της Ιουλίας Λειβαδίτη
«Και τι έγινε;», θα ήταν η πιθανότερη συνέχεια ενός φεμινιστικού ή μάλλον και ψευδοφεμινιστικού ποστ. Γυναικεία ενδυνάμωση, αυτά έχουν ξεπεραστεί, η γυναίκα δεν χρειάζεται να έχει σύντροφο ή παιδιά για να είναι πλήρης, το ξέρουμε όλοι πια. Αντίστροφα, σε ένα μισογυνιστικό ποστ, η συνέχεια θα ήταν «να πως ο φεμινισμός έχει καταστρέψει τις γυναίκες».
Όμως για τις πολλές (περισσότερες από κάθε προηγούμενη γενιά) γυναίκες που βρίσκονται στη θέση να είναι πάνω από 40 και μόνες και χωρίς παιδιά, η αλήθεια δεν βρίσκεται σε καμία από τις δυο αφηγήσεις.
Ας πιάσουμε την πρώτη, δήθεν φεμινιστική αφήγηση: αν στενοχωριέσαι που δεν έχεις σύντροφο ή παιδιά, είσαι γκρινιάρα χωρίς λόγο ή και προδότρια του κινήματος. Αφού είμαστε οι εαυτές μας, η αξία μας δεν ορίζεται πια μέσω των συντρόφων ή των παιδιών μας. Όντως πλέον δεν ετεροκαθοριζόμαστε (τόσο έντονα όσο παλιά) και αυτό είναι καλό. Αλλά εκτός από κάποιες γυναίκες που είχαν την τύχη να έχουν μεγαλώσει ή να ζουν σε κάποια καλλιτεχνική, ακαδημαϊκή ή και ακτιβιστική φούσκα, οι περισσότερες από μας ζουν στη μέση ελληνική πραγματικότητα. Εκεί όπου, αν όχι το επιθυμητό, τότε σίγουρα το «φυσιολογικό» είναι να παντρευτείς και να κάνεις παιδιά. Μεγαλώνοντας, οι γυναίκες «μιας ορισμένης ηλικίας» που γνωρίζαμε ήταν σχεδόν αποκλειστικά παντρεμένες μητέρες. Αυτό υπήρχε γύρω μας, αυτό ήταν οι μανάδες μας, οι θείες μας, οι μαμάδες των συμμαθητριών μας, οι οικογενειακές φίλες. Η σπάνια περίπτωση μιας γυναίκας ανύπαντρης και χωρίς παιδιά ήταν πάντα η εξαίρεση, και σχολιάζονταν πάντα αρνητικά, είτε επιθετικά, είτε με λύπηση. Όταν βρήκαμε δουλειά, ξέραμε πολύ καλά ποιά ήταν η ατάκα με την οποία άντρες και γυναίκες μιλούσαν για ορισμένες συναδέλφισσες: «ε, τι περιμένεις, είναι ανύπαντρη/ δεν έχει παιδιά». Γεροντοκόρη, αγάμητη, τρελή, επιπόλαια, ωραιοπαθής, τσούλα, ψηλομύτα, να βρεθεί κάποιος να την πηδήξει να ησυχάσουμε, από όλα έχει ο μπαξές για την γυναίκα που είναι πάνω από 40, άτεκνη και μόνη. Πώς λοιπόν, όταν έχεις μεγαλώσει και συνεχίζεις να ζεις σε αυτή την κοινωνία, να βιώσεις αυτή την κατάσταση ως θετική ή έστω ως ουδέτερη; Όποια το καταφέρνει της βγάζω το καπέλο, πρέπει να έχει μεγάλη αυτοπεποίθηση (ή να ζει σε κάποια από τις προαναφερθείσες φούσκες).
Μετά υπάρχει και το άλλο άκρο, αυτές που αρνούνται να δούνε τη δυσκολία του να μεγαλώνεις, να γερνάς ουσιαστικά -για να λέμε και πράγματα με το ονομά τους- και να περνάς τη ζωή σου εντελώς μόνη… «Μην το λες, δεν είσαι μεγάλη, η Χ φίλη μου έκανε παιδί στα 50». «Η Ψ βρήκε σύντροφο στα 45». «Κι εγώ που παντρεύτηκα τι κατάλαβα;», «Δεν χαίρεσαι που δεν έχεις παιδιά και έχεις χρόνο και χρήματα να κάνεις ό,τι γουστάρεις;». Οι περισσότερες νομίζουν ότι είσαι φαντασιοπλήκτη που νιώθεις περιθωριοποιημένη: «έχεις κόμπλεξ», «δεν τα έχεις βρει με τον εαυτό σου», «αν ήσουν ικανοποιημένη δεν θα σε πείραζε τι λένε οι άλλοι», «αν είσαι μίζερη θα είσαι πάντα με παιδιά ή χωρίς», «μα ποιοί σχολιάζουν αρνητικά τις μόνες χωρίς παιδιά, δεν το πιστεύω!».
Όλα αυτά τα ωραία, είτε με «θετικό» είτε με αρνητικό τρόπο, προσωποποιούν ένα κοινωνικό θέμα, την πίεση που ασκεί η κοινωνία με άπειρους τρόπους στις γυναίκες να συμμορφωθούν, να παντρευτούν και να τεκνοποιήσουν. Το θέμα όμως δεν είναι αν κάποια έχει τα ψυχικά αποθέματα να αντιμετωπίζει το μπαράζ υποτιμητικών / συγκαταβατικών σχολίων από την τηλεόραση, τους φίλους, το ίντερνετ, το γραφείο, την οικογένεια. Τις αφόρητες πιέσεις για να καταψύξεις τα ωάρια σου, να κάνεις κάπως παιδιά ή να παντρευτείς κάποιον τέλος πάντων. Πράγματα που πολλοί ειλικρινά θεωρούν ότι θα σε κάνουν ευτυχισμένη και θα λύσουν το μεγαλύτερο μέρος των προβλημάτων σου. Μιλάμε για μια πίεση που είναι ακόμα πολύ πραγματική και πολύ έντονη, αν και ευτυχώς λιγότερη από παλιά. Υπάρχει όμως και πρέπει να την αναγνωρίσουμε, αν θεωρούμε το πρόβλημα ως ανύπαρκτο ή προσωπικό ζήτημα των γυναικών που το υφίστανται δεν θα το λύσουμε ποτέ.
Ούτε βγάζει πουθενά να αυτολογοκρινόμαστε επειδή είμαστε φεμινίστριες. Νομίζω πρέπει να είναι ΟΚ να πεις και εντός ενός φεμινιστικού πλαισίου ότι σε απασχολεί που δεν έχεις σύντροφο και παιδιά. Δεν είναι η αρχή και το τέλος των πάντων, αλλά είναι σημαντικό να μπορείς να εκφράσεις αυτή τη θλίψη. Είναι μια υπαρκτή ανθρώπινη ανάγκη. Υπάρχουν γυναίκες που ποτέ δεν ήθελαν παιδιά, το γνώριζαν από πάντα και είναι σίγουρες για την επιλογή τους αυτή. Αυτό δεν το αμφισβητώ σε καμιά περίπτωση. Όπως και υπάρχουν γυναίκες που θέλουν αλλά δεν μπορούν να κάνουν παιδιά και περνάνε εξαιρετικά δύσκολα –αλλά αυτό είναι θέμα για άλλη ανάρτηση. Εκτός όμως από αυτές που πάντα ήθελαν να κάνουν παιδιά και αυτές που ποτέ δεν ήθελαν να κάνουν, υπάρχουμε κι εμείς που βρεθήκαμε σε αυτή τη θέση, επειδή αυτό ακριβώς, βρεθήκαμε.
Δεν έγινε ούτε επειδή, όπως το θέλουν διάφοροι σεξιστές, πηδιόμασταν ασύστολα ή ήμασταν οι σούπερ καριερίστριες μέχρι που «πέρασε η μπογιά μας», άρχισε να «χτυπάει το βιολογικό μας ρόλοι», αλλά τότε πια όλοι οι καλοί άντρες που φτύναμε παλιά ήταν πιασμένοι. Όχι ότι είναι κακό να είσαι η σούπερ πηδούκλω ή καριερίστα, αλλά ρε γαμώτο, εγώ δεν ήμουν τίποτα από τα δύο. Μακάρι να είχα να επιδείξω κάποιο εντυπωσιακό επίτευγμα στον ερωτικό ή επαγγελματικό στίβο, αλλά δεν έχω! Δεν ήταν μια συνειδητή επιλογή να μην κάνω παιδιά, επειδή ήθελα να μεγαλουργήσω κάπου. Ούτε βέβαια ήταν ποτέ και όνειρο ζωής μου να κάνω. Απλώς ζούσα τη ζωή μου, όπως όλος ο κόσμος. Το θέμα είναι ότι οι περισσότερες γυναίκες της ηλικίας μου, συνειδητά ή υποσυνείδητα είχαμε φανταστεί τη ζωή μας, ως παντρεμένες με παιδιά. Και τώρα που (μάλλον) δεν θα παντρευτείς και δεν θα κάνεις παιδιά, πώς θα είναι η ζωή σου; Δεν υπάρχει προσχέδιο, δεν ξέρουμε πώς θα μοιάζει αυτή η ζωή στα 50, στα 60 και στα 70. Να βιαστούμε και να παντρευτούμε κάποιον, να κάνουμε παιδιά με δότη ή να υιοθετήσουμε για να προλάβουμε έστω και την τελευταία στιγμή; Ναι, υπάρχει ένα τελευταίο παραθυράκι ευκαιρίας να είσαι σαν την συντριπτική πλειοψηφία των γύρω σου, να γίνεις και εσύ πλήρες μέλος της κοινωνίας… Ή να το αφήσουμε, δεν υπάρχουν λεφτά, δεν υπάρχουν δυνάμεις, πώς θα φέρεις τώρα όλη τη ζωή σου πάνω κάτω; Και ο άγνωστος δρόμος μπροστά ανοιχτός, είτε για φανταστικές περιπέτειες, είτε για αφόρητη μοναξιά -οι περιπέτειες μπορεί να γίνουν μια επανάληψη που δεν συγκινεί… Τι από αυτά θα γίνει, αποφάσισε τώρα, γιατί σε δυο-τρία χρόνια σίγουρα δεν θα μπορείς πλέον.
Και το σημαντικότερο, δεν ξέρουμε καν γιατί το περνάμε όλο αυτό. Επειδή η πατριαρχική κοινωνία μας έχει μάθει ότι ως γυναίκες η οικογένεια είναι η ολοκλήρωσή μας -για τους άντρες η οικογένεια είναι μόνο ένας από τους πολλούς τρόπους να πραγματώσουν το δυναμικό τους- ή επειδή στα αλήθεια είναι κάτι που θέλουμε; Ζούμε μια υπαρξιακή μοναξιά που δεν φαίνεται να έχει κανείς τη διάθεση να αναγνωρίσει ουσιωδώς. Μεταξύ εύκολων προοδευτικών αφορισμών ότι «δεν τρέχει τίποτα στην τελική» και συντηρητικών επικρίσεων του τύπου «ποιος ξέρει τι παραξενιές κουβαλάει αυτή», δεν υπάρχει χώρος για εμάς.