της Δήμητρας Σπανού

Οι σύγχρονες «Πηνελόπες» δεν έχουν κανένα περιθώριο να περιμένουν κάποιον να τους σώσει· έχουν σηκώσει τα μανίκια και έχουν πάρει τη ζωή τους στα χέρια τους για να ξεφύγουν από τον πόλεμο. Αυτό είναι το μήνυμα της θεατρικής παράστασης Πηνελόπες που παίζεται κάθε Τετάρτη μέχρι το τέλος Μαρτίου στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων.

Το έργο, σε σύλληψη και σκηνοθεσία της Αφροδίτης Μητσοπούλου, αποτελείται από αποσπάσματα συνεντεύξεων και χωρίζεται σε δύο μέρη: στο πρώτο, οι Πηνελόπες είναι γυναίκες από τη Γεωργία που εργάζονται στη φροντίδα ηλικιωμένων και παιδιών στην Αθήνα· στο δεύτερο, Σύριες πρόσφυγες που βρίσκονται στη μέση ενός ταξιδιού χωρίς ορατό ακόμα τέλος. Οι πρώτες συνομιλούν με την Ιλιάδα, ενώ οι δεύτερες είναι σύγχρονες Τρωάδες. Καθώς τα σπασμένα ελληνικά των πρώτων και τα σπασμένα αγγλικά των δεύτερων μπλέκονται με το αρχαίο κείμενο, οι καθημερινές μάχες τους αποκτούν μια ανατριχιαστική διαχρονικότητα.

Η παράσταση έχει αρκετά πρωτότυπα σημεία, από την ίδια τη διαδικασία σύλληψης και υλοποίησης, τη χρήση συνεντεύξεων, την επιλογή των ερωτώμενων, τη χρήση των αρχαίων χωρίων, το ότι βασίζεται στο τραγούδι και πολλά άλλα. Παρότι μπορεί να υπάρχουν σημεία που θα ήθελαν ίσως κάποιο διαφορετικό χειρισμό, συνολικά είναι μια παράσταση όπου διακρίνεται η δουλειά και το μεράκι που έχει πέσει.

Το πρώτο σημείο στο οποίο θα ήθελα να αναφερθώ είναι πως οι μισές από τις ηθοποιούς είναι επαγγελματίες, ενώ οι υπόλοιπες είναι ερασιτέχνιδες, με πρωινές δουλειές κλπ, μέλη της Χορωδίας Εξαρχείων, στην οποία συμμετέχει και η σκηνοθέτρια. Μιλώντας για χορωδία, γίνεται φανερό ότι το τραγούδι είναι παρόν στην παράσταση, όπως και ο χορός, και προσθέτουν σπιρτάδα και κέφι· το «τραγούδι-θρήνος αλλά ταυτόχρονα και οι λυτρωτικοί χοροί», όπως πολύ εύστοχα αναφέρει μια κριτική που διάβασα. Ένα εγχείρημα αυτό-οργάνωσης στην εποχή της κρίσης, η Χορωδία «ξεκίνησε το 2011 όταν μαζευτήκαμε 5 άνθρωποι και είπαμε να φτιάξουμε μια χορωδία, γιατί μας αρέσει το τραγούδι και γιατί βρίσκουμε ότι το να τραγουδάνε πολλοί άνθρωποι μαζί χωρίς αποκλεισμούς είναι πολιτική πράξη», σύμφωνα με το πρόγραμμα. Η χορωδία, που είναι ανοιχτή σε καθένα και καθεμιά που θέλει να τραγουδήσει και να περάσει δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο του/της μέσα σε μια συλλογικότητα, έχει μάλιστα συμμετάσχει σε διάφορα ξένα ντοκιμαντέρ σχετικά με τις δομές αλληλεγγύης και την Αθήνα της κρίσης. Η συγκεκριμένη παράσταση λοιπόν αποτελεί και μια αφορμή να σκεφτούμε και πάλι, πιο συνολικά, το πώς μπορεί να σχετίζεται η συλλογικότητα με την καλλιτεχνική δημιουργία, καθώς και το τι σημαίνει “κάνω τέχνη” και ποιός/α την κάνει, στη συγκυρία που διανύουμε.

Το δεύτερο σημείο στο οποίο θα ήθελα να σταθώ είναι η περιγραφή της παράστασης ως μια ιστορία «καθημερινής μάχης που δίνεται αιώνες τώρα». Στις καθημερινές μάχες βρίσκεται και το κλειδί. Το ζήτημα της μετανάστευσης και της προσφυγιάς είναι παλιό και χιλιοπαιγμένο – ευτυχώς! Αυτό που, εμένα τουλάχιστον, με άγγιξε και με συγκίνησε στη συγκεκριμένη παράσταση είναι το ότι φέρνει στην επιφάνεια κάθε πτυχή του ξεριζωμού, χωρίς μελόδραμα και εξιδανικεύσεις. Ο κίνδυνος, η αναμέτρηση με το θάνατο και η απώλεια είναι παρούσες, όμως το ίδιο παρόντα είναι και τα όνειρα, οι προσδοκίες και οι απλές μικρές αγωνίες που κάθε γυναίκα έχει. Η συγκίνηση προέρχεται ακριβώς από την εναλλαγή τους· από τη μια η μεγάλη αφήγηση του ξεριζωμού, με τη βία και το θρήνο και από την άλλη οι απλές καθημερινές ρουτίνες και σκοτούρες. Κατά αυτό τον τρόπο αναδεικνύεται μια γυναικεία εμπειρία του ξενιτεμού, που συντίθεται εξίσου από το πραγματικό δράμα της επιβίωσης σε έναν τόπο που δεν σε χωράει όσο και από τη γυναικεία αυτενέργεια στις πλέον αντίξοες συνθήκες, με τον πλούτο και τη συνθετότητά της. Και αυτό και τη γνώμη μου, χωρίς να γνωρίζω αν είναι στις προθέσεις της σκηνοθέτριας και των συντελεστριών, αποτελεί εκτός από μια καλλιτεχνική πρόταση για την τέχνη στην εποχή της κρίσης και μια πολιτική, για το πώς πρέπει να αντιλαμβανόμαστε αυτά τα υποκείμενα.

Συμπληρωματικά, αναδημοσιεύεται παρακάτω μια πρόσφατη συνέντευξη της σκηνοθέτριας που πρωτοδημοσιεύτηκε στο artandpress:

Pinelopes-A1

ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ: “Γλύτωσαν τη ζωή τους στα σύνορα, τη γλύτωσαν στη θάλασσα και ήρθαν σε έναν κόσμο που απλώς δεν χωράνε.”

Ποιος πηγαίνει στη μάχη και ποιος μένει πίσω;

Η Πηνελόπη πάντως, έχει σηκωθεί και έχει πάει στο μέτωπο. Δεν έχει ούτε τα περιθώρια, ούτε και την επιθυμία να περιμένει άλλο. Ο πόλεμος αυτός είναι πολύ σκληρός και δεν μπορεί να κερδηθεί μόνο από τους άντρες.

Οι γυναίκες από τη  Γεωργία έχουν αφήσει πίσω τους παιδιά και ήρθαν εδώ, για να παλέψουν με ένα καθεστώς που τις θέτει εκτός νόμου, με τις καθημερινές εργασίες που είναι εξοντωτικές και με τη μοναξιά ξέροντας ότι αν πέσουν σ’ αυτή τη μάχη τα παιδιά τους θα πεινάσουν. Δεν υπάρχει ισχυρότερο κίνητρο για έναν πολεμιστή. Για τους άντρες τους δε μιλάνε. Οι περισσότεροι έχουν μείνει πίσω.

Οι Σύριες έφτασαν εδώ προσπαθώντας να γλυτώσουν από έναν πόλεμο. «Όταν φτάσαμε εδώ νομίζαμε ότι τέλειωσαν όλα αυτά. Όχι. Μόλις άρχισαν». Τώρα αρχίζει η δική τους μάχη. Γλύτωσαν τη ζωή τους στα σύνορα, τη γλύτωσαν στη θάλασσα και ήρθαν σε έναν κόσμο που απλώς δεν χωράνε.

Τώρα θα δώσουν την πιο δύσκολη μάχη και οι πιθανότητές τους δεν είναι καλές.

Τι διακυβεύεται σε αυτόν τον πόλεμο, που ζούμε σήμερα;

Τα πάντα. Ποιος χωράει και ποιος δεν χωράει. Ποιος θα δουλέψει και ποιος όχι. Ποιος θα φάει, ποιος θα έχει μόρφωση, ποιος θα έχει σπίτι. Ποιος θα μπορεί να μιλήσει ελεύθερα, να ψηφίσει, να έχει δικαιώματα και ποιος θα σκύβει το κεφάλι και θα κάνει τη βρώμικη δουλειά. Ποιος θα πάει στην πλούσια χώρα και ποιος θα μείνει στην Αθήνα, στη Δαμασκό, στην Τιφλίδα. Ποιος έχει δικαίωμα να ονειρεύεται και ποιος δεν μπορεί να φανερώσει ούτε τα ακροδάχτυλα πίσω από ένα μαύρο ύφασμα.

Θα γυρίσω ποτέ πίσω ή μήπως δεν πρέπει να γυρίσω;

Αυτό είναι άγνωστο. «Είχα πει 2 χρόνια θα μείνω, ύστερα 5,6,7.. τώρα 8»

Οι Γεωργιανές έχουν αφήσει πίσω ολόκληρες οικογένειες που οικονομικά στηρίζονται αποκλειστικά πάνω τους. « Να σου πω και για να πληρώσουνε εισιτήρια λεωφορείος και αυτό είναι δικό μου λεφτά. Τί να σου πω να καταλάβεις; Πόσο να στίψει; Πόσο; » Και αυτό δε σταματάει ποτέ γιατί τα παιδιά μεγαλώνουν, πρέπει να σπουδάσουν, δε βρίσκουν δουλειά, αν είναι κορίτσια έρχονται και αυτές στην Ελλάδα να δουλέψουν και η επιστροφή παίρνει συνεχώς παράταση.  Οι Σύριες πάλι είτε περιμένουν πότε θα τελειώσει ο πόλεμος για να γυρίσουν είτε έχει πια διασκορπιστεί όλη η οικογένεια στις 5 Ηπείρους και δε βρίσκουν νόημα να γυρίσουν σε κάτι που δεν έχει πια τίποτα δικό τους.

Και αν γυρίσω, θα έχει μείνει κάτι να με περιμένει;

Πώς αντικρίζεις τα παιδιά σου μετά από 8-10 χρόνια; Φρόντισες να μην πεινάνε, να μην κρυώνουν, να σπουδάσουν, αλλά δεν ήσουν ποτέ εκεί, δεν τα χάιδεψες. «Εσύ αδειάζεσαι για παιδιά για οικογένεια αλλά όταν πας πίσω έκανες δουλειά σου βλέπεις οτι έχασες πολλά, πολλά έχασες ντάξει? Τους έφτιαξες οτι ήθελαν αλλά εσύ…έχουν κρυώσει.»

Όσο για τη Συρία, ποιος ξέρει τί θα χει απομείνει μετά τον πόλεμο;

«Κι η στάχτη, του καπνού η φτερούγα, θα φύγει στον αιθέρα για να μην ξέρω πού ήτανε το σπίτι μου.»

 

Πληροφορίες για την παράσταση εδώ

final1 poster rev