της Κόντσα Καμπαγέρο*
«Αν βγήκε κάτι καλό απ’ αυτή την ερωτική απογοήτευση, είναι ότι μπόρεσα να γυρίσω στο σχολείο», μου λέει, η Λάουρα, μια εικοσιτετράχρονη μαθήτρια, με δάκρυα στα μάτια. «Παντρεύτηκα πολύ μικρή. Ήμουν πολύ ερωτευμένη. Ήταν μεγαλύτερός μου, καλός άνθρωπος, χαρούμενος και χωρίς φόβο για τη ζωή, αλλά δεν ήθελε να συνεχίσω το σχολείο. Δεν το έλεγε ανοιχτά. Έβρισκε προσκόμματα, δικαιολογίες, έλεγε ότι θα μπορούσα να συνεχίσω αργότερα, ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή, ότι με χρειαζόταν πλάι του». «Ύστερα με χώρισε –μου διηγείται. Μου ζήτησε συγγνώμη εκατό φορές. Σου λέω ήταν καλός άνθρωπος και το μοναδικό καλό που μου έμεινε ήταν ότι επιτέλους μπόρεσα να πραγματοποιήσω το όνειρό μου να τελειώσω το σχολείο».
Διδάσκω σε ένα νυχτερινό σχολείο. Οι περισσότεροι μαθητές είναι 22-23 χρονών και επέστρεψαν στις σπουδές τους ύστερα από πολύ καιρό. Είχαν εγκαταλείψει την εκπαίδευση για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Στην περίπτωση των αγοριών επειδή βρήκαν δουλειά και με την κρίση την έχασαν· στην περίπτωση των κοριτσιών επίσης υπάρχει κάποια επαγγελματική αποτυχία, αλλά σε γενικές γραμμές είχαν εγκαταλείψει το σχολείο είτε επειδή έπρεπε να φροντίσουν κάποιον άρρωστο στην οικογένειά τους, είτε επειδή έμειναν έγκυοι στην εφηβεία, είτε επειδή ερωτεύτηκαν και αυτό τους έκανε να χάσουν την επαφή με την πραγματικότητα.
Δεν είναι ιστορίες πριν από πενήντα χρόνια, αλλά ζωές του σήμερα, κρυφές επιτηδειότητες της ιστορίας που γράφεται με μικρά γράμματα. Χώροι ζωής όπου δεν έχει μπει ο ήλιος της συμμετρίας, της ισότητας, παρουσιάζονται σαν αναπόφευκτες, ιδιωτικές συγκρούσεις που βιώνονται ως ατομικές αποτυχίες. Ενώ συμβαίνουν αυτά, θεωρείται ένδειξη «καλού γούστου» η διακήρυξη του τέλους του φεμινισμού, ο ευτελισμός των λέξεων, η έξοδος από τη σύγκρουση διά της πλαγίας οδού. Κάποια διάσημη δηλώνει ότι δεν είναι φεμινίστρια, επειδή «της αρέσει να βάφει τα νύχια της και να της ανοίγουν την πόρτα». Άλλες, πιο τολμηρές, αρνούνται να χαρακτηριστούν φεμινίστριες «επειδή δεν αισθάνονται μνησικακία για τους άνδρες», «δεν είναι ακραίες» ή «επειδή λατρεύουν την οικογένειά τους». Τέλος υπάρχουν εκείνες που δηλώνουν ότι δεν είναι υπέρμαχοι «ούτε του φεμινισμού ούτε της φαλλοκρατίας», σαν να υπάρχει ουδέτερο έδαφος ανάμεσα στην ισότητα και στην καταπίεση.
Η Χάνα Αρέντ μας προειδοποίησε για τους κινδύνους της κοινοτοπίας του κακού, αλλά κανένας δεν μας προειδοποίησε για τις καταστροφικές συνέπειες της κοινοτοπίας του καλού. Ο φεμινισμός είναι κίνημα που επιδιώκει την ισότητα δικαιωμάτων ανδρών και γυναικών. Είναι από τα ελάχιστα ρεύματα ισοπολιτικής σκέψης που έχει εμποτίσει όλον τον πλανήτη και έχει δώσει ώθηση σε μια από τις μεγαλύτερες κοινωνικές αλλαγές στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο φεμινισμός είναι το πρώτο μάθημα δημοκρατίας και, εκεί όπου λείπει (ας ρωτήσουν τη Μαλάλα[1] ή τις φεμινίστριες στις αραβικές χώρες), η δημοκρατία λάμπει με την απουσία της. Γι’ αυτό η διακήρυξη ότι αυτό το ευεργετικό κίνημα είναι περιττό, «παλιομοδίτικο», ενοχλητικό ή ακραίο δεν δηλώνει μόνο βαθιά έλλειψη παιδείας, αλλά αρνείται και μεγάλο μέρος της κοινωνικής προόδου.
Ο ευτελισμός ή η δυσφήμιση του φεμινιστικού κινήματος επιπλέον σημαίνει ότι γυρίζουμε προς τα πίσω τους δείκτες του ρολογιού της ιστορίας. Αν ακυρώσουμε τον φεμινισμό ως μέσο για την επίτευξη της ισότητας, αφήνουμε χωρίς σημείο αναφοράς, χωρίς μέσο αλλαγής εκατομμύρια γυναίκες που εξακολουθούν να υφίστανται στυγνή καταπίεση, αλλά και μικρότερη καταπίεση που διαλύει τη ζωή τους.
Είναι αλήθεια ότι με τη διαβεβαίωση «εγώ δεν είμαι φεμινίστρια» εκφράζεται η άρνηση στις ετικέτες, ο τρόμος για τους «–ισμούς», η σφοδρή επιθυμία του ατομικισμού με βάση τον οποίο κινείται η σύγχρονη κοινωνία. Όμως δεν υπάρχει πιο ανόητος και αγελαίος τρόπος υπεράσπισης της ατομικότητας από την άκριτη αποδοχή των αντι-ετικετών τις οποίες κατασκευάζει η αγορά.
Η δυσφήμιση του φεμινισμού είναι στάση ανόητη, εχθρική και άδικη. Ανόητη γιατί, δυσφημώντας τον φεμινισμό, καταστρέφεις το εύθραυστο έδαφος όπου πατάς· άδικη και αχάριστη, γιατί δεν αναγνωρίζεις την αξία χιλιάδων γυναικών, που έδωσαν τη ζωή τους για να διευκολύνουν τον δρόμο σου σε αυτή την κοινωνία· και εχθρική, γιατί χωρίς το σημείο αναφοράς του φεμινισμού η ιστορία εκατομμυρίων γυναικών θα έπαυε να έχει νόημα. Το κομμένο νήμα της ζωής τους, τα χαμένα τους όνειρα θα ήταν άθροισμα ατομικών αποτυχιών, για τις οποίες ευθύνονται μόνο οι ίδιες. Πριν να πεις «εγώ δεν είμαι φεμινίστρια», σκέψου ότι αυτή είναι η δική σου επανάσταση, αυτή που άλλαξε την όψη των πόλεων και των χωριών, η πιο αποτελεσματική και αναίμακτη στην ιστορία της ανθρωπότητας, και αυτή που συνεχίζει να ενοχλεί, επειδή εξακολουθεί να διατηρεί όλη τη σημασία της.
*Concha Caballero: από τα λίγα πρόσωπα που, αφού πέρασε από την πολιτική, επέστρεψε στη θέση της ως καθηγήτρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Διετέλεσε κοινοβουλευτική εκπρόσωπος της Ενωμένης Αριστεράς στη βουλή της Ανδαλουσίας. Τώρα δηλώνει ευτυχής που έχει αποσυρθεί από την ενεργό κομματική δράση. Έχει σπουδάσει γλώσσα και λογοτεχνία. Τη συναρπάζει η συγκριτική λογοτεχνία. Έχει γράψει ένα βιβλίο με θέμα την Ανδαλουσία στη λογοτεχνία με τίτλο Σεβίλλη, πόλη των λέξεων. Συνεργάζεται με διάφορα μέσα ενημέρωσης ως αρθρογράφος και πολιτική αναλύτρια.
Μετάφραση: Δήμητρα Κοκκινίδου
Πηγή: Diario Andaluces
Σημ. μετφ.
[1] Μαλάλα Γιουσαφζάι: η νεαρή Πακιστανή που αγωνίζεται για το δικαίωμα των κοριτσιών στη μόρφωση στη χώρα της. Η δεκαπεντάχρονη τότε μαθήτρια έγινε παγκόσμια γνωστή, όταν, ενώ βρισκόταν στο σχολικό λεωφορείο, την πυροβόλησε ένας Ταλιμπάν στο κεφάλι (9-10-2012). Βλ. τη βιογραφία της, I am Malala: the girl who stood up for education and was shot by the Taliban, Weidenfeld & Nicolson, Λονδίνο, 2013.