αστυνομικό, γιατί άρεσε στην ίδια να τα διαβάζει, γιατί πίστευε ότι αποτελούσαν μια θαυμάσια μαθητεία αφού είναι πολύ εύκολο να γράψεις μια κακή αστυνομική ιστορία και πολύ δύσκολο μια καλή.
Συνήθως το περιβάλλον ή ένα τοπίο της έδινε το ερέθισμα για την ιστορία και όχι η πλοκή. Η ίδια αισθανόταν ότι οι χαρακτήρες των βιβλίων της ήδη υπήρχαν κι ότι δουλειά της ήταν να έρθει σ’ επαφή μαζί τους, να τους γνωρίσει. Όπως θα πει επανειλημμένα και θα γράψει στο βιβλίο Συζητώντας για το αστυνομικό μυθιστόρημα «το σκηνικό είναι ένα μέρος όπου αυτοί οι ήρωες ζουν, κινούνται, κι έχουμε την ανάγκη ν’ αναπνεύσουμε τον αέρα τους, να δούμε με τα δικά τους μάτια, να περπατήσουμε στα μονοπάτια που βαδίζουν και να κατοικήσουμε στα δωμάτια που ο συγγραφέας επίπλωσε γι’ αυτούς». Αλλά αυτό το σκηνικό επίσης «μπορεί ήδη από το πρώτο κεφάλαιο να εδραιώσει το κλίμα που θα διέπει το μυθιστόρημα, αν θα είναι κλίμα αγωνίας τρόμου, φόβου, απειλής ή μυστηρίου». Παράδειγμα Το σκυλί των Μπάσκερβιλ του Κόναν Ντόυλ όπου το σκηνικό είναι «εκείνη η σκοτεινή και δυσοίωνη έπαυλη που είναι τοποθετημένη στη μέση του χαμένου στην ομίχλη βαλτότοπου…».
Εξίσου σημαντική και η οπτική γωνία, η άποψη, μέσω ποιας ματιάς παρουσιάζεται η ιστορία. Έτσι, όταν το πτώμα το ανακαλύπτει μια καλοσυνάτη ηλικιωμένη γυναίκα, στον αναγνώστη μεταφέρονται τα συναισθήματα φρίκης που αυτή εκφράζει, ενώ όταν την ανακάλυψη την κάνει ο επιθεωρητής Άνταμ Νταλγκλίς, ως αναγνώστες παρακολουθούμε την παράθεση των γεγονότων μέσω της αποστασιοποιημένης και ψύχραιμης συμπεριφοράς του επαγγελματία.
Ντετέκτιβ των περισσοτέρων μυθιστορημάτων είναι ο επιθεωρητής Άνταμ Νταλγκλίς της Σκότλαντ Γιαρντ. Όπως είχε πει, αν ξεκινούσε σήμερα πιθανότατα θα διάλεγε γυναίκα, όμως εκείνη την εποχή τέτοια επιλογή ήταν αδύνατη, έπρεπε μόνο ν’ αποφασίσει αν ο ντετέκτιβ θα ήταν ερασιτέχνης ή επαγγελματίας αστυνομικός και αποφάσισε το δεύτερο. Κατ’ αυτήν, τόσο η Ντόροθι Σέγιερς όσο και η Άγκαθα Κρίστι είχαν εγκλωβιστεί με τους εκκεντρικούς ντετέκτιβς που είχαν επιλέξει, έτσι η ίδια έδωσε στον δικό της τις ιδιότητες που θαύμαζε και στα δύο φύλα: εξυπνάδα, θάρρος, ευαισθησία, επιφυλακτικότητα. Ήθελε έναν επαγγελματία αστυνομικό, αληθοφανή, που θα πρωταγωνιστούσε σε μια σειρά μυθιστορημάτων, θα είχε μια επιτυχημένη καριέρα στην εξιχνίαση εγκλημάτων, εμπνέοντας έτσι εμπιστοσύνη στον αναγνώστη ότι σε κάθε νέο βιβλίο θα συναντήσει έναν παλιό αξιόπιστο φίλο.
Αντίθετα, η γυναίκα ντετέκτιβ προέκυψε από την επιθυμία της να γράψει μια ιστορία που να διαδραματίζεται στο Κέιμπριτς, πόλη που γνώριζε καλά, και στο φοιτητικό χώρο. Έτσι, το 1972 κάνει την εμφάνισή της η Cordelia Gray στο Un Unsuitable Job for a Woman, η πρώτη γυναίκα private eye, στην Αγγλία, όχι ερασιτέχνης, όπως η μις Μαρπλ αλλά το πρωτότυπο της φεμινίστριας ντετέκτιβ που έχει κοινά χαρακτηριστικά με τη συγγραφέα όπως ότι ο πατέρας της δεν θεωρούσε τις σπουδές απαραίτητες για ένα κορίτσι. Η Cordelia, 22 χρονών, θα αναγκαστεί ν’ αναλάβει το γραφείο ντετέκτιβ στο οποίο δουλεύει, όταν ο ιδιοκτήτης και εραστής της αυτοκτονεί, και θα φέρει σε πέρας την πρώτη υπόθεση που θα αναλάβει. Σε αντίθεση με τις αμερικάνες συναδέλφους της, δεν οπλοφορεί – αυτό θα ήταν αντιρεαλιστικό, θα πει η Τζέιμς, αφού στην Αγγλία δεν επιτρέπεται να οπλοφορεί ο ιδιωτικός ντετέκτιβ. Από αυτόν τον χαρακτήρα πάντως θα εμπνευστεί η Σάρα Παρέτσκι τη V.I.Warshawski, τη δική της ντετέκτιβ, προσαρμόζοντάς την βέβαια στην αμερικάνικη κουλτούρα.
Ο ρεαλισμός αποτελούσε προϋπόθεση για την Φ. Ντ. Τζέιμς. Γι’ αυτήν, η ανάγνωση του μυθιστορήματος ήταν μια πράξη συμβίωσης γιατί μόνο αν το σκηνικό και η δράση είναι ριζωμένα στην πραγματικότητα, μπορούν οι αναγνώστες να εισχωρήσουν στον κόσμο του βιβλίου. Έτσι οι συγγραφείς πρέπει να γνωρίζουν την τοπογραφία της πόλης ή του χωριού που περιγράφουν, όπως για παράδειγμα το Σεντ Μέρι Μηντ στο οποίο κινείται η Μις Μαρπλ. Λίγη σημασία έχει αν υπάρχει πραγματικά ή όχι – ο αναγνώστης μπορεί να περιγράψει τα μαγαζιά στον κεντρικό δρόμο, την εκκλησία, τις διαδρομές ανάμεσα στο ένα σπίτι και στο άλλο, ενώ και οι πληροφορίες για την προσωπική και την οικογενειακή ζωή, τα γούστα και τις εμμονές των χαρακτήρων είναι εξίσου σημαντικά, καθώς μέσω αυτών δημιουργείται η οικειότητα με τους αναγνώστες. Η τάξη και η αυστηρή διαρρύθμιση του μοντέρνου διαμερίσματος του Πουαρώ, για παράδειγμα, είναι άρρηκτα δεμένα με την προσωπικότητά του και τη μέθοδο που χρησιμοποιεί για την επίλυση των υποθέσεων, ενώ λίγοι είναι αυτοί που δεν έχουν ταυτίσει τη Μπέικερ Στριτ με τον Σέρλοκ Χολμς. Εξάλλου, στα πλακάκια που κοσμούν την ομώνυμη στάση του μετρό στο Λονδίνο, αναγνωρίζουμε το χαρακτηριστικό προφίλ του ντετέκτιβ με το καπέλο και την πίπα – παιγνιώδης επιβεβαίωση της «ύπαρξης» του.
Η ενασχόληση της Φ. Ντ. Τζέιμς με τη λογοτεχνία του παρελθόντος ήταν σχολαστική, η συνομιλία της με τους συγγραφείς και τα βιβλία τους διαρκής και παραγωγική. Στους συγγραφείς της «Χρυσής Εποχής» του αστυνομικού μυθιστορήματος που καλύπτει τις δύο δεκαετίες ανάμεσα στον Α΄ και τον Β΄ Πόλεμο, η Τζέιμς θα αφιερώσει πολλές σελίδες, αρχίζοντας από το μυθιστόρημα Η Τελευταία Υπόθεση του Τρεντ του Ε.Κ. Μπέντλεϊ που εκδόθηκε λίγο νωρίτερα αλλά επηρέασε όλους σχεδόν, από την Αγκάθα Κρίστι έως τον Έντγκαρ Γουάλας και τον Τσέστερτον που το χαρακτήρισε το σπουδαιότερο αστυνομικό μυθιστόρημα της σύγχρονης εποχής. Μεγάλη επιρροή, όμως είχε δεχτεί και από τις Ντόροθι Σέγιερς, Ngaio Marsh, Josephine Tey, γεννημένες και οι τρεις την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα.
Τα βιβλία των Κόναν Ντόιλ, Γκράχαμ Γκριν, Ζορζ Σιμενόν αλλά και των Τζον Λε Καρέ, Ρουθ Ρέντελ, Ίαν Ράνκιν τις έδωσαν συχνά την αφορμή να αναλύσει διαφορετικές όψεις της αστυνομικής λογοτεχνίας, ενώ οι συγγραφείς του 19ου αιώνα, από τον Τσαρλς Ντίκενς έως τις αδελφές Μπροντέ και τον Άντονι Τρόλοπ, υπήρξαν γι’ αυτήν τα διαρκή σημεία αναφοράς.
Ιδιαίτερη θέση, όπως και σε πολλές βρετανίδες και μη συγγραφείς, κατέχει η Τζέιν Όστεν. Αν στον Τρόλοπ, που υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής στο γυναικείο αναγνωστικό κοινό, η Τζέιμς αναγνώρισε την ικανότητα να μεταφέρει στα βιβλία του ρεαλιστικά τις συζητήσεις μεταξύ γυναικών, για τον ρεαλισμό της Όστεν θα παράσχει «αποδείξεις». «Ποτέ», θα πει, στις σελίδες της Όστεν, «δεν θα βρούμε δύο άντρες να συζητούν χωρίς να είναι παρούσα μια γυναίκα». Η Τζέιν Όστεν έγραφε για όσα γνώριζε, στα βιβλία της καταγράφονται οι άμεσες εμπειρίες της.
Όμως, η Τζέιμς χαρακτήρισε αστυνομικό και την Έμμα, ένα από τα πιο δημοφιλή μυθιστορήματα της Όστεν, αφού τα αισθηματικά μυστικά αποτελούν το αθέατο κίνητρο μεγάλου μέρους της δράσης: η συγγραφέας έντεχνα μας καλλιεργεί διαρκώς υποψίες, καθώς η Έμμα, αφοσιωμένη όπως είναι στο να σκαρώνει προξενιά, αγνοεί τα δικά της συναισθήματα, η αποκάλυψη των οποίων θα φέρει μεγάλη ανατροπή στη ζωή της δικής της και του περιβάλλοντός της.
Το τελευταίο της βιβλίο της Φ.ΝΤ.Τζέιμς, το Death comes to Pemperley, είναι ένας φόρος τιμής στην Τζέιν Όστεν και αποτελεί συνέχεια του βιβλίου Υπερηφάνεια και Προκατάληψη. Η ιστορία αρχίζει έξι χρόνια μετά τον γάμο του Ντάρσυ και της Ελίζαμπεθ, συνοψίζει στην αρχή τη ζωή των δύο οικογενειών, για να εξελιχθεί στη συνέχεια σε αστυνομικό μυθιστόρημα. Ήδη έχει μεταφερθεί στην τηλεόραση.
Και αν η Ντόροθι Σέγιερς, το 1934, αναφερόμενη στους συγγραφείς ιστοριών μυστηρίου είχε γράψει ότι ο «θάνατος εφοδιάζει το αγγλοσαξωνικό πνεύμα με ένα απόθεμα αθώας ψυχαγωγίας», για την Τζέιμς αυτοί που διακατέχονται ιδιαίτερα από την ανθρώπινη αγωνία για τον θάνατο, όταν τον αποσπούν από την υπερβατική του διάσταση, μετατρέποντάς τον σε διανοητικό πρόβλημα, όπως συμβαίνει με ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, διαλύουν την αρχέγονη αγωνία που τους προκαλεί η βία και η ανυπαρξία.
Βιβλιογραφία:
Π.Ντ.Τζέιμς, Συζητώντας για το αστυνομικό μυθιστόρημα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014.
Στην ελληνικά έχουν εκδοθεί:
Μια άψογη δολοφονία, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014
Θάνατος σε ιδιωτική κλινική, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2010
Αθώο αίμα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2009
Θάνατος στην ιερατική σχολή, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007
Ο φάρος, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007
Περίπτωση δικαιοσύνης, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007
Η αίθουσα των φόνων, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006
Τα παιδιά των ανθρώπων, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006
Τεχνάσματα και επιθυμίες, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2002
Προπατορικό αμάρτημα, Εκδόσεις Πατάκη, 1996
Ο θάνατος του εμπειρογνώμονα, Ωκεανίδα, 1995
Τζούλιαν, Εκδόσεις Πατάκη, 1995
Ο μαύρος πύργος, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, 1992
Φάμπιαν, Λιβάνης – Το κλειδί, 1989
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα:
Οι κεραίες της εποχής μου, Εκδόσεις Καστανιώτης, 2012
Χριστουγεννιάτικες αστυνομικές ιστορίες, Νάρκισσος, 2006
Ανθολογία αγγλικού αστυνομικού διηγήματος, Β΄, Άγρα, 1992