της Σοφίας Ξυγκάκη
ανακατασκευάζοντας την κυρίαρχη αφήγηση και τα φύλα στα παραμύθια
Τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι κινηματογραφικές παραγωγές παιδικών παραμυθιών στην «πειραγμένη» τους μορφή: από τις πολιτικά ορθές, όπως ο Παραμυθένιος έρωτας (1998), έως τις πιο επεξεργασμένες, όπως η περσινή βωβή Χιονάτη του Πάμπλο Μπέργκερ ή το Maleficent της Ντίσνεϊ που βασίζεται στην Ωραία κοιμωμένη και βγαίνει αύριο στις αίθουσες, οι εκδοχές μοιάζουν ανεξάντλητες. Ταυτόχρονα, στο θέατρο, ενώ ήδη παίζεται η Κοκκινοσκουφίτσα της Λένας Κιτσοπούλου, η Ξένια Καλογεροπούλου ετοιμάζει το Η κοιμωμένη ξύπνησε, για να αναφέρουμε μόνο μερικές παραστάσεις.
Πώς έγινε, όμως, και η Σταχτοπούτα, αντί να περιμένει τον πρίγκιπα με το περίφημο γοβάκι, αποφάσισε να σωθεί μόνη της;
Πώς η Χιονάτη επέλεξε να δουλέψει στα ορυχεία με τους νάνους, αντί να πλένει τα πιάτα τους;
Τα παραμύθια, καθώς και η κινηματογραφική τους μεταφορά στις παραγωγές του Ντίσνεϊ, είχαν βρεθεί στο στόχαστρο των μεταπολεμικών γυναικείων κινημάτων της Ευρώπης και της Αμερικής, γιατί αντιπροσώπευαν βασικό μέρος της προπαγάνδας που εμπόδιζε τις γυναίκες να αναπτυχθούν∙ τα μοτίβα τους, δηλαδή το αίσιο τέλος με το πριγκιπόπουλο, η ζήλεια, η αιμομικτική σχέση με τον πατέρα, η αντιζηλία κόρης μητέρας, η καταδιωγμένη κοπέλα, το φαρμάκωμα και η ανάσταση της ηρωίδας, η κακιά μητριά και οι μοχθηρές αδελφές, για να αναφέρουμε μερικά, κοινά στα πιο δημοφιλή παραμύθια, κατασκεύαζαν το φαντασιακό ενός απόλυτου κόσμου και τις γυναίκες όπως οι άντρες τις ήθελαν να είναι.
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ, ήδη το 1949, γράφει στο Δεύτερο φύλο: «Η παιδική λογοτεχνία, η μυθολογία, οι ιστορίες και κάθε λογής αφηγήματα, καθρεφτίζουν τους μύθους που δημιούργησαν η αλαζονεία και οι επιθυμίες των αντρών. Το μικρό κορίτσι εξερευνά τον κόσμο και ξεδιαλύνει τη μοίρα του με τα μάτια των αντρών». Εδώ, η συγγραφέας αναλύει τη λογοτεχνική παράδοση που διαπλάθει τα κορίτσια με τρόπο τέτοιο ώστε να δέχονται την αναμφισβήτητη υπεροχή του αρσενικού, και καταγγέλλει την ιεραρχία των φύλων που βασίστηκε στην αλαζονεία και τις επιθυμίες των αντρών. Επισημαίνει, ακόμη, πως δεν υπάρχει πιο ενοχλητικό πράγμα από τα βιβλία που αφηγούνται τη ζωή ένδοξων γυναικών. «Πόσο ωχρές διαγράφονται πλάι στις μορφές των μεγάλων αντρών. [..]Η Εύα πλάστηκε για να συντροφεύει τον Αδάμ [..], οι θεές της μυθολογίας είναι επιπόλαιες και πεισματάρες και όλες τρέμουν μπροστά στο Δία. Ενώ ο Προμηθέας κλέβει με ηρωισμό τη φωτιά από τον Όλυμπο, η Πανδώρα ανοίγει το κουτί που έκρυβε τα δεινά των ανθρώπων».
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ, εισάγοντας για πρώτη φορά την έννοια του κοινωνικού φύλου, στα τέλη της δεκαετίας του ’40, εισάγει και την κοινωνική κατασκευή, την επιβολή των ρόλων, που τα παιδιά σταδιακά αρχίζουν να βιώνουν στην οικογενειακή ζωή και που, στην ενήλικη ζωή τους, αναπαράγουν όχι μόνο στους νέους πυρήνες οικογένειας που δημιουργούνται, αλλά και στο εργασιακό περιβάλλον, στις παρέες φίλων, ακόμα και σε πολιτικές δομές, ισχυροποιώντας και παγιώνοντας με αυτό τον τρόπο το ίδιο μοντέλο, κατά κύριο λόγο ασυνείδητα.
Έτσι, τις δεκαετίες του ’60 και ’70, πολλές φεμινίστριες, κριτικοί και λογοτέχνιδες, ονειρεύονται και επιδιώκουν να ‘ξανασχηματίσουν’ τον κόσμο, με βάση τη γυναικεία επιθυμία.
Στη Γαλλία, επηρεασμένες κυρίως από τις μεταδομιστικές θεωρίες, τη σημειωτική και την αποδόμηση, συνεχίζουν και αναπτύσσουν την κριτική της Μποβουάρ με τη θεωρία του ρόλου του κοινωνικού φύλου στη γραφή και τη γυναικεία επιθυμία, ενώ κεντρικό μέρος της κριτικής τους αφορά τη γλώσσα. Σύμφωνα με αυτές, όλες οι δυτικές γλώσσες εξουσιάζονται από τους άντρες, οπότε ο λόγος είναι κυρίως «φαλοκεντρικός», όπως το θέτει ο Ντεριντά. Μπορεί να υπάρξει γυναικείος λόγος; Η Τζούλια Κρίστεβα, η Ελέν Σιξού και η Λους Ιριγκαρέ εξερευνούν τη δυνατότητα μιας γυναικείας γραφής.
Την ίδια εποχή, στην Αγγλία, μια σειρά από σημαντικές λογοτέχνιδες, κάποιες από αυτές και με ακαδημαϊκή καριέρα, τοποθετούν την επιθυμία στο κέντρο της δουλειάς τους και, μάλιστα, σύμφωνα με τη Maroula Joannou,έχουν ως κοινό τους σημείο το πώς και γιατί η επιθυμία είναι κεντρική στη λογοτεχνική τους παράδοση. Η Αννίτα Μπρούκνερ, για παράδειγμα, με καριέρα ως ιστορικός τέχνης, που γράφει με χιούμορ, με άμεσο και απλό τρόπο για γυναίκες διανοούμενες και μόνες ανατρέχει στο Ρομαντισμό∙ η Α.Σ. Μπάιατ με πιο πειραματική γραφή, στα πιο ώριμα έργα της συνδυάζει το φανταστικό με το δοκίμιο, και στο μυθιστόρημά της The game ανατρέχει στο μύθο του Αρθούρου. Πολύ πιο ριζοσπαστική η Άντζελα Κάρτερ, που είναι και η μόνη από τις τρεις που δηλώνει φεμινίστρια, έχοντας σπουδάσει αγγλική λογοτεχνία και ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη μεσαιωνική γραμματεία, υποστηρίζει ότι οι μύθοι της σεξουαλικής επιθυμίας διαιωνίζονται μέσα από τη λειτουργία των παραμυθιών και καταπιάνεται με την ανακατασκευή τους.
Μέχρι τη δεκαετία του ’70, οι φεμινίστριες συγγραφείς, στη πλειοψηφία τους, απέρριπταν μετά βδελυγμίας τα παραμύθια και θεωρούσαν ότι κάθε προσπάθεια ανασκευής τους περιείχε τόση ελευθερία όση παρείχε ένας ζουρλομανδύας.
Το 1971, στις 11 Φεβρουαρίου, παρόλα αυτά, σε ένα άρθρο στη Guardian, με τον τίτλο New feminist version of classic fairy-tales, μια ομάδα από το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών στο Μερσεσάιντ, στη βορειοδυτική Αγγλία, ανακοινώνει ότι ξαναγράφει κάποια παραμύθια και ότι η έμφαση δεν δίνεται στα πλούτη, την ομορφιά και τη νεότητα. Αντίθετα, στη Χιονάτη, που η ομάδα ήδη έχει ξαναγράψει, η ηρωίδα επιλέγει να δουλέψει στα ορυχεία με τους νάνους, παρά να πλένει τα πιάτα τους.
Μεταξύ άλλων, η ομάδα, μέσω της δουλειάς της, καταγγέλλει ότι τα παραμύθια υποβαθμίζουν τους ανθρώπους γιατί τους καθορίζουν μέσω των έμφυλων ρόλων τους, ότι οι γυναίκες δεν καθορίζουν τη μοίρα τους, ότι είναι πάντα ο πρίγκιπας που αποφασίζει να παντρευτεί την πριγκίπισσα ενώ αυτή δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να πει όχι∙ ότι οι αποφασιστικές γυναίκες είναι πάντα άσχημες, κακές, στριμμένες, πάντα στον ρόλο της μητριάς, της αδελφής ή της μάγισσας. Οι παθητικές πριγκίπισσες αναζητούν τις επιφανειακές απολαύσεις και ‘ζουν’ μέσω των συζύγων τους. Η ομορφιά είναι το μόνο περιουσιακό στοιχείο τους, που τις καθιστά απλά αντικείμενα, σε αντίθεση με τους άντρες που είναι πάντα δραστήριοι, γενναίοι , πλούσιοι, νικητές κτλ.
Στην πειραγμένη Χιονάτη της ομάδας, η βασίλισσα ζηλεύει την ευτυχία και τη ζωντάνια της Χιονάτης και όχι την ομορφιά της ενώ, στο τέλος, ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα δουλεύουν μαζί στο ορυχείο και μαζί χτίζουν ένα αγροτόσπιτο για να ‘ζήσουν καλά’ και να ‘εργάζονται μαζί, να μοιράζονται τη ζωή και την αγάπη τους’, χωρίς, ωστόσο, να αναφέρουν γάμο. Η ομάδα ξαναέγραψε ακόμα δύο παραμύθια.
Το 1972, η Αμερικανίδα ποιήτρια Αν Σέξτον, στη συλλογή ποιημάτων/παραμυθιών Transformations, διηγείται εκ νέου, με άλλη ‘φωνή’, δεκαεπτά γνωστά παραμύθια των αδελφών Γκριμ, καυτηριάζοντας με δηκτικότητα την όψη πτώματος της Ωραίας Κοιμωμένης και της Χιονάτης, και αντιμετωπίζοντας περιπαικτικά το όνειρο της Σταχτοπούτας και το ‘έζησαν αυτοί καλά’, το οποίο συνεπάγεται πλήξη, αιμομιξία, θάνατο της ψυχής. Η Σέξτον, ωστόσο, παρόλο που εναντιώνεται στη πατριαρχική αντίληψη της ευτυχίας, με αυτά τα ποιήματά της δεν επιχειρεί τόσο μια φεμινιστική γραφή, προτείνει μάλλον μια μεταδομιστική ανάγνωση: ζητά από τον αναγνώστη να απαρνηθεί την πλεονεκτική θέση του προκειμένου να αναρωτηθεί για την ίδια την ιστορία και πώς αυτή παρουσιάζεται∙ δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να αναρωτηθεί, κατά πόσο η προβληματική ανάγνωση των παραμυθιών, με όρους απόλυτης ευτυχίας, δεν είναι παρά η αντανάκλαση των μεγαλύτερων προβλημάτων που αυτός αντιμετωπίζει, δηλαδή το πώς τελικά αναγιγνώσκει τη ζωή.
Τη πιο μεγάλη επίθεση, όμως, στις παραδοσιακές αντιλήψεις, και την πιο τολμηρή κίνηση σε σχέση με τα παραμύθια, αφού αντί να τα απορρίψει τα χρησιμοποιεί με αιρετικό τρόπο για τις ιστορίες της, την κάνει η Άντζελα Κάρτερ, στην οποία, τις επόμενες μέρες αξίζει να αφιερώσουμε όλο το δεύτερο μέρος.
Τέλος πρώτου μέρους