της Σοφίας Ξυγκάκη
Βγαίνοντας από την προβολή της Γκλόρια, του Χιλιανού σκηνοθέτη Σεμπάστιαν Λέλιο, με ανακούφιση σκεφτόμουν ότι επιτέλους είδαμε μια ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί μια γυναίκα 60 χρονών που το σενάριο δεν τη θέλει καρκινοπαθή, γιαγιά, ευτυχισμένη σύζυγο, εγκαταλειμμένη σύζυγο, καλή ή κακή πεθερά, αλλά ερωτική γυναίκα.
Η γυναικεία σεξουαλικότητα της ώριμη ηλικίας απουσιάζει σχεδόν εξολοκλήρου από τον κινηματογράφο. Κι όταν ακόμη έχουμε ιστορίες ενεργής σεξουαλικής γυναίκας, κυρίως βέβαια στο ευρωπαϊκό σινεμά, απουσιάζει η αναπαράσταση της πράξης – το ώριμο γυμνό γυναικείο σώμα είναι ταμπού, η ιδέα και μόνο της ερωτικής πράξης απωθεί. Ερωτικές σκηνές με ώριμες γυναίκες όπως της Σαρλότ Ράμπλινγκ στο Κάτω από την άμμο ή της Κατρίν Ντενέβ στο Τις μικρές ώρες της νύχτας είναι σπάνιες.
Μιλώντας με τις φίλες μου για το αν μας έρχεται στο νου άλλη ταινία με πανομοιότυπο θέμα, βρήκαμε ελάχιστες, και μία από αυτές είναι το Κάλιο αργά παρά αργότερα, αλλά… Εκεί μια γυναίκα 60 χρονών, επιτυχημένη συγγραφέας, που την ερμηνεύει η Νταιάν Κήτον, δημιουργεί μια σχέση με έναν καρδιοπαθή μεγαλύτερό της άντρα, τον Τζακ Νίκολσον, και ταυτόχρονα κατακτά τον κατά 20 χρόνια νεώτερό της γιατρό του. Η μοναδική ερωτική σκηνή με τον Τζακ Νίκολσον ουσιαστικά παρωδεί την πράξη, και η στιγμή που αυτός κόβει με το ψαλίδι την αυστηρή μπλούζα της Νταιάν Κήτον που, σύμφωνα με τη σκηνοθέτιδα Νάνσι Μάγιερς, έχει συμβολική σημασία αφού έτσι η πρωταγωνίστρια απελευθερώνεται από τα δεσμά της και θυμάται πόσο της αρέσει το σεξ, στα πλαίσια της διακωμώδησης γίνεται αντιληπτή περισσότερο ως λάιτ διαστροφικό παιχνιδάκι, παρά ως απελευθέρωση και αναγέννηση. Η αποσεξουαλικοποίηση του γυναικείου σώματος και της ερωτικής πράξης απαγορεύει τη γυναικεία ταύτιση κι εμείς αναρωτιόμαστε σε ποιο κοινό απευθύνεται η ταινία. Κι αν μέχρι εκεί θεωρούμε ότι, έστω κι έτσι, πρόκειται για μια ταινία που θέτει το ζήτημα των σεξουαλικών σχέσεων στην τρίτη ηλικία, το τέλος αποκαθιστά την «φυσική» τάξη των πραγμάτων. Η Κήτον αφήνει τον ωραίο, ερωτευμένο νέο για τον Τζακ Νίκολσον, και στην τελευταία σκηνή βλέπουμε τους δυο τους σε ρόλους παππού και γιαγιάς να κανακεύουν το παιδί της κόρης της Κήτον.
Στο ίδιο μοτίβο και μια άλλη κομεντί, Εγώ, αυτός και η μητέρα του, όπου η Ούμα Θέρμαν, που ανήκει σε άλλη ηλικιακή ομάδα, ερωτεύεται τον κατά πολύ νεώτερο της γιο της ψυχαναλύτριάς της. Εκεί, η ευτυχισμένη Θέρμαν πρέπει ή να παραιτηθεί από την επιθυμία της να κάνει παιδί ή να εγκαταλείψει τον εραστή της, παρόλο που κι αυτός επιθυμεί εξίσου να είναι μαζί της. Η Μέριλ Στριπ, που παίζει το ρόλο της ψυχαναλύτριας, καλύπτει το κωμικό μέρος με την υποτιθέμενα αυτονόητη υστερία της μητέρας που δεν συναινεί στη σχέση του γιου με μια μεγαλύτερη γυναίκα, ταυτόχρονα όμως και το υποτιθέμενα επιστημονικό, αφού στην (επι)κρίση της αποδίδεται αντικειμενική αξία. Και στις δυο ταινίες, και μάλιστα σε περιβάλλοντα που παραπέμπουν στο περιοδικό Houses and Gardens, οι ίδιες οι γυναίκες αναλαμβάνουν την ευθύνη του χωρισμού, στη δεύτερη περίπτωση ενάντια στην επιθυμία και των δύο, αποδεχόμενες τους κοινωνικούς ρόλους τους ως προφανείς και «κανονικούς», αφού μάλιστα η πολιτική ορθότητα, κρατώντας ίσες αποστάσεις μεταξύ παράδοσης και υπέρβασης, τους έχει επιτρέψει για λίγο να ατακτήσουν.
Η Γκλόρια αποτελεί σπουδαία εξαίρεση. Η Γκλόρια είναι μια γυναίκα 58 ετών, χωρισμένη, ανεξάρτητη, που εργάζεται ακόμη, με παιδιά μεγάλα, που έχουν τη δική τους ζωή. Η έξοχη πρωταγωνίστρια Παουλίνα Γκαρσία μιλώντας για το πρόσωπο που ερμηνεύει λέει ότι η Γκλόρια αισθάνεται περιθωριοποιημένη, στην οικογένεια ο ρόλος της πλέον είναι απλά υποστηρικτικός, κι αυτή πρέπει να μετακινηθεί, να γίνει πρωταγωνίστρια της δικής της ζωής.
Σε ένα μπαρ για ώριμους εργένηδες γνωρίζει τον Ροντόλφο που τυπικά είναι κι αυτός χωρισμένος, ουσιαστικά όμως είναι εξαρτημένος από την πρώην γυναίκα και τις δυο κόρες του που είναι εξαρτημένες από αυτόν. Ο Ροντόλφο γοητεύεται από την Γκλόρια, επιδιώκει να είναι μαζί της, αλλά κάθε φορά που αισθάνεται άβολα, όπως για παράδειγμα στα γενέθλια του γιου της, όπου εκεί βρίσκεται και ο πρώην άντρας της με τη γυναίκα του, με τους οποίους η Γκλόρια έχει καλές σχέσεις, εξαφανίζεται χωρίς εξηγήσεις. Ταυτόχρονα η σχέση τους εξαρχής είναι έντονα σεξουαλική και η Γκλόρια αρχίζει να φαντάζεται μια κοινή ζωή μαζί του.
Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, αν οι χαρακτήρες τους ήταν ταρώ το χαρτί του Ροντόλφο θα αντιπροσώπευε το παρελθόν, η Γκλόρια, αντίθετα, θα ήταν μια μορφή που κοιτάζει το μέλλον, και σε συμβολικό επίπεδο ο ένας εκπροσωπεί την παλιά Χιλή και η άλλη τη νέα. Όπως λέει η Παουλίνα Γκαρσία, όταν αφηγείσαι ακόμα και μια μικρή ιστορία πάντα λες κάτι και για τη χώρα σου. Ο Σεμπάστιαν Λέλιο από την πρώτη του ταινία La Sagrada Familia (η Αγία Οικογένεια) εξερευνά την οικογένεια ως αγία παγίδα, πώς εγκλωβίζονται τα πρόσωπα ανάμεσα στις κοινωνικές επιταγές και τις βαθιές επιθυμίες τους.
Η ταινία προβάλλει τον κόσμο μέσα από την παρουσία της Γκλόρια: το σώμα της, το βλέμμα της, ακόμα και ένα τσουλούφι απ’ τα μαλλιά της που το παίρνει ο αέρας είναι το όχημα μέσω του οποίου όλα παρουσιάζονται από τη δική της οπτική γωνία και αντανακλούν τη δική της πνευματική και ψυχική κατάσταση, ενώ και τα διαφορετικού τύπου ρούχα που φορά, υποδηλώνουν την αναζήτηση του νέου ρόλου της ως γυναίκα.
Στην ταινία κυριαρχεί η φυσικότητα με την οποία κινείται, γδύνεται και κάνει έρωτα η πρωταγωνίστρια· μακριά από κάθε ηθικολογία, «καλλωπιστική» διάθεση ή συστολή από τη μεριά του σκηνοθέτη, η κάμερα, καταγράφοντας την εικόνα του σώματος της χωρίς στερεότυπα και σεμνοτυφίες, μας προσφέρει μια εικόνα οικεία σε όλες και όλους. Εξομολογήσεις, όπως αυτή του πρώην συζύγου που μετανιώνει που δεν ήταν πιο κοντά στα παιδιά του όταν αυτά μεγάλωναν, το παρελθόν που είναι διαρκώς παρόν μέσα από φαινομενικά ανώδυνο διάλογο, όταν λόγου χάρη ο Ροντόλφο, στην ερώτηση τι δουλειά έκανε, απαντά ότι ήταν στο Ναυτικό, προφανώς επί Πινοσέτ∙ θραύσματα κοινωνικής αναστάτωσης που παρεμβάλλονται στις οικογενειακές και προσωπικές στιγμές, όπως οι εικόνες στην τηλεόραση από μια διαδήλωση, όλα αυτά ενισχύουν την αίσθηση της πραγματικότητας: ότι παρακολουθούμε μια πραγματική γυναίκα με την οποία κάθε μια μας μπορεί να ταυτιστεί, και που ζει σε μια πραγματική χώρα, επίσης σε αναζήτηση νέας ταυτότητας, την οποία κατανοούμε.
Μόλις ο Ροντόλφο εξαφανίστηκε για δεύτερη φορά, με τις φίλες που βλέπαμε μαζί το φιλμ αρχίσαμε την γκρίνια «ε καλά, ήταν ανάγκη να της τύχει ο κολλημένος;», χωρίς ν’ αντιλαμβανόμαστε ότι κι εμείς αντιδρούσαμε οπισθοδρομικά και στερεότυπα.
Όταν στο τέλος της ταινίας, και αφού έχει «πυροβολήσει» τον Ροντόλφο και ό,τι τον κρατά πίσω, η Γκλόρια ανοίγεται και πάλι στη ζωή χορεύοντας το ομώνυμο τραγούδι, ξέρουμε ότι εμείς παρακολουθήσαμε μόνο μερικές στιγμές της ζωής της από τις πολλές που υπάρχουν στο παρελθόν και βέβαια στο μέλλον.
[youtube width=”640″ height=”360″]http://youtu.be/Ax8lYeZIh44[/youtube]