της Δήμητρας Σπανού
Ανήμερα Χριστούγεννα έκανα το μοιραίο λάθος να ανοίξω την τηλεόραση μετά από πολύ καιρό, για να πέσω πάνω σε εκπομπές μαγειρικής.
Μεγάλη γκλαμουριά. Άντρες και γυναίκες σεφ, μόνοι ή με παρέα, χτυπάγανε φαγώσιμα σε υπερσύγχρονα μίξερ και βουτυρώνανε ταψιά, για να φτιάξουν είτε κάτι με περίεργο όνομα είτε “σύγχρονες εκδοχές κλασικών φαγητών” ή κάτι “εύκολο και γρήγορο για όλη την οικογένεια”. Οι κουζίνες πεντακάθαρες, τακτοποιημένες, μοιάζανε λες και μπορείς να φας από το πάτωμα. Ευρύχωρες, με πάγκους που πάντοτε περισσεύουν και ποτέ δεν γεμίζουν και έναν νεροχύτη που ποτέ δεν έχει άπλυτα. Με πανάκριβο εξοπλισμό και “πρώτες ύλες” που συνήθως δεν βρίσκεις στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς. Πρωταγωνιστές είναι άλλοτε κυρίες με λουκ κομμωτηρίου και άλλοτε κύριοι με εξίσου ακούνητο το μαλλί-χωρίστρα, που όλα τα βρίσκουν θεϊκά και εύκολα και δίνουν οδηγίες στις νοικοκυρές με την άνεση της βαθιάς σοφίας τους γύρω από το φαΐ. Ψεύτικο σκηνικό, ψεύτικη χαρά. Ένα γλαστράκι στο φόντο ή κάποιο στολίδι, μέρες που είναι, προσπαθεί να σπάσει την αίσθηση του σκηνικού.
Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω σε ποιά σπιτικά ζουν αυτές οι χαρωπές νοικοκυρές. Κι όμως, βλέπω φίλες κατά καιρούς να προσπαθούν να μετουσιωθούν σε Βέφες του 21ου αιώνα. Με τάμπλετ και ποδιές με χαριτωμενιές, βέβαια. Που ξυπνάνε χάραμα για να φτιάξουν τα καπκέικ για το κυριακάτικο μπρέκφαστ με τον καλό τους- και τη Δευτέρα χτυπιούνται στο ελλειπτικό για να τα χάσουν. Που εφευρίσκουν τρόπους για να μην χαλάει το νύχι όταν πλένουν τα ζαρζαβατικά και προσπαθούν να τελειοποιήσουν την τέχνη του να είναι περιποιημένες ενώ κάνουν τις νοικοκυρές. Σε στενόχωρες κουζίνες, με τα μαχαίρια του ΙΚΕΑ.
Ακόμα και σήμερα που αποκτήσαμε πια συλλογικές εμπειρίες από το δρόμο, που ενώσαμε τις φωνές μας ενάντια σε κυβερνήσεις και μέτρα, που δακρύσαμε και χαρήκαμε σε πλατείες και συνελεύσεις, στο τέλος της μέρας γυρνάμε καθεμιά στο δικό της σπίτι. Κι όταν η πόρτα κλείνει οι νέες συλλογικές εμπειρίες καλούνται να αναμετρηθούν με την πεζή ρουτίνα – ψώνισε, καθάρισε, μαγείρεψε, πλύνε. Και όλα αυτά χαμογελαστή και περιποιημένη. Λες και ο αγώνας είναι άλλος πλανήτης από τις καθημερινότητές μας. Δυστυχώς τα εγχειρήματα που επιδιώκουν να ανατρέψουν αυτή την κυρίαρχη εικόνα με πολιτικούς όρους είναι ακόμα πολύ λίγα.
Έτσι λοιπόν, αυτά που θυμάμαι πραγματικά με μεγάλη αγάπη και στα οποία ανατρέχω, είναι εκείνα τα “συλλογικά” τραπέζια με φίλους. Εκείνα όπου καθένας και καθεμιά βάζει ό,τι μπορεί- καμιά φορά ό,τι πρόλαβε να βρει μετά τη δουλειά. Μαγείρεμα μαζί, γέλιο, χαβαλές. Στο τέλος πάντα κάποιος ή κάποια προθυμοποιείται και πλένει. Μοιρασιά στη δουλειά, μοιρασιά στην ανταμοιβή, χωρίς μεζούρες. Κι έτσι δεν παύω να αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν αυτό δεν ήταν μια στο τόσο. Αν ήταν μέρος της καθημερινότητας. Χωρίς το μέτρο της “πιο καλής μαγείρισσας” και της “νοικοκυράς”, χωρίς “δούλα και κυρά”, ντεκαπάζ και ιλουστρασιόν χαμόγελα κάτω από τόνους μακιγιάζ. Χωρίς άπιαστα και κουραστικά πρότυπα, αλλά όπως νιώθουμε πιο άνετα με τους εαυτούς μας. Εύχομαι τη χρονιά που έρχεται αυτές οι εμπειρίες να αποτελέσουν αφετηρίες ώστε να φανταστούμε νέες ρουτίνες, βασισμένες στη συντροφικότητα, το σεβασμό και την αλληλοβοήθεια.