του Σπύρου Μανουσέλη
Τα τελευταία χρόνια οι σχετικές έρευνες όσο και οι υπεύθυνες κρατικές υπηρεσίες σε όλο τον κόσμο καταγράφουν απανωτά επεισόδια «γυναικοκτονίας», των οποίων δράστης είναι είτε ο σύζυγος είτε ο ερωτικός σύντροφος του θύματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της δολοφονίας της Ρίβα Στέενκαμπ από τον σύντροφό της, διάσημο Νοτιοαφρικανό Παραολυμπιονίκη, Οσκαρ Πιστόριους, ο οποίος πιθανά δεν θα περάσει ούτε μια μέρα στη φυλακή, δεδομένου ότι το δικαστήριο τον καταδίκασε για «ανθρωποκτονία εξ αμελείας».
Στόχος του σημερινού άρθρου μας είναι να διερευνήσει τα πολλαπλά αίτια αυτού του εγκλήματος −αίτια που, όπως θα δούμε, είναι βιοψυχολογικά αλλά και κοινωνικοοικονομικά− και, ενδεχομένως, να συμβάλει ώστε τα θύματα της ανείπωτης ανδρικής βίας να σπάσουν επιτέλους τη σιωπή που τους έχει επιβληθεί από τα πιο «αγαπημένα» τους πρόσωπα.
Όλο και περισσότερες επιστημονικές μελέτες περιγράφουν τη γυναικοκτονία ως ένα «νέο» εγκληματολογικό και ανθρωπολογικό φαινόμενο που αφορά τις πιο ακραίες εκδηλώσεις σεξιστικής βίας από μέρους των ανδρών σε βάρος των γυναικών, οι οποίες δολοφονήθηκαν επειδή παραβίασαν τον δήθεν προκαθορισμένο –βιολογικά και κοινωνικά– ρόλο τους ως… γυναίκες.
Οι γυναίκες είναι δύο φορές θύματα της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων: όχι μόνο στερούνται τη δυνατότητα της εργασίας, αλλά υφίστανται και την ψυχοσωματική βία των ανδρών τους. Στην οικονομικά καταρρέουσα Ευρώπη, και ειδικότερα στην Ελλάδα των μνημονίων, είναι επιτακτική ανάγκη να σπάσουμε την κοινωνική απομόνωση και την υποκριτική σιωπή που καλύπτει αυτήν τη διττή κακοποίηση των γυναικών.
Στον 21ο αιώνα, παρά τη συστηματική παιδαγωγική προπαγάνδα υπέρ της βιολογικής, κοινωνικής και εργασιακής ισότητας των δύο φύλων και παρά τις κατακτήσεις του φεμινιστικού κινήματος, υπάρχουν ακόμα πολλοί άνδρες (κατά τα άλλα προοδευτικοί και μορφωμένοι!) οι οποίοι στις ερωτικές και οικογενειακές σχέσεις τους συμπεριφέρονται σαν τους παππούδες τους.
Τα τελευταία χρόνια οι σχετικές έρευνες όσο και οι υπεύθυνες κρατικές υπηρεσίες σε όλο τον κόσμο καταγράφουν απανωτά επεισόδια «γυναικοκτονίας», των οποίων δράστης είναι είτε ο σύζυγος είτε ο ερωτικός σύντροφος του θύματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της δολοφονίας της Ρίβα Στέενκαμπ από τον σύντροφό της, διάσημο Νοτιοαφρικανό παραολυμπιονίκη, Οσκαρ Πιστόριους, ο οποίος πιθανά δεν θα περάσει ούτε μία μέρα στη φυλακή, δεδομένου ότι το δικαστήριο τον καταδίκασε για «ανθρωποκτονία εξ αμελείας».
Στόχος του σημερινού άρθρου μας είναι να διερευνήσει τα πολλαπλά αίτια αυτού του εγκλήματος −αίτια που, όπως θα δούμε, είναι βιοψυχολογικά αλλά και κοινωνικοοικονομικά− και, ενδεχομένως, να συμβάλει ώστε τα θύματα της ανείπωτης ανδρικής βίας να σπάσουν επιτέλους τη σιωπή που τους έχει επιβληθεί από τα πιο «αγαπημένα» τους πρόσωπα.
Καθημερινά διαβάζουμε στον Τύπο για τα πιο αποκρουστικά εγκλήματα: βιασμούς γυναικών, κακοποίηση παιδιών στο σχολείο από συμμαθητές τους, δολοφονίες «έκφυλων» ομοφυλοφίλων και «άπιστων» συζύγων, τυφλές και αναίτιες πράξεις καταστολής από τα όργανα της τάξης, τρομοκρατικές ενέργειες με εκατοντάδες αθώα θύματα.
Το να αποδίδουμε τέτοιες εγκληματικές πράξεις στην παρακμή των παραδοσιακών ηθικών αξιών ή στην απαξίωση του θεσμού της οικογένειας αποτελεί μια πολύ εύκολη, αλλά, δυστυχώς, ελάχιστα διαφωτιστική αντίδραση, η οποία το μόνο που πετυχαίνει είναι ίσως να μας καθησυχάζει ψυχολογικά: η βίαιη συμπεριφορά αφορά πάντα τους άλλους και ποτέ εμάς τους ίδιους.
Δυστυχώς όμως αυτό δεν ισχύει. Και η διερεύνηση νέων και συχνά επαναλαμβανόμενων φαινομένων, όπως είναι οι γυναικοκτονίες (κάποιοι μάλιστα κάνουν λόγο για επιδημία), μας αποκαλύπτει ότι τα πιο ακραία φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας δεν αποτελούν τυχαίες εκδηλώσεις ατομικής παθολογίας αλλά, αντίθετα, τροφοδοτούνται από τις πολιτισμικές ιδεοληψίες και ενισχύονται από τις κοινωνικές παθογένειες.
Σύμφωνα, μάλιστα, με μια πρόσφατη έρευνα που διενεργήθηκε στο πλαίσιο μιας πανευρωπαϊκής μελέτης από το Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου, διαπιστώνεται, για πολλοστή φορά, η σταδιακή αλλά σαφής άνοδος των γυναικοκτονιών από το 2001 μέχρι και τον Αύγουστο του 2014.
Το να είσαι γυναίκα εγκυμονεί κινδύνους
Σύμφωνα με μελέτη του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης (European Union Agency for Fundamental Rights ή FRA), μία στις τρεις γυναίκες στις 28 χώρες-μέλη της Ε.Ε. έχει πέσει θύμα σωματικής βίας ή σεξουαλικής επίθεσης.
Πράγματι, όπως υπολογίζεται, πάνω από 13 εκατ. γυναίκες έχουν υποστεί τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους κάποιο είδος σωματικής βίας: από αυτές περίπου 3,7 εκατ. έπεσαν θύματα βιασμού ή σεξουαλικής επίθεσης τους τελευταίους 12 μήνες πριν από την ανακοίνωση της μελέτης του Οργανισμού Δικαιωμάτων.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα διαπίστωση της έρευνας είναι ότι υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τη γεωγραφική κατανομή της ανδρικής βίας: 52%, 47% και 46% για τη Δανία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία, αντίστοιχα. Αντίθετα, η Πολωνία, η Αυστρία και η Κροατία παρουσιάζουν το χαμηλότερο ποσοστό βίας κατά των γυναικών, περίπου στο 20%. Οσο για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης (Ισπανία, Ιταλία και Ελλάδα), η βία κατά των γυναικών ανέρχεται περίπου στο 33%.
Ωστόσο αυτές οι «εθνικές» διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της Ε.Ε. αντανακλούν μάλλον διαφορές στη νοοτροπία παρά στη βία: στις σκανδιναβικές χώρες, και γενικότερα στη βόρεια Ευρώπη, οι κακοποιημένες γυναίκες καταγγέλλουν ευκολότερα τη βία που υφίστανται από ό,τι στον Νότο!
Όπως, πολύ συνοπτικά, δήλωσε ο Μόρτιν Κιάερουμ, διευθυντής του ευρωπαϊκού οργανισμού που πραγματοποίησε την έρευνα: «Πρόκειται για ένα κοινό κακό σε όλη την Ευρώπη. Οι γυναίκες δεν είναι ασφαλείς ούτε στον δρόμο, ούτε στον χώρο εργασίας τους, και τέλος, δεν είναι ασφαλείς ούτε καν μέσα στο σπίτι τους».
Όμως, και στον υπόλοιπο κόσμο τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Σύμφωνα με την έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για το 2013, η κύρια αιτία θανάτου των γυναικών ηλικίας από 16 έως 44 ετών είναι, διεθνώς, η δολοφονία από κάποιο οικείο πρόσωπο.
Επίσης, όπως διευκρινίζεται στην ίδια έκθεση του ΠΟΥ: «Σε παγκόσμια κλίμακα το 35% των γυναικών έχει υποστεί σωματική και/ή σεξουαλική βία από τον σύντροφό τους ή βία από άλλους εκτός από τον σύντροφό τους. Είναι λοιπόν περισσότερες από μία στις τρεις οι γυναίκες που πέφτουν θύματα σωματικής ή σεξουαλικής βίας. Το γεγονός αυτό θεωρείται ως ένα ακόμη παγκόσμιο πρόβλημα υγείας με διαστάσεις επιδημίας, το οποίο αξιώνει επείγουσα δράση».
Πρόκειται, όμως, πράγματι για «επιδημία»; Και μέσω ποιων μηχανισμών ενεργοποιείται;
Από τη σεξιστική βία στη φυλετική δολοφονία
Αυτό το νέο μαζικό φαινόμενο σεξιστικής εγκληματικότητας ήταν γνωστό στους κοινωνικούς ανθρωπολόγους και τους ειδικούς εγκληματολόγους ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, χάρη κυρίως στο πρωτοποριακό έργο της Μεξικανής ανθρωπολόγου Μαρσέλα Λαγκάρντε (Marcela Lagarde), η οποία πρώτη περιέγραψε τις κοινωνικές-πολιτισμικές προϋποθέσεις αυτής της εγκληματικής συμπεριφοράς. Γεγονός διόλου περίεργο, αν αναλογιστεί κανείς ότι, στην ανδροκρατική κοινωνία του Μεξικού, η γυναικοκτονία είναι ένα φαινόμενο καθημερινό, που έχει τρομακτικές διαστάσεις.
Πάντως, ο νεολογισμός «γυναικοκτονία» (αγγλιστί femicide) είναι ένας επιστημονικός όρος που έγινε ευρέως γνωστός και υιοθετήθηκε από την εγκληματολογία μετά το 1992, χάρη στο πολύ επιτυχημένο βιβλίο με τίτλο «Femicide: the politics of woman killing», μια συλλογή δοκιμίων που επιμελήθηκαν από κοινού η ακαδημαϊκός Τζιλ Ράντφορντ (Jill Radford) και η εγκληματολόγος Νταϊάνα Ράσελ (Diana E. H. Russell).
Σε αυτό το βιβλίο η γυναικοκτονία ορίζεται ρητά ως ένα νέο εγκληματολογικό και ανθρωπολογικό φαινόμενο που αφορά ακραίες εκδηλώσεις βίας από μέρους ενός άνδρα σε βάρος μιας γυναίκας, η οποία υποτίθεται ότι παραβίασε τον κοινωνικά προκαθορισμένο ρόλο της ως… γυναίκας!
Ας σημειωθεί ότι ο όρος δεν περιγράφει μόνο τις περιπτώσεις δολοφονίας της νόμιμης συζύγου από τον άνδρα της, αλλά και τη δολοφονία κάθε γυναίκας η οποία, στο πλαίσιο μιας διαπροσωπικής σχέσης, «αθέτησε» τον ρόλο της ως γυναίκας. Εκτός λοιπόν από τη σύζυγο, η πράξη της γυναικοκτονίας μπορεί κάλλιστα να αφορά κάθε γυναίκα με την οποία έχει στενή σχέση ο θύτης: την ερωτική σύντροφο, μια πόρνη, αλλά και την κόρη ή, σπανιότερα, τη μητέρα!
Ομως τι ακριβώς έκαναν –ή μάλλον δεν έκαναν– αυτές οι γυναίκες που να αξίζει την ποινή του θανάτου; Πολύ απλά παραβίασαν τον πατροπαράδοτο κανόνα της θηλυκής υποτέλειας στην ανδρική εξουσία: στα μάτια του άνδρα-θύτη το θηλυκό-θήραμά του υποτίθεται ότι έπαψε να συμπεριφέρεται σαν καλή σύζυγος, πιστή ερωμένη, υπάκουη κόρη, αφοσιωμένη μητέρα.
Σπάζοντας τον κύκλο της αγάπης-εξάρτησης
Πώς, όμως, περιγράφεται σήμερα αυτό το σκοτεινό φαινόμενο; Το κυρίαρχο σήμερα «εξηγητικό» μοντέλο είναι ο περίφημος «Tροχός της εξουσίας και του ελέγχου» (Power and control wheel). Το μοντέλο αυτό διαμορφώθηκε πρώτη φορά το 1993 από τη διακεκριμένη Αμερικανίδα κοινωνιολόγο και ακτιβίστρια Ελεν Πενς (Ellen Pence) και τον παιδαγωγό και δημοτικό σύμβουλο Μάικλ Πέιμαρ (Michael Paymar), οι οποίοι ίδρυσαν στην πόλη Ντουλούθ των ΗΠΑ το ομώνυμο πρόγραμμα για την ενδοοικογενειακή βία (Duluth Domestic Abuse Intervention Project).
Πρόκειται για την περιγραφή των διαδοχικών σταδίων που συνήθως οδηγούν ορισμένους άνδρες σε βίαια εγκλήματα εις βάρος των γυναικών. Ενας κύκλος λεκτικής, σωματικής και σεξουαλικής βίας που στις πιο ακραίες περιπτώσεις οδηγεί στη γυναικοκτονία. Οι επιμέρους διεργασίες του Τροχού εκδηλώνονται μέσα από τρεις διαδοχικές και συχνά επαναλαμβανόμενες φάσεις: το πρώτο βήμα είναι η μανιώδης προσπάθεια πλήρους ελέγχου της γυναίκας από τον άνδρα.
Τυπική αυτού του σταδίου είναι η ενοχοποίηση της γυναίκας-θύματος, η συμπεριφορά της οποίας υποτίθεται ότι προκαλεί τις παράλογες αντιδράσεις του άνδρα. Σε αυτή τη φάση, που μπορεί να διαρκεί μήνες ή χρόνια, η γυναίκα τείνει να υποχωρεί και να καταπνίγει τις δικαιολογημένες αντιδράσεις της, ελπίζοντας ότι με την υποχωρητικότητά της θα καταφέρει να αλλάξει τον βίαιο σύντροφό της. Και ίσως γι’ αυτό ούτε τον εγκαταλείπει ούτε ζητά κάποια εξωτερική βοήθεια από συγγενείς ή από τις αρμόδιες Αρχές.
Ακολουθεί η επόμενη φάση της έκρηξης: τα βίαια επεισόδια και η επιθετική συμπεριφορά γίνονται ο κανόνας και οι γυναίκες κάνουν τα πάντα για να τα αποφύγουν. Σε αυτή τη δεύτερη φάση διατηρούν ακόμη την παράλογη και εντελώς αβάσιμη ελπίδα ότι μπορούν να «σώσουν» τον άνδρα τους. Και γι’ αυτό είτε φεύγουν από το σπίτι είτε αποζητούν εξωτερική κάποια βοήθεια. Στο τέλος αυτής της δεύτερης φάσεις υπάρχουν δύο πιθανότητες: είτε αποφασίζουν να χωρίσουν οριστικά, όποτε προκαλούν τις γυναικοκτονικές αντιδράσεις, είτε υποχωρούν και επιστρέφουν στον πρόσκαιρα μεταμελημένο σύντροφό τους για να ξεκινήσουν εκ νέου έναν ακόμη κύκλο στον Τροχό των απελπισμένων και απελπιστικών ανθρώπινων σχέσεων.
Αυτό το «εξηγητικό» μοντέλο μάς προσφέρει μια πολύ αφηρημένη και αμιγώς φαινομενολογική περιγραφή της γυναικοκτονίας, η έξαρση της οποίας στις μέρες μας συνδέεται προφανώς με κοινωνικά και οικονομικά αίτια.
Πρόκειται δηλαδή για ένα βιοψυχολογικό και πολιτισμικό φαινόμενο που σε περιόδους μεγάλης οικονομικής ύφεσης και κοινωνικής κατάρρευσης ενδέχεται να προσλάβει ακόμη και διαστάσεις «επιδημίας».
Παρακολουθώντας κανείς τις ειδήσεις στον Τύπο και την τηλεόραση, διαπιστώνει καθημερινά τη μεγιστοποίηση της ενδοοικογενειακής βίας σε συνθήκες οικονομικής-κοινωνικής κρίσης που εκδηλώνεται και με τη σαφή αύξηση των περιπτώσεων κακοποίησης των πιο αδύναμων κρίκων, των γυναικών και των παιδιών.
Στην οικονομικά καταρρέουσα Ευρώπη, και ειδικότερα στην Ελλάδα των μνημονίων, είναι επιτακτική ανάγκη να σπάσουμε την κοινωνική απομόνωση και την υποκριτική σιωπή που έχει επιβληθεί σε αυτήν τη διττή κακοποίηση των γυναικών.
Το ψυχολογικό προφίλ του μισογύνη δολοφόνου
Κάθε προσπάθεια ορθολογικής εξήγησης της ανδρικής –και εν γένει της ανθρώπινης– επιθετικότητας ενέχει τον κίνδυνο να λειτουργήσει τελικά νομιμοποιητικά: εκλογικεύοντας και δικαιολογώντας «επιστημονικά» τις πιο ακραίες και αντικοινωνικές πράξεις βίας.
Δεδομένου ότι οι εκδηλώσεις της ανδρικής βίας είναι ποικιλόμορφες και ιδιαίτερα εξατομικευμένες, είναι μάλλον παραπλανητικό το να επιχειρήσει κανείς να χαράξει ένα πάγιο και ενιαίο ψυχολογικό προφίλ των γυναικοκτόνων.
Υπάρχουν, εντούτοις, ορισμένα λίγο-πολύ κοινά και επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις (αλλά όχι πάντα!) οι υπερβολικά βίαιοι άνδρες προέρχονται από οικογένειες όπου ο πατέρας ασκούσε συστηματικά βία στη μητέρα και στα παιδιά. Μεγαλώνοντας κάποιος σε ένα τόσο «μολυσματικό» περιβάλλον, έχει την τάση να αναπαράγει αυτόματα τη βία που έχει δεχτεί από την πιο τρυφερή ηλικία.
Ωστόσο, οι βίαιες παιδικές εμπειρίες δεν επαρκούν ως εξήγηση. Βασική προϋπόθεση για την εκδήλωση της ανδρικής βίας είναι η εσωτερίκευση και η άκριτη αποδοχή των παραδοσιακών σεξιστικών διακρίσεων, σύμφωνα με τις οποίες στις οικογένειες πρέπει να υπάρχει ένας απόλυτος μονάρχης, που πρέπει προφανώς να είναι ο άνδρας.
Επίσης, σύμφωνα με διάφορες στατιστικές έρευνες, οι άνδρες που προχωρούν στην «απονενοημένη» πράξη της γυναικοκτονίας είναι συνήθως κοινωνικά υποβαθμισμένοι ή ψυχοσωματικά ελλειμματικοί. Πρόκειται για άτομα που συχνά αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά ή εργασιακά προβλήματα (π.χ. άνεργοι για μεγάλο χρονικό διάστημα).
Από ψυχολογική άποψη, τα άτομα αυτά είναι συνήθως υπερβολικά εγωπαθή και ναρκισσιστικά, επιδεικνύουν ελάχιστη ενσυναίσθηση ή διάθεση ενασχόλησης ακόμη και με τα πιο αγαπημένα τους πρόσωπα. Έχουν την τάση να δημιουργούν εσωστρεφείς οικογενειακούς πυρήνες που αποκλείουν με τρόμο τις εξωτερικές επιρροές από άλλους ανθρώπους.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών