της Σοφίας Ξυγκάκη
Η Ρώμη, αυτές τις μέρες, θυμάται και αποτίει φόρο τιμής στη Φράνκα Ράμε, με προβολές, συζητήσεις, μια ημερίδα στη Villa Torlonia την Κυριακή 19/1, ενώ η παράσταση του έργου της In fuga dal Senato με τον Ντάριο Φο θα συνεχιστεί και τον επόμενο μήνα.
Με αυτή την ευκαιρία, κι εμείς στο ΦΣ, κάνουμε μια σύντομη παρουσίαση μιας λιγότερο γνωστής ιδιότητας της Φράνκα Ράμε, αυτή της αφοσιωμένης ερευνήτριας της γυναικείας θεατρικής δημιουργίας.
Η Φράνκα Ράμε ήταν figlia d’ arte, προερχόταν δηλαδή από οικογένεια θεατρανθρώπων, του λαϊκού θεάτρου, χαρακτηριστικά του οποίου ήταν η σπουδαία (αλλά και παρεξηγημένη) παράδοση του αυτοσχεδιασμού και η, ας την πούμε λόγω συντομίας, διαδραστική σχέση με το κοινό. Η ίδια είχε πρωτοεμφανιστεί στη σκηνή μωρό, στην αγκαλιά της μαμάς της. Είχε πει πως τα μέλη της οικογένειά της είχαν μεγαλώσει στη σκηνή και όταν αυτή άρχισε να παίζει με άλλους θιάσους, του αστικού θεάτρου, σχεδόν ντρεπόταν με την τάση της να αυτοσχεδιάζει ενώ, ταυτόχρονα, παρά την εμπειρία της από τον οικογενειακό θίασο, δεν μπορούσε να απευθυνθεί άμεσα στο κοινό, μόνο ο πατέρας της που ήταν και ο θιασάρχης ήταν σε θέση να το κάνει αυτό. Οι γυναίκες του θιάσου ερμήνευαν τους ρόλους, ασχολούνταν με τα κοστούμια, με το ταμείο, με τα πρακτικά ζητήματα του θεάτρου. Ποτέ όμως δεν «αντιμετώπιζαν» το κοινό. Αργότερα, όταν με τον Ντάριο Φο εγκατέλειψε τις «μεγάλες σκηνές» αναγκάστηκε να μάθει πώς να απευθύνεται άμεσα στους θεατές. Μια καλλιτεχνική επιλογή που την απαιτούσε το πολιτικό και το λαϊκό θέατρο.
Σε αυτά τα πλαίσια, η θέση της γυναίκας στη σκηνή και η σχέση της με τη συγγραφή και το κοινό, κυρίως κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, ο εγκωμιασμός του ανίερου, η βλασφημία ως απελευθέρωση και ανατροπή ήταν μερικά από τα θέματα που βρίσκονταν στο κέντρο των ενδιαφερόντων και της διαρκούς έρευνας της Φράνκα Ράμε.
Σύμφωνα με στοιχεία από αναπαραστάσεις, από ιστορίες του γαλλικού Μεσαίωνα, από τα fabliaux που πάντα τα ερμήνευαν γυναίκες, οι πρώτες γυναίκες στις οποίες επιτράπηκε να ανέβουν στη σκηνή ήταν οι Giullaresse. Oι Giullaresse και οι Giullari ήταν περιπλανώμενες/οι καλλιτέχνιδες/ες που στη διάρκεια του Μεσαίωνα ψυχαγωγούσαν τις Αυλές της Ευρώπης με τραγούδια, μουσική, απαγγελίες, ταχυδακτυλουργίες, ακροβατικά. Διέδιδαν στην Ιταλία την καρολλίγγεια αναγέννηση[1] και τους μύθους της Βρετάνης συμμειγνύοντας στοιχεία από τη λαϊκή παράδοση και από τη συχνά λόγια θεματολογία και το εκλεπτυσμένο ύφος που αργότερα θα εξελισσόταν στη commedia dell’ arte. Συχνά τα θέματά τους ήταν προκλητικά και βλάσφημα. Για τη Φράνκα Ράμε η βλασφημία υπήρξε πάντα το πιο ισχυρό όπλο ενάντια στο αίσθημα ενοχής και ντροπής που η εξουσία ενσταλάζει στους ανθρώπους.
Το να καταστρέψουν και να απενοχοποιήσουν με το γέλιο το αίσθημα ενοχής, υπήρξε πάντα βασικό μέλημα των κωμικών ηθοποιών και κυρίως των γυναικών. Και αν, από τον 15ο αιώνα και μετά, γράφτηκαν και παίχτηκαν από γυναίκες πολλά έργα που παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά σε πραγματική σκηνή θεάτρου, είναι οι ηγούμενες των μοναστηριών της Βρετάνης, πολύ ισχυρές την περίοδο του μεσαίωνα, που γράφουν ήδη από τον 10ο αιώνα τις ιστορίες με ηθικό δίδαγμα (commedie morali) που χαρακτηρίζονται τόσο από κωμικά όσο και από τραγικά στοιχεία.
Μία από αυτές τις ιστορίες αφορά μια καλόγρια που ερωτεύεται ένα νεαρό δανδή και μένει έγκυος. Η Φράνκα Ράμε αφηγείται: «η ιστορία μοιάζει με αυτήν της μοναχής της Μόντζα[2], αλλά εδώ υπάρχει κάθαρση. Η καλόγρια απελπισμένη και εγκαταλειμμένη, σκέφτεται να κρεμαστεί. Δέχεται όμως ένα σημάδι από την Παναγία και αποφασίζει να αντιμετωπίσει το σκάνδαλο και μαζί μ’ αυτό να εξιλεωθεί για το αμάρτημά της. Έτσι, βαθιά αναστατωμένη, πέφτει στα γόνατα και προσεύχεται στην Παναγία. Το ξημέρωμα, αποβάλλει. Οι καλόγριες θάβουν το έμβρυο. Όταν η καλόγρια παρουσιάζεται στο ανώτατο συμβούλιο, το οποίο θέλει να εκμεταλλευτεί το σκάνδαλο και να κλείσει το μοναστήρι, αυτή αποδεικνύει ότι όλα ήταν συκοφαντία κι έτσι ο διαβολέας της τιμωρείται.
Εάν αναλύσουμε με λίγη προσοχή αυτήν την ιστορία με ηθικό δίδαγμα, καταλήγουμε σε ένα περίεργο αντι-ηθικό δίδαγμα. Εάν μια μαμή είχε συμβάλει στη διακοπή της κύησης[3], τότε θα επρόκειτο για απαίσιο έγκλημα. Αλλά από τη στιγμή που αυτή προκύπτει μετά από ολονύχτια προσευχή στη διάρκεια της οποίας η καλόγρια ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα στο ψυχρό δάπεδο της εκκλησίας, τότε, χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για θαύμα, οπότε, ο καρπός της αμαρτίας μπορεί να ταφεί, ευλαβικά»[4] .
Πολύ τολμηρή και ειρωνική, επίσης, είναι μια ωδή της Οξιτανίας του 14ου αιώνα, που η Φράνκα Ράμε ερμήνευε σε ένα άδειο χώρο, απλά με μια καρέκλα, και με τη δική της φωνή μόνο να δημιουργεί όλες τις φωνές και τους ήχους του κειμένου.
Αποχαιρετισμός την αυγή
Με το πρώτο φως της μέρας είμαι ακόμη ξαπλωμένη κάτω απ’ τα σεντόνια
σηκώνεσαι από το κρεβάτι μου και για να φορέσεις το παντελόνι σου
μου γυρίζεις την πλάτη
με ξαφνιάζει η παράξενη συστολή σου:
σε κρατούσα στη γυμνή αγκαλιά μου όλη τη νύχτα κι άφησα πάνω σου το αποτύπωμά μου
σε βάθος όλη τη νύχτα σε μάθαινα
γιατί τώρα αποφεύγεις το βλέμμα μου;
μόλις που σου ρίχνω μια ματιά
κι εσύ τραβάς από πάνω μου το σεντόνι
θα ’θελες να σε αποχαιρετήσω κρατώντας σε
θα ’θελες να μ’ ακούσεις να λέω αναστενάζοντας: «Μη φύγεις είναι ακόμα νωρίς,
ήταν υπέροχα ….πότε θα γυρίσεις;»
Όχι, δεν σου παραχωρώ αυτά τα φτερά για το καπέλο σου.
Φοράς το σακάκι σου και βάζεις τις μπότες σου
Χασομεράς με τα κορδόνια και κάνεις θόρυβο
Ελπίζεις να σηκωθώ τρέχοντας και να σταθώ με την πλάτη στην πόρτα
για να σ’ εμποδίσω να φύγεις, λέγοντάς σου:
«Φίλα με γι’ ακόμη μια φορά, πες μου ότι θα με θέλεις κι άλλο».
Όχι, δεν κουνιέμαι
σ’ αφήνω να φύγεις
δεν θα σου επιτρέψω να προσθέσεις αυτά τα φτερά στο καπέλο σου
Κατέβηκες τις σκάλες κάνοντας σαματά
και περιμένεις στην μισάνοιχτη εξώπορτα
ελπίζεις ότι θα εμφανιστώ στο παράθυρο και θα πω κλαψιάρικα:
«Θα ’θελα να σε ’χω μαζί μου πάντα κάθε νύχτα»
Όχι, εγώ ούτε που σηκώθηκα.
Όχι, δεν σου επιτρέπω να βάλεις τα δικά μου φτερά
στο καπέλο σου
Ιππεύεις το άλογό σου
Το κάνεις να χτυπάει τις οπλές στο λιθόστρωτο για να σ’ ακούσω
στη γωνία που είναι η κουζίνα
κι εγώ είμαι στην κουζίνα αλλά για να μου βάλω
ένα ποτήρι κρασί
και πίνω στην υγειά μου και στο πόσο καλό έρωτα έκανα
κι εσύ θα φύγεις, λυπάμαι, δίχως
φτερά… σαν μαδημένο κοτόπουλο![5]
[1] Όρος που αναφέρεται στον 9ο αιώνα στη διάρκεια του οποίου άνθισαν η παιδεία τα γράμματα και οι τέχνες.
[2] Η μοναχή Virginia Maria (1575-1650), γνωστή ως μοναχή της Monza, ήταν κόρη ενός ευγενή και καταδικάστηκε για τα εγκλήματα του εραστή της με τον οποίο είχε κάνει 2 παιδιά. Η τιμωρία της ήταν να την κτίσουν ζωντανή για 13 χρόνια. Από την ιστορία της εμπνεύστηκε ο Alessandro Manzoni το διάσημο μυθιστόρημά του Οι αρραβωνιασμένοι.
[3] Aborto στα ιταλικά: χρησιμοποιείται η ίδια λέξη για τη διακοπή της κύησης, είτε πρόκειται για αποβολή οπότε λέγεται aborto spontaneo ή naturale, δηλαδή αυτενέργητη ή φυσική αποβολή, είτε για έκτρωση οπότε λέγεται aborto provocato, δηλαδή που έχει προκληθεί.
[4] Dario Fo, Manuale minimo dell’ attore, σελ. 302, Einaudi: 1987