της Χριστίνας Κούρκουλα
Σήμερα σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο αναπτύσσεται μια νέα προβληματική για την διακυβέρνηση των πόλεων, με ερωτήματα για τον περιορισμό της σπατάλης χώρου και φυσικών πόρων, για τον τρόπο με τον οποίο οι πόλεις θα γίνουν πιο φιλικές στους πολίτες τους, τον ρόλο του δήμου και της περιφέρειας σε σχέση με τους δημότες και το κεντρικό κράτος, το είδος του δημάρχου που χρειάζεται η σύγχρονη πόλη, τον τρόπο αντιμετώπισης των γεωγραφικών, ιστορικών και κοινωνικο-οικονομικών ιδιαιτεροτήτων της πόλης, και άλλα πολλά.
Οι πόλεις που ξέρουμε και που ζούμε σχεδιάστηκαν με όραμα την κατασπατάληση ενέργειας και πόρων, και χαρακτηρίζονται από την άναρχη οικιστική και τεχνολογική ανάπτυξη, την κοινωνική και έμφυλη ανισότητα. Αυτό το μοντέλο είναι πλέον ξεπερασμένο. Το μέλλον για να είναι βιώσιμο απαιτεί αλλαγή στον τρόπο σκέψης, ανατροπή των στερεότυπων. Χρειαζόμαστε διαφορετικά μοντέλα διοίκησης της πόλης που να στηρίζονται σε έναν συνδυασμό αντιπροσωπευτικής και αμεσοδημοκρατικής συμμετοχικής διακυβέρνησης, και στη συνεργατικότητα και την κοινωνική αλληλεγγύη ανάμεσα σε διαφορετικές κατηγορίες δημοτών που συγκροτούν το ανθρώπινο δυναμικό της πόλης. Η κοινωνία των πολιτών πρέπει να έχει ενεργό ρόλο και άποψη για τη διαμόρφωση των πολιτικών και των σχεδιασμών σε τοπική κλίμακα.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι γυναίκες, είτε ως αιρετές είτε ως πολίτες, μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά, εφόσον διαμορφωθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις που θα ενθαρρύνουν τη συμμετοχή τους στα κοινά και την πρόσβασή τους στα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Η συμμετοχή των γυναικών στα δημοτικά ή τα περιφερειακά συμβούλια μπορεί να φέρει την αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας του τοπικού κράτους, καθώς αυτό αποτελεί δημόσιο χώρο περισσότερο προσιτό στις γυναίκες, σε σύγκριση με την κεντρική πολιτική αρένα, η οποία κατά κανόνα αποτελεί τον κατεξοχήν ανδρικό πολιτικό προμαχώνα, που υπερασπίζονται σθεναρά και με επιθετική προσήλωση οι πατέρες του έθνους απέναντι στις γυναίκες συναδέλφους τους.
Θεωρητικά, η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να αποτελέσει με τις πολιτικές της για gender mainstreaming το εργαλείο μετουσίωσης της τοπικής κοινωνίας σε κοινωνία ισότιμη και κοινωνικά δίκαιη. Εντούτοις, στην ελληνική πραγματικότητα, τρισήμισι χρόνια μετά την εφαρμογή του Καλλικρατικού νόμου 3852/2010 στην διοίκηση των δήμων και των περιφερειών αυτής της χώρας, (σύμφωνα με τον οποίο τουλάχιστον το 1/3 του αριθμού των υποψηφίων δημοτικών ή περιφερειακών συμβούλων πρέπει να είναι γυναίκες, ενώ προβλέπεται και η δημιουργία υπηρεσιακής μονάδας «Άσκησης Κοινωνικής Πολιτικής και Πολιτικών Ισότητας των Φύλων») τα μέτρα και οι πολιτικές για την προώθηση της ισότητας ανδρών και γυναικών στη δημόσια σφαίρα της πόλης εξακολουθούν να είναι κενό γράμμα του νόμου.
Η έλλειψη πόρων από την πλευρά της τοπικής αυτοδιοίκησης, η δυσκολία πρόσληψης εξειδικευμένου προσωπικού, αλλά πολύ πιο σημαντικό, η χαμηλή προτεραιότητα στην κλίμακα των αυτοδιοικητικών στόχων όσον αφορά την εξάλειψη της διάκρισης που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην καθημερινή τους ζωή (μ’ άλλα λόγια, «εδώ χανόμαστε, η ισότητα μας μάρανε») έχει αδρανοποιήσει οποιαδήποτε αγαθή πρόθεση για την ανάληψη πρωτοβουλίας και υλοποίησης των μέτρων που προβλέπει ο νόμος: δημοτικές και περιφερειακές «επιτροπές ισότητας», «γραφεία ισότητας» και συμβουλευτικά κέντρα έχουν συγκροτηθεί για να απαξιωθούν και να αδρανήσουν στη συνέχεια, ή στην καλύτερη περίπτωση ενεργοποιούνται περιστασιακά στο παρά πέντε για να τιμήσουν σχετικές επετείους, ιδιαίτερα τώρα που διανύουμε προεκλογική περίοδο.
Και όλα αυτά δεν είναι τυχαία, καθώς το γυναικείο φύλο στην Ελλάδα έχει ανεπαρκή εκπροσώπηση στα κέντρα λήψης αποφάσεων του τοπικού και περιφερειακού κράτους, ιδιαίτερα όσο ανεβαίνουμε την κλίμακα της ιεραρχίας. Την ίδια ώρα, σε άλλες χώρες της Ευρώπης οι γυναίκες παρουσιάζουν ικανοποιητική συμμετοχή στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, συμμετοχή που εμφανώς ξεπερνάει την αντίστοιχη συμμετοχή τους στα εθνικά κοινοβούλια (στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, οι γυναίκες εκλεγμένες στα τοπικά συμβούλια ανέρχονται στο 1/3 των μελών των συμβουλίων, ποσοστό που δεν το φθάνουν στο εθνικό τους κοινοβούλιο).
Οι γυναίκες στην χώρα μας είναι περισσότερες από τον μισό πληθυσμό (5.484.000 γυναίκες, 5.303.690 άνδρες κατά την τελευταία απογραφή του 2011), κάνουν το μεγαλύτερο μέρος της απλήρωτης εργασίας, είναι επιφορτισμένες με πολλαπλούς ρόλους στην οικογένεια, στον επαγγελματικό στίβο και στην τοπική κοινωνία. Η σημερινή κρίση έδειξε πως οι αλληλέγγυες δομές που ξεφυτρώνουν καθημερινά στα αστικά κέντρα υποστηρίζονται στην πλειοψηφία τους από τις γυναίκες, τις γυναίκες που εργάζονται άοκνα, με ομαδικό πνεύμα, επιτυγχάνοντας σπουδαία αποτελέσματα με πενιχρά μέσα. Παρόλα αυτά, η συμμετοχή τους στην τοπική αυτοδιοίκηση είναι εμφανώς υποβαθμισμένη, καθώς έρχονται αντιμέτωπες με θεσμικά και κοινωνικά εμπόδια. Τα στοιχεία για την Ελλάδα είναι αποκαλυπτικά:
(Αποτελέσματα εκλογών 2010, Δράσεις για τις περιφέρειες και τους δήμους, Εθνικό πρόγραμμα για την ουσιαστική ισότητα των φύλων, 2010-2013, υπ. Εσωτερικών, ΓΓΙΦ)
Η τοπική αυτοδιοίκηση αποτελεί το πιο πρόσφορο έδαφος για την ενθάρρυνση των γυναικών να συμμετέχουν στην διαμόρφωση των κανόνων διαβίωσης στην πόλη τους και την επίλυση προβλημάτων που συνδέονται με την καθημερινότητά τους, όπως είναι οι συνθήκες υγιεινής, η διαχείριση των απορριμμάτων, η υγεία, η κοινωνική πρόνοια και η φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων, η μετακίνηση των πολιτών, η ατμοσφαιρική ρύπανση, κ.ά.
Εντούτοις, αν δεν εφαρμοστούν διαδικασίες προσαρμοσμένες στις ανάγκες και τις επί μέρους υποχρεώσεις των γυναικών, που να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή τους στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι της τοπικής κοινωνίας, αυτές θα συνεχίσουν να εξαιρούνται από τα τεκταινόμενα στο δημόσιο χώρο και από τις ηγετικές θέσεις, διαιωνίζοντας έτσι την περιθωριοποίησή τους.
Η τοπική αυτοδιοίκηση παίζει ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση του κατάλληλου αστικού περιβάλλοντος για την ευημερία των πολιτών, που να είναι προσβάσιμο, περιβαλλοντικά βιώσιμο και ασφαλές για όλους. Ο σχεδιασμός στη χρήση της γης μιας πόλης μπορεί συχνά να αψηφήσει, από πρόθεση ή μη, το γεγονός ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούν τον δημόσιο χώρο διαφορετικά από τους άντρες. Πολλές φορές ο αστικός και ο περιαστικός χώρος εξυπηρετούν στερεοτυπικά τις ανδρικές δραστηριότητες, καθώς έχουν σχεδιαστεί με γνώμονα την κυρίαρχη πατριαρχική αντίληψη για τη χρήση του δημόσιου χώρου από τους άνδρες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι γυναίκες να νιώθουν λιγότερο ασφαλείς στους αστικούς δημόσιους χώρους σε σύγκριση με τους άνδρες. Η διευθέτηση του δημόσιου χώρου ανάλογα με το φύλο πρέπει να παίρνει υπόψη τη διαφορετικότητα των γυναικών ως προς τους κοινωνικούς τους ρόλους, τις ανάγκες και τις επιλογές τους σε συνδυασμό με την ηλικία τους, τη φυλή, ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους.
Η δημιουργία και η οργάνωση υποδομών σε τοπικό επίπεδο, εφόσον ανταποκρίνονται στις ανάγκες των γυναικών, αποτελούν ουσιαστικό παράγοντα που καθορίζει τον τρόπο και τον βαθμό χρήσης τους από τις γυναίκες. Η κακή συντήρηση των δημόσιων κοινόχρηστων χώρων, ο κακός φωτισμός, η έλλειψη καθαριότητας και ασφαλούς παραμονής, αποτελούν κριτήρια για να μην γίνεται χρήση από τις γυναίκες και τα κορίτσια που θα ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τους χώρους αυτούς. Η χρήση των κοινωφελών υπηρεσιών των δήμων προσκρούουν συχνά στην ανάγκη των γυναικών και των κοριτσιών να νιώθουν ασφάλεια και άνεση στο δημόσιο χώρο (ωράρια λειτουργίας, συμπεριφορά του προσωπικού, όπως και μηνύματα σε τοίχους ή σε έντυπα με σεξιστικά υπονοούμενα μπορούν να δημιουργήσουν αναστολές στη συμμετοχή τους).
Οι γυναίκες συχνά προτιμούν η κατοικία τους να βρίσκεται κοντά σε υπηρεσίες, δίκτυα εξυπηρέτησης της οικογένειας, μαζικά μέσα μεταφοράς, κοντά στην εργασία τους και την εκπαίδευση των παιδιών τους ή τη δική τους, παράμετροι που πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στον οικιστικό σχεδιασμό και την ανάπτυξη της πόλης.
Ακόμη και ο τρόπος που οι γυναίκες χρησιμοποιούν τα μαζικά μέσα μεταφοράς διαφέρει: το είδος της εργασίας τους, οι οικογενειακές και οικιακές υποχρεώσεις τους, η συχνή έλλειψη ιδιωτικού μεταφορικού μέσου από τις ίδιες, τις κάνει να περπατούν περισσότερο από τους άνδρες, να χρησιμοποιούν πιο συχνά τα μαζικά μέσα μεταφοράς, μεταφέροντας ψώνια, ή μικρά παιδιά, ενώ τα δρομολόγια των δημόσιων μέσων ως επί το πλείστον σχεδιασμένα να κινούνται με κατεύθυνση το κέντρο της πόλης, διαμορφώνονται χωρίς πρόβλεψη για τις διαφορετικές ανάγκες μετακίνησης των γυναικών.
Κατά κανόνα και το κέντρο της πόλης είναι διαμορφωμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξυπηρετεί συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, κυρίως άντρες, ενώ αποθαρρύνει μητέρες με μικρά παιδιά σε καρότσια, ηλικιωμένες και άτομα με ειδικές ανάγκες να χρησιμοποιήσουν τους δημόσιους χώρους του.
Μια ουσιαστική προσπάθεια για την προώθηση της ισότητας των φύλων από την τοπική αυτοδιοίκηση προϋποθέτει την αποδοχή ότι συχνά θα είναι απαραίτητη η διαμόρφωση και υιοθέτηση διαφορετικής πολιτικής για γυναίκες και άνδρες σε πολλά θέματα. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας πρέπει να βρεθούν εργαλεία μέτρησης, υπολογισμού και αξιολόγησης των διαφορών στις ζωές ανδρών και γυναικών και των επιπτώσεων που έχουν οι πολιτικές, τα προγράμματα και οι υπηρεσίες σε συγκεκριμένες ομάδες ανδρών και γυναικών. Ένα τέτοιο εργαλείο είναι η «ανάλυση φύλου» (Gender Analysis) την οποία χαρακτηρίζει ως «μια δυναμική διαδικασία η οποία αξιολογεί τις επιπτώσεις μιας πολιτικής ή ενός προγράμματος σε διαφορετικές γυναίκες και άνδρες και καθορίζει δράσεις για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων που προκύπτουν από τους διαφορετικούς ρόλους γυναικών και ανδρών ή από την άνιση εξουσία των σχέσεων μεταξύ τους» (WHO 2002, Gender Analysis in Health:a review of Selected Tools, Dept. of Gender and Women’s Health, Switzerland).
Η ανάλυση φύλου αποτελεί πολύτιμο εργαλείο αξιολόγησης πολιτικών και πρακτικών ιδιαίτερα σε τομείς όπως είναι η υγεία και η ευημερία των γυναικών σε τοπικό επίπεδο. Εξυπηρετεί δε την ανάγκη να διερευνηθούν και να εντοπιστούν οι πηγές της ανισότητας και της κοινωνικής μειονεξίας και στη συνέχεια να διαμορφωθούν πολιτικές και να εκπονηθούν προγράμματα που θα περιορίζουν στο ελάχιστο τα εμπόδια και τις αρνητικές συνέπειες που δημιουργούν οι ανισότητες ανάμεσα στα φύλα, και θα αυξάνουν τη συμμετοχή και την εμπλοκή στα πεπραγμένα της τοπικής κοινωνίας όλων των μελών της, ανεξάρτητα από φύλο. Είναι επίσης ένας αξιόπιστος δείκτης του βαθμού στον οποίο οι υπηρεσίες του τοπικού κράτους α) καλύπτουν τις ανάγκες των πολιτών, ανδρών ή γυναικών, καταγράφοντας τις ανάγκες τους, τις εμπειρίες και τις δυνατότητές τους, και β) υποστηρίζουν τη λήψη σωστών αποφάσεων για την τοπική κοινωνία.
Σήμερα, για λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς αλλά και περιβαλλοντικούς οφείλουμε να αναμορφώσουμε τις λειτουργίες της πόλης, να αναπτύξουμε μεγαλύτερη συνοχή του κοινωνικού της ιστού, με προϋπόθεση την ανοχή στη διαφορετικότητα, τη βελτίωση των προσφερομένων υπηρεσιών από το τοπικό κράτος, τη βελτίωση των μαζικών μέσων μεταφοράς, τον περιορισμό της ατμοσφαιρικής ρύπανσης μέσω της υιοθέτησης εναλλακτικών πηγών ενέργειας για τα δημόσια και τα ιδιωτικά κτίρια, την ενθάρρυνση της χρήσης μη ρυπογόνων μέσων μετακίνησης, την επανάκαμψη της φύσης στην πόλη.
Οι πολίτες επιζητούν πλέον πληροφόρηση, διαφάνεια, μείωση των κοινωνικών διακρίσεων, κοινωνική συνοχή. Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, άνδρες και γυναίκες, ντόπιοι και μετανάστες, πρέπει να συμμετέχουν ισότιμα στη διαμόρφωση της πολιτικής και στη λήψη των αποφάσεων.
Η αυξημένη εκπροσώπηση του γυναικείου φύλου εκεί όπου αποφασίζονται και διαμορφώνονται οι πολιτικές και οι υπηρεσίες, μπορεί να βοηθήσει να ακουστούν οι φωνές και οι προσδοκίες των γυναικών και να γίνουν σεβαστές από τις αρχές της τοπικής κοινωνίας. Παράλληλα, οι γυναίκες μπορούν να δράσουν ως καταλύτες στη διαδικασία της αλλαγής και στην βελτίωση των υφιστάμενων συνθηκών διαβίωσης. Η τοπική αυτοδιοίκηση οφείλει να γίνει ο φορέας που θα αντιμετωπίσει τις βασικές προτεραιότητες στην εξάλειψη της ανισότητας ανδρών γυναικών που έχουν να κάνουν με:
- την εκπαίδευση και την κατάρτιση των κοριτσιών, εξασφαλίζοντας την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής τους μέσα στην συγκεκριμένη οικονομική συγκυρία, όταν αυξάνονται τα ποσοστά εγκατάλειψης του σχολείου λόγω φτώχειας
- την υγεία, με τη ανάπτυξη υπηρεσιών πρωτοβάθμιας υγειονομικής φροντίδας και πρόληψης για τις ίδιες τις γυναίκες και την οικογένειά τους
- την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών, με δομές ενημέρωσης, πληροφόρησης, στήριξης και προστασίας των κακοποιημένων γυναικών, γιατί η έμφυλη βία αφορά όλη την τοπική κοινωνία
- την αντιμετώπιση της φτώχειας, καθώς η αναβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος και η βελτίωση των υποδομών επηρεάζουν άμεσα τη ζωή των γυναικών που πλήττονται από τη φτώχεια σε μεγαλύτερο βαθμό από τους άνδρες και την βιώνουν με μεγαλύτερη ένταση όταν οι προσφερόμενες από το τοπικό κράτος υπηρεσίες είναι ανεπαρκείς.
- τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των γυναικών και την εξάλειψη των διακρίσεων, διαμορφώνοντας τις συνθήκες για ίσες ευκαιρίες εξέλιξης στα κορίτσια και τις γυναίκες
- την επαγγελματική αποκατάστασή τους και την οικονομική τους ενδυνάμωση, ενθαρρύνοντας τις γυναίκες να εμπλακούν σε συνεργατικά σχήματα κοινωνικής οικονομίας στα πλαίσια της βιώσιμης (αειφόρου) τοπικής ανάπτυξης. Η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να ενθαρρύνει την επαγγελματική αποκατάσταση των γυναικών με ευκαιρίες απασχόλησης και πολιτικές ίσων ευκαιριών σε περιβάλλον φιλικό προς αυτές.
Για να επιτύχουμε την ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στα κοινά, χρειάζεται να αμφισβητηθούν από την τοπική αυτοδιοίκηση τα στερεότυπα και οι πρακτικές που οδηγούν στη διάκριση των γυναικών και στη συνακόλουθη περιθωριοποίησή τους. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με ειλικρινή και διαρκή προσπάθεια για την ευαισθητοποίηση του κοινού και την εκπαίδευση των παιδιών και των εφήβων σε πολιτικές και πρακτικές που θα στοχεύουν στην εξάλειψη των διακρίσεων και των προκαταλήψεων κατά των κοριτσιών και των γυναικών. Άλλωστε «η έμμονη υποεκπροσώπηση των γυναικών στην κοινωνία των πολιτών, την πολιτική ζωή και την ανώτερη δημόσια διοίκηση αποτελεί δημοκρατικό έλλειμμα». (Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τον Χάρτη Πορείας για την Ισότητα μεταξύ Ανδρών και Γυναικών, 2006-2010).